«Το όνειρο μιας ταξινομημένης ταξικής κοινωνίας συνεχίζει να στοιχειώνει την τουριστική χώρα των θαυμάτων, όπως το αντίθετό της: το ρομαντικό όραμα ότι μεταβαλλόμαστε σε ευγενείς άγριους, ρωμαλέους βουνίσιους ή καλλιεργημένους συγγραφείς, οι οποίοι υποθέτουμε ότι υπάρχουν στη χώρα της νοσταλγίας. Και τα δυο λειτουργούν καλύτερα όταν οι άνθρωποι που ζουν στον τουριστικό προορισμό λαμβάνουν πολύ χαμηλότερους μισθούς από εμάς τους ίδιους – ίσως το ένα τέταρτο, ακόμα καλύτερα το ένα δέκατο. Είναι αυτή η διαφορά που μετατρέπει όλους τους επισκέπτες, ως διά μαγείας, σε πλούσιους ανθρώπους, σε διαδόχους εκείνων των ευγενών του παρελθόντος, οι οποίοι τώρα μπορούν να επισκέπτονται ένα ονειρεμένο παρελθόν της επιλογής τους.»
Εν όψει του ανοίγματος στον τουρισμό –και όχι μόνον– αξίζει να διαβάσετε την πολύ ενδιαφέρουσα ανατομία του τουρισμού από τον ιστορικό και καθηγητή της Ιστορίας του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης του Πανεπιστημίου της Λουκέρνης Βάλεντιν Γκρέµπνερ. Το βιβλίο του «Retroland: Ιστορικός τουρισμός και η αναζήτηση για το αυθεντικό», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λέμβος σε μετάφραση της Αρετής Βάνα και επιμέλεια του Ηλία Τριανταφύλλου, μας προσφέρει μια εντελώς διαφορετική οπτική για τον τουρισμό γενικότερα.
Με παραδείγματα από δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, ο συγγραφέας σκαλίζει κάτω από την επιφάνεια και αποκαλύπτει ότι σε πολλές περιπτώσεις αυτό που ο τουρίστας συναντά στον προορισμό του δεν είναι ακριβώς ένα ιστορικό παρελθόν, αλλά η αναπαράστασή του. Μια αναπαράσταση καθαρισμένη από ό,τι μοιάζει ενοχλητικό.
Ο τουρισμός άλλωστε –τουλάχιστον προ της πανδημίας– είναι ο τρίτος μεγαλύτερος κλάδος υπηρεσιών του πλανήτη. Το 2016 που γράφεται το βιβλίο, ο αριθμός των καταγεγραμμένων τουριστικών αφίξεων είχε φθάσει στα 1,235 δισεκατομμύρια (το 1950 ήταν μόλις 25,3 εκατομμύρια). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, το 2016 το 12% των κατοίκων του πλανήτη –ένας στους οκτώ– ταξίδεψαν ως τουρίστες…
Οι «παράδεισοι» του πλανήτη, που δεν είναι και τόσο παράδεισοι, τα σκηνικά που στήνονται για να προσελκύσουν τουρίστες, οι μεγάλες επέτειοι, η αναζήτηση του αυθεντικού και της παράδοσης, τίποτα δεν ξεφεύγει από την κριτική του συγγραφέα που ενίοτε καταφεύγει και στο χιούμορ.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του γερανιού που αναφέρει. Σήμερα, κάθε αναπαράσταση «μεσαιωνικής» πόλης χωρίς αυτό το διακοσμητικό φυτό «είναι αδιανόητη στον γερμανόφωνο κόσμο». Κι όμως… Το γεράνι –ή πελαργόνιο– ήρθε μόλις τον 17ο αιώνα, ως σπάνιο φυτό για τους βοτανικούς κήπους, από το νότιο άκρο της Αφρικής!
Τα γεράνια «μετανάστευσαν στα μπαλκόνια των απλών ανθρώπων ως νέες ποικιλίες τον 19ο αιώνα – το 1852 το γεράνι έγινε το “νέο γερμανικό φυτό μόδας”, έγραψε το περιοδικό Gartenflora εκείνη την εποχή»…
Αυτή είναι η πιο απλή ιστορία δημιουργίας μεσαιωνικού σκηνικού. Ο συγγραφέας περιγράφει πως αρχικά κατεδαφίστηκαν οι μεσαιωνικές πόλεις και τα τείχη τους, για να ανακατασκευαστεί ένα μέρος τους πολύ αργότερα.
Εμβληματικά μνημεία που συγκεντρώνουν εκατομμύρια τουρίστες, όπως η Παναγία των Παρισίων ή η Γέφυρα της Λουκέρνης, είναι ουσιαστικά νέες κατασκευές που πάτησαν στο παρελθόν, ως ανακαινίσεις των μνημείων…
Από την κριτική του συγγραφέα φυσικά δεν ξεφεύγει ο θεσμός των διακοπών: «Οι διακοπές, αρχικά μια προσωρινή απελευθέρωση από την παραγωγή, έχουν γίνει τόσο μεγάλο μέρος της παραγωγής, που σήμερα η πιο ριζοσπαστική πιθανή πολιτική θέση είναι να είσαι ενάντια στις διακοπές», γράφει σε κάποιο σημείο, ασφαλώς με μια δόση υπερβολής.
Άλλωστε η κριτική του δεν γίνεται αφ’ υψηλού, αφού πέρα από την επιστημονική τεκμηρίωση και θέση, συχνά αυτοσαρκάζεται και ο ίδιος περιγράφοντας τις δικές του τουριστικές εμπειρίες.
Όσο για τους «παραδείσους» που μας υπόσχονται ταξιδιωτικά γραφεία, τουριστικοί οδηγοί και μέσα ενημέρωσης μεταφέρει την άποψη του Πολ Θερού: «Κάθε φορά που ένας τόπος χαρακτηρίζεται ως παράδεισος, είναι οριστικά κατεστραμμένος.»
Ο ίδιος σημειώνει: «Στη Χώρα του Ρετρό είναι ορατά μόνο τα σώματα των καταναλωτικών τάξεων, αλλά όχι εκείνα των εργατικών»…
Τι κρύβεται πίσω από την επιφάνεια;
«…Στις αρχές του 20ου αιώνα η Λουκέρνη κατέγραψε πάνω από μισό εκατομμύριο διανυκτερεύσεις ετησίως και είχε περισσότερα από εκατό ξενοδοχεία με τρεις χιλιάδες υπαλλήλους – η μεγάλη πλειονότητα των οποίων ήταν εποχιακά εργαζόμενοι με χαμηλή αμοιβή που είχαν να αγωνιστούν με τους κοριούς και τη φοβερή φυματίωση (σαρκαστικά αποκαλούμενη “ασθένεια του ξενοδοχείου”) και ζούσαν μόνο με πουρμπουάρ…»
Ένα μέρος του βιβλίου αναφέρεται και στην Ελλάδα και κυρίως στον Παρθενώνα και στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Καυστικός για τον νέο φωτισμό, λέει πως κάνει τον Παρθενώνα να μοιάζει με «μια γιγάντια τούρτα παγωτό με επικάλυψη ζάχαρης» και αναρωτιέται τι θα έλεγε ο Φρόιντ γι’ αυτό, ενώ για το Μουσείο λέει πως δεν αποκρύβει από τη θέα του επισκέπτη μόνο τη σύγχρονη πόλη αλλά και «τους τρεις αιώνες Οθωμανικής κυριαρχίας και τη μια χιλιετία του Βυζαντίου».
Αυτό που λείπει από το βιβλίο, το οποίο ενίοτε τείνει στη υπερβολή, είναι η εναλλακτική πρόταση. Που βεβαίως δεν μπορεί να είναι η κατάργηση του ταξιδιού ή των διακοπών. Η τόσο ισοπεδωτική κριτική μας βοηθά μεν να δούμε τα πράγματα καθαρότερα, αλλά δεν αρκεί. Ίσως μάλιστα να οδηγεί στο «τίποτε δεν μπορεί να αλλάξει»…