«Πιστεύω πως, όχι κάθε γενιά (όπως συχνά λέγεται), αλλά κάθε συνομοταξία ανθρώπων έρχεται μ’ ένα δικό της αστέρι στη ζωή, στρατεύεται κάτω από το σημείο του.

Όσοι πίστεψαν αργότερα πως η απαισιοδοξία μας, ο “ρομαντισμός” μας , ήταν πόζες ή απομιμήσεις, δεν αδικούν εμάς, αδικούν τον εαυτό τους: Αυτοκαταγγέλλονται ως ηθικά αδιαπέραστοι. Η νεολαία εκείνη που θερίστηκε γύρω μου τότε [δηλ. στα 1925-1930], που την ήπιε σα σταγόνα νερό ένας θανάσιμος ήλιος, η επαρχία, η φτώχεια, η καταδίωξη, η εξορία, η αρρώστια, η αστοχία, η προδοσία των άλλων, είχε ένα δράμα εσωτερικό
και το δράμα είναι το μόνο που καταξιώνει τον άνθρωπο ηθικά, τον κάνει αξιοσέβαστο. Μπορεί να έχεις τάλαντο και να πετύχεις, τύχη και να ευνοηθείς, καπατσοσύνη και να επιπλεύσεις, πλάτες και να ξεκινήσεις. Μπορεί να μπεις στη φωτεινή ζώνη μόνο και μόνον επειδή σ’ ευνόησαν οι εξωτερικές συνθήκες στην αφετηρία σου.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
Αναθυμάμαι όχι μόνο τους ποιητές μας
αναθυμάμαι τους στρατευμένους στην κοινωνική επανάσταση: Ήταν θεωρητικά αισιόδοξοι, ψυχικά όμως, δίχως να το ξέρουν, απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας. Δε δίνεις τη ζωή σου, τα νιάτα σου, την υγειά σου, όταν όλα τα βλέπεις ωραία. Χρειάζεται μια τραγική προδιάθεση για να γίνεις παρανάλωμα ενός ονείρου. Και το τραγικό πνεύμα μπορεί να είναι λυτρωμένο, δεν είναι όμως ποτέ μακάριο.
»Μακάριοι ήταν αυτοί που ήρθαν εκεί στα 1930 ν’ αντικρούσουν, να διασύρουν με την εύκολη κριτική τους, τη δική μας αρητόρευτη κοσμοθεωρία. Έρχονταν πίσω με τα καράβια του εξωτερικού, στιλβωμένοι, ατσακάλωτοι και ήταν μεγαλοαστοί: Δεν είχαν ποτέ τους αντικρίσει κανένα βιοτικό πρόβλημα
είχαν φιλοδοξίες, αξιώσεις, χωρίς να έχουν θητεία. Μας κατηγόρησαν για επαρχιακή μεμψιμοιρία και πεισιθάνατη κατήφεια, επειδή ήταν ανύποπτοι κι επειδή όλα τους έταζαν πως θα περάσουν τη ζωή τους αβρόχοις ποσί. Θυμάμαι την αγανάκτησή μας. Έφερναν μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σε μας που ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους του Καρυωτάκη στα χείλη μας, η εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;».

Της αντιγραφέως: Δεν ξέρω γιατί αυτό το απόσπασμα από την επιφυλλίδα του Άγγελου Τερζάκη, Η ανώνυμη Ιστορία, Βήμα 18/1/1967 (από το Ο Καρυωτάκης ανάμεσά μας, του Γ. Σαββίδη, εισαγωγή στο Κ.Γ. Καρυωτάκης Ποιήματα και Πεζά, εκδ. Εστία) πάντα μου μεταδίδει ένα πάθος για μια αλήθεια που πολλοί ντρέπονται να πουν. Και θέλω να το μοιραστώ, δοθείσης της ευκαιρίας.

Αρ.Α.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!