Η δημοσιογράφος Ρεβέκκα Κοτσαρίδου, χρόνια στο ρεπορτάζ έχει καταφέρει να διατηρήσει ένα καθαρό βλέμμα απέναντι στα όσα συμβαίνουν. Με το πρώτο της μυθιστόρημα, το Ξέρεις ποιος είμαι εγώ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός μας παρουσιάζει ένα παραμύθι για μεγάλους, μια παραβολή, που διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό χωριό με το θελκτικό όνομα «Παγωτό». Όμως τα όσα συμβαίνουν εκεί, από την καθημερινότητα ως τις ανθρώπινες σχέσεις και την πολιτική, δεν είναι καθόλου θελκτικά…
Στην ουσία η συγγραφέας μιλά για τη σύγχρονη Ελλάδα και όλες τις παθογένειες που μας βασανίζουν. Αν και λέει τα πράγματα με το όνομά τους, έστω και κάτω από το μανδύα του μύθου, δεν αρκείται στο να στηλιτεύσει, αλλά αναζητά αιτίες και διέξοδο.
Το μυθιστόρημα αν και δεν καταφεύγει σε ευκολίες διαβάζεται ως ένα απολαυστικό παραμύθι με ανατροπές…
Στη συζήτησή μας είπαμε και πολλά ενδιαφέροντα και για τον χώρο της δημοσιογραφίας που κι αυτός έχει βυθιστεί στην ανυποληψία.
Χρησιμοποίησες ονόματα, πόλεις και χώρες ανύπαρκτες για να μιλήσεις για το σήμερα της Ελλάδας. Γιατί διάλεξες αυτή τη φόρμα;
Νομίζω ότι είναι πιο εύκολο να παρατηρούμε τον απέναντι, κι ας είναι ο απέναντι τού φαντασιακού. Βλέπουμε τις αδυναμίες του, την πλημμέλειά του και, με ευχέρεια, θα τον επικρίνουμε, θα τον στηλιτεύσουμε: «Τον παμπόνηρο, τον παλιοκλέφτη, που νόμιζε ότι δε θα τον έπαιρνα είδηση…» Όμως, είναι δύσκολο να πούμε «Τι παμπόνηρος που είμαι, τι κλέφτης, τι ελεεινός! Που νόμιζα ότι δε θα με έπαιρναν είδηση…» Το βλέμμα μας, έτσι από φυσικού του, λες, κάθεται πάντα απέναντι, στον άλλο. Πώς να γυρίσει να κοιτάξει απάνω μας; Να βγούμε από μας, να καθίσουμε απέναντί μας, για να μας δούμε και να μας περιεργαστούμε; Αδύνατον. Θα πρέπει να γυρέψουμε έναν καθρέφτη, να σταθούμε αντίκρυ του, να μας παρατηρήσουμε. Έχει λίγη φασαρία να ασχοληθούμε με μας και δεν το απολαμβάνουμε.
Το μυθιστόρημα δεν έχει σχέση με μας, με τη χώρα μας. Εκτυλίσσεται στο χωριό του Παγωτού. Οι κάτοικοι, εκεί, είναι διαιρεμένοι σε Ανατολικούς και Δυτικούς. Ανάλογα με το πού ανήκουν πολιτικά, διαλέγουν παγωτό λεμόνι ή παγωτό πορτοκάλι. Είναι άνθρωποι της τελευταίας στιγμής, αποδέχονται την οικογενειοκρατία, έχουν συνηθίσει να ζουν μέσα στην ανομία, αρνούνται να υπηρετήσουν αυτό που συμβατικά λέμε κοινό καλό, μένουν καθηλωμένοι σε εμμονές και τραύματα δεκαετιών, χωρίς να αισθάνονται κάποια επιθυμία να ανοίξουν το βλέμμα τους στο μέλλον. Είναι ευέξαπτοι, κακόκεφοι και, πολύ συχνά, ο ένας ρωτάει τον άλλο: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» Το χωριό του Παγωτού βρίσκεται κάπου πολύ μακριά μας, ίσως και να μην υπάρχει στον χάρτη.
Νομίζω ότι η φόρμα του παραμυθιού, με τα σύμβολα και τις μεταφορές του, βοηθάει, όπως το κάνει το ημερολόγιο ή ο χάρτης. Πώς θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε το τώρα που βιώνουμε σε σχέση με την οποιαδήποτε στιγμή, αν δεν είχαμε επινοήσει το ημερολόγιο; Πώς θα αντιλαμβανόμασταν το εδώ του σώματός μας σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον τόπο, αν δεν είχαμε εφεύρει τον γεωγραφικό χάρτη; Πώς θα συγκροτούσανε τα πράγματα, το σχήμα τους, το νόημά τους, αν δεν είχαμε επινοήσει τη φόρμα του παραμυθιού;
Ποιες θεωρείς εσύ ως τις πλέον κομβικές στιγμές του μυθιστορήματός σου;
Ο Τολτό, κεντρικός ήρωας της ιστορίας ερωτεύεται τη Μαλένια. Η ομορφιά της του υπόσχεται την ευτυχία. Ωστόσο, την ίδια κοπέλα τη διεκδικεί και ο αδελφός του ήρωα, ο Προσπέρ, και ο Τολτό θα πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να την κατακτήσει. Θέλει να της προσφέρει το αντικείμενο που ποθεί, ένα χρυσό χτενάκι. Αλλά αυτό το αντικείμενο μπορεί να το βρει μόνο στην Ιδανική Πολιτεία, δηλαδή έξω από το κλειστό όριο του χωριού του Παγωτού. Ο ήρωας καλείται να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα, τους φόβους του, τον ίδιο του τον εαυτό και κάποια στιγμή θα ανακαλύψει κάτι που θα τον συγκλονίσει. Άλλο ήταν και άλλο νόμιζε πως ήταν…
Ένας άνθρωπος βασανίζεται σ’ όλη του τη ζωή από μια τραυματική εμπειρία τού παρελθόντος ή από μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της ζωής με την οποία γαλουχήθηκε. Μπορεί να συμβεί το ίδιο σ’ ένα σύνολο ανθρώπων; Σ’ ένα χωριό, σε μια χώρα; Σαν μια ταινία με γνωστό τέλος που παίζει από την αρχή ξανά και ξανά;
Πόσο σε επηρέασε η δημοσιογραφία στη συγγραφή του βιβλίου;
Η δημοσιογραφία σου φανερώνει, με όλη τη γενναιοδωρία της, εικόνες και ήχους του ανθρώπου, εικόνες και ήχους από τη δράση του ή τη νωθρότητά του. Η δημοσιογραφία σε προσκαλεί να δεις και να ακούσεις. Από κει και πέρα νομίζω ότι είναι σημαντική η επεξεργασία της πρόσληψης που θα έχεις. Ναι, βεβαίως, η δημοσιογραφία με επηρέασε θετικά στη διαδικασία της αφήγησης. Θα ήμουν φτωχότερη χωρίς αυτήν.
Δεν φέρουμε ευθύνες κι εμείς οι δημοσιογράφοι για όσα συμβαίνουν; Μήπως θα έπρεπε να κάνουμε και την αυτοκριτική μας κάποια στιγμή;
Νομίζω –βεβαίως μπορεί να κάνω λάθος– ότι επιλέξαμε να γίνουμε συμπαθείς, αρεστοί. Αρεστοί στην εκτελεστική εξουσία, αρεστοί στον κόσμο. Μα η δημοσιογραφία δεν είναι ακριβώς το ανάποδο; Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να ενοχλεί;
Ταξιδέψαμε μαζί τους, κάποιες φορές, στο ίδιο σκάφος. Η δημοσιογραφία είναι μοναχική διαδικασία κι εμείς θέλαμε παρέα. Συμπλεύσαμε, αντί να σηκώσουμε ανάστημα, να βγούμε μπροστά, να κόψουμε τη φόρα. Να πούμε την αλήθεια –με όποιο κόστος– γι’ αυτό που βλέπαμε να έρχεται. Το βλέπαμε να έρχεται;
Όλοι αγαπήσαμε τη δημοσιογραφία. Όμως, ίσως, νοιαστήκαμε λίγο περισσότερο για το δικό μας, το μικρό δικό μας όφελος και όχι για το μεγάλο, δηλαδή, το κοινό καλό. Σήμερα, απαξιωμένοι και ανυπόληπτοι δεχόμαστε την περιφρόνηση, το όνειδος. Ο κόσμος, που μας επιβράβευε με υψηλές τηλεθεάσεις, τώρα μας μέμφεται, μας λοιδορεί.
Είναι δυνατόν να μη φέρουμε κι εμείς ευθύνη για ό,τι συνέβη; Είναι δυνατόν να μην κάνουμε την αυτοκριτική μας; Πρώτη στη σειρά βάζω εμένα. Στο ποσοστό που μου αναλογεί, τι ευθύνη φέρω εγώ; Τι έκανα λάθος; Πότε και πώς έβλαψα τον τόπο μου;
Μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα; Ή είναι πολύ αργά;
Να παλέψουμε την παρακμή μας; Νομίζω, όλα μπορούν να αλλάξουν, αν ξύσουμε την επιφάνεια του προβλήματός μας. Αν μας σεβαστούμε. Αλλά για να μας σεβαστούμε, δεν θα πρέπει να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει; Δεν θα πρέπει πρώτα να πούμε: «Ξέρω ποιος είμαι εγώ;».