Για όσους γνωρίζουμε και έχουμε επισκεφθεί την Ίμβρο και την Κωνσταντινούπολη, το μυθιστόρημα «Οι ποδηλάτισσες» της Ρέας Σταθοπούλου που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τσουκάτου, είναι ένα ταξίδι μνήμης που μας βοηθά ακόμη περισσότερο να αντιληφθούμε το τι ακριβώς συνέβη εκεί με τον Ελληνισμό.

Για όσους αγνοούν –κυρίως το δράμα της Ίμβρου– θα είναι ένα ταξίδι αποκαλύψεων.

Για όλους τους αναγνώστες είναι ένα τρυφερό, γεμάτο ευαισθησία μυθιστόρημα ενηλικίωσης που κινείται σε τρεις διαφορετικές εποχές: Το παρόν που διαδραματίζεται, το ημερολόγιο που ανακαλύπτει η πρωταγωνίστρια και την ταξιδεύει στο παρελθόν, οι δικές της μνήμες που καλύπτον τον χρόνο ανάμεσα στα δυο ορόσημα και ακόμη πιο πίσω το παρελθόν της μητέρας που κρύβει κάποια σκοτεινά σημεία.

Εξαιρετική γραφή, χαρακτήρες γυναικών πολύ δυνατοί, οι «ποδηλάτισσες» του τίτλου, που όπως και η συγγραφέας έζησαν μεταξύ Πόλης και Ίμβρου.

Η περιγραφή της ζωής σε αυτούς τους τόπους είναι γλαφυρή, χωρίς να μένει απλώς στη νοσταλγία. Μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει, κάνοντας ακόμη πιο οδυνηρή τη σημερινή απουσία. Η λογοτεχνία, για μια ακόμη φορά, μας βοηθά να κατανοήσουμε με πιο απτό τρόπο το τι ακριβώς έχει συμβεί.

Η Ιστορία είναι πάντα παρούσα και παίζει καθοριστικό ρόλο στις ζωές των ανθρώπων.

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Η ερώτηση δεν είναι πώς αποφασίσατε να επανεκδώσετε τις «Ποδηλάτισσες», αλλά το γιατί αργήσατε τόσο;
«Οι Ποδηλάτισσες» ήταν το πρώτο μου μυθιστόρημα και όταν εκδόθηκε, το 2004, αγαπήθηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό. Μεταφράστηκε στα τουρκικά και πήρε καλές κριτικές και στην Τουρκία. Συνέπεσε να εξαντληθεί την εποχή που στον προηγούμενο εκδοτικό οίκο, την Ωκεανίδα, γινόταν μια αναδιοργάνωση. Από τότε, λόγω προβλημάτων υγείας στην οικογένεια μου και αργότερα λόγω πανδημίας, δεν μπόρεσα να ασχοληθώ με το θέμα. Πάντα όμως το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, καθώς πολλοί αναζητούσαν το βιβλίο και φίλοι με πίεζαν να βρω έναν εκδοτικό οίκο που θα το επανεκδώσει. Έτσι, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και «Οι Ποδηλάτισσες» ξεκίνησαν να ποδηλατούν πάλι από τον εκδοτικό οίκο Τσουκάτου.

 

Ποιες είναι αυτές οι «Ποδηλάτισσες» και γιατί τις χαρακτηρίσατε έτσι;
«Όλες οι γυναίκες είμαστε ποδηλάτισσες. Μια ζωή τραβάμε μπροστά κρατώντας ισορροπίες» λέει η θεία Βιργινία, μια από τις ηρωίδες του βιβλίου. Οι «Ποδηλάτισσες» είναι οι γυναίκες, τα νέα κορίτσια, οι φίλες, οι μαμάδες, οι θείες, οι γιαγιάδες με τις οποίες έζησα και μεγάλωσα στην Πόλη και στην Ίμβρο. Γυναίκες οι οποίες είχαν μάθει να κρατούν τις ισορροπίες στην οικογένεια. Επί πλέον καθώς οι γυναίκες αυτές ήταν μέλη μιας μειονότητας σε δύσκολες εποχές έπρεπε να διαθέτουν ακόμη μεγαλύτερη επιδεξιότητα για να κρατήσουν σταθερή την πορεία τους. Με το βιβλίο αυτό θέλησα να τις ζωντανέψω και να τις τιμήσω.

Ήθελα να δείξω πώς τα πολιτικά γεγονότα επηρέασαν τις τύχες και αναστάτωσαν τη ζωή και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και έγιναν αιτία να εγκαταλείψουν τον τόπο τους

Υποθέτω πως υπάρχουν μέσα στο βιβλίο πολλά προσωπικά σας βιώματα. Ισχύει αυτό;
Όπως αναφέρω και πιο πάνω, «Οι Ποδηλάτισσες» είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα και λένε ότι το πρώτο βιβλίο κάθε συγγραφέα είναι κάπως αυτοβιογραφικό. Έτσι, πολλοί αναγνώστες, οι οποίοι δεν με γνωρίζουν καλά, νομίζουν πως είμαστε πράγματι τρεις αδελφές, κάτι που δεν ισχύει βέβαια. Επέλεξα όμως μια από τις ηρωίδες, η Μαργαρίτα, η οποία είναι κατά κάποιο τρόπο και η αφηγήτρια, να έχει την ηλικία που είχα κι εγώ, ώστε να αποδώσω καλύτερα την εποχή (δεκαετίες ’50, ’60 και ’70) με τα πολιτικά γεγονότα –για τα οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνέβησαν– και τα συναισθήματα που αυτά προκαλούσαν. Όσο για τις περιπέτειες που ζουν οι ήρωες, πολλές από αυτές είναι συμβάντα που άκουσα ή τα είδα να συμβαίνουν. Η φαντασία, βέβαια, του συγγραφέα –απαραίτητο στοιχείο στη μυθοπλασία– εμπλουτίζει, μετασχηματίζει, αποσιωπά, ωραιοποιεί τις μνήμες για να προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση στον αναγνώστη προκαλώντας τη δική του φαντασία να αποφασίσει ποια περιστατικά συνέβησαν πράγματι και ποια είναι επινοημένα.

 

Γιατί διαλέξατε το βιβλίο σας να διαδραματίζεται στις συγκεκριμένες χρονιές;
Επέλεξα το βιβλίο να διαδραματίζεται στις δεκαετίες που ανέφερα παραπάνω, και λίγο στη δεκαετία του ’40, επειδή τα χρόνια αυτά ήταν κρίσιμα για τον ελληνισμό της Πόλης και της Ίμβρου. Τη δεκαετία του ’40 είχαμε το βαρλίκι (φόρος περιουσίας) και την επιστράτευση των είκοσι ηλικιών (μη Μουσουλμάνοι άνδρες από 20-40 ετών) σε τάγματα εργασίας. Στη δεκαετία του ’50 το Κυπριακό, το Vatandaş Türkçe konuş (Πατριώτη μίλα Τουρκικά) και τα γεγονότα, δηλ. το πογκρόμ στα σπίτια και τα καταστήματα των Ελλήνων της Πόλης το ’55. Τη δεκαετία του ’60 τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων – αρκετοί Έλληνες της Πόλης είχαν ελληνική υπηκοότητα και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα αφήνοντας τις περιουσίες τους. Την ίδια δεκαετία άρχισαν οι πιέσεις στην Ίμβρο. Έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, απαλλοτριώθηκαν κτήματα, έγιναν οι ανοιχτές φυλακές κ.λπ. Η δεκαετία του ’70 σημαδεύτηκε από την εισβολή στην Κύπρο. Ήθελα να δείξω πώς τα πολιτικά γεγονότα επηρέασαν τις τύχες και αναστάτωσαν τη ζωή και την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και έγιναν αιτία να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.

 

Πιστεύετε πως η Ίμβρος αφέθηκε τελικά αβοήθητη από την επίσημη Ελλάδα; Τι έχει αλλάξει σήμερα;
Αναμφισβήτητα. Έχω τη γνώμη πως η Ελλάδα σπεύδει πάντα καθυστερημένα να αντιδράσει στις οποιεσδήποτε επιδιώξεις της Τουρκίας που έχουν σχέση με τον Ελληνισμό τόσο της Ίμβρου, όσο και της Πόλης. Στην Ίμβρο, όπου έγινε κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης, οι αντιδράσεις των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν πολύ χλιαρές. Το ίδιο συνέβη και με τα γεγονότα του ’55 στην Πόλη. Εξάλλου δεν χρειάζεται εγώ να πω τίποτα. Μιλούν οι αριθμοί. Η τρομακτική συρρίκνωση του μειονοτικού πληθυσμού σε Πόλη και σε Ίμβρο οφείλονται βέβαια στο –διαχρονικό– σχέδιο διάλυσης (Eritme Programı) της Τουρκίας, αλλά θέλω να πιστεύω πως αν υπήρχε μια οποιαδήποτε έντονη διαμαρτυρία και αντίδραση από μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων τα πράγματα δεν θα είχαν φτάσει σ’ αυτό το σημείο.

Με ρωτάτε αν κάτι άλλαξε σήμερα. Ναι, κάποια πράγματα αλλάζουν. Υπάρχουν μορφωμένοι Τούρκοι οι οποίοι αναγνωρίζουν τα λάθη των κυβερνήσεών τους και μιλούν γι’ αυτά, άνοιξε το σχολείο στην Ίμβρο, κάποιοι κάτοικοι επιστρέφουν και είναι ωραίο να υπάρχει μια αρμονική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων στο νησί, όμως το κακό έχει γίνει, η πλάστιγγα έχει γύρει βαριά προς τη μία πλευρά και οι ευαίσθητες ισορροπίες έχουν καταστραφεί ανεπανόρθωτα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!