Τα μεγάλα κινήματα του νου είναι περισσότερο σε κινδύνους εκτεθειμένα, όταν αφήνονται στον εαυτό τους κι όταν στερημένα από τη θεωρητική γνώση αστήριχτα κι ανερμάτιστα, παρατιώνται μόνο στην εσώρμητή τους ώθηση και στην άμαθη τόλμη τους γι’ αυτό, όπως πολλές φορές έχουν ανάγκη από κέντρισμα, το ίδιο έχουν ανάγκη κι από χαλινάρι.
Ανωνύμου (Διονυσίου ή Λογγίνου), Περί Ύψους
Ο ελληνικός λαός στις εκλογές τις 25ης Ιανουαρίου απέρριψε την ολέθρια μνημονιακή πολιτική.
Αυτό που σημειώθηκε, αποτελεί μια σημαντική πολιτική νίκη. Νίκη του λαού, νίκη της Αριστεράς, νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και νίκη προσωπική του προέδρου Αλέξη Τσίπρα. Θα ήταν λάθος λοιπόν να υποβαθμιστεί, στον βαθμό που η ήττα δεν αφορούσε μόνο τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου αλλά συμπαρέσυρε όλο το μνημονιακό στρατόπεδο αναδεικνύοντας, παρ’ όλη την αντιφατικότητά του, το αντιμνημονιακό μπλοκ, που περικλείει διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος με τους ΑΝΕΛ αποτελεί με βάση τα υπαρκτά δεδομένα μια σωστή επιλογή.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η νέα κυβέρνηση έχει, αναγκαστικά, να επιλέξει αν θα συγκρουστεί επί της ουσίας με την ευρωπαϊκή αριστοκρατία του χρήματος ή αν θα συμβιβαστεί με αυτήν, διεκδικώντας απλώς ορισμένες παραχωρήσεις διαχειριστικής και επικοινωνιακής υφής.
Και εδώ είναι πια που μπαίνουμε στα αποφασιστικά διλήμματα.
Γιατί, ουσιαστικά, αυτό που κρίνεται και με πάντα δεδομένο τον συντριπτικά αρνητικό συσχετισμό σε βάρος μας είναι αν θα ακολουθηθεί μια λογική ρεαλιστικής και λελογισμένης ρήξης με όρους όμως λαϊκού κινήματος, με όρους, δηλαδή, σταθερά προσηλωμένους στα εθνικά και κοινωνικά συμφέροντα των υποτελών τάξεων ή αν θα ακολουθηθεί ένα δρόμος εντός των κυρίαρχων – κεντρικών παραμέτρων με ορισμένες, δευτερεύουσας όμως σημασίας, αριστερόστροφες κινήσεις που τελικά θα λειτουργήσουν ανανεωτικά και για το ίδιο το σύστημα.
Πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους, ότι χρέος μας είναι με σύνεση και ρεαλισμό να υπηρετούμε αταλάντευτα τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Αυτή είναι για μένα η απόλυτα κόκκινη γραμμή μας.
Με αυτό το πρίσμα φρονώ ότι θα πρέπει να ιδωθεί και η Συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, που με σαφείς όρους έθεσε το ζήτημα των συμβιβασμών ως στοιχείου της καθόλου πορείας μας.
Είναι, λοιπόν, οι συμβιβασμοί έξω από την λογική της Αριστεράς; Όχι, απαντώ ευθέως, υπό τον όρο ότι υπηρετούν την λογική της πλειοψηφίας των φτωχών και μικρομεσαίων στρωμάτων. Άρα, η λογική του συμβιβασμού έχει αξία και μπορεί να είναι και αναγκαίος όρος αν δεν είναι στρατηγικά καταστροφική.
Γιατί τα όποια τακτικά βήματα αν δεν είναι ενταγμένα σε μια σταθερή στρατηγική, τότε η τακτική γίνεται τακτικισμός. Το ζήτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι: οι παρόντες συμβιβασμοί σε ποιο σχεδιασμό εντάσσονται; Μας απεγκλωβίζουν ή μας εγκλωβίζουν οριστικά στη μέγγενη των μνημονίων; Δεν υπάρχει λόγος να κρυφτούμε από την πραγματικότητα που μαρτυρεί ότι όλοι μας είμαστε με το ένα πόδι στον παλιό και με το άλλο στον νέο ρόλο που κληθήκαμε να παίξουμε σε μια ερειπωμένη χώρα. Προφανώς, λοιπόν τόσο εμείς όσο και οι εξαγγελίες μας ήταν βαθιά επηρεασμένες από την κουλτούρα ενός μικρού κόμματος διαμαρτυρίας.
Οι δρόμοι που ανοίγονται είναι δύο. Ο δρόμος της διαπραγμάτευσης που περικλείει υποχωρήσεις και ο δρόμος του δέοντος που οδηγεί στην σύγκρουση. Θα έλεγα ότι οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές όχι όμως για να υποχωρήσουμε στις πιέσεις των πολεμίων. Θα έλεγα ότι καλύτερο από να συνδιαλλαγούμε με το δέον θα πρέπει να συνδιαλλαγούμε με την πραγματικότητα. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριστούμε αυτή την πραγματικότητα.
Υπ’ αυτήν την έννοια, οι προσπάθειες να εξαντλήσουμε τα περιθώρια για να μείνουμε στην Ευρωζώνη δεν είναι, δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι απορριπτέες. Αυτό όμως υπό τον όρο ότι θα εξασφαλιστεί η δυνατότητα να σταθεί αυτοδύναμη και με όρους αξιοπρέπειας η χώρα στα πόδια της. Υπό τον όρο ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ανεχθούμε η Ελλάδα να εξακολουθήσει να είναι μια μεταμοντέρνα αποικία.
Όχι, φυσικά, στον αριστερισμό των μεγάλων λόγων που αγνοεί τις δουλείες της πραγματικότητας, σεβασμός όμως και αδιαπραγμάτευτη εμμονή στις επιταγές της λαϊκής εντολής της 25ης Ιανουαρίου.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο κόσμος μας ψήφισε για να βελτιώσουμε τους όρους της ζωής του ως ριζοσπαστική Αριστερά που οφείλει να τον υπηρετεί και όχι ως νέο ΠΑΣΟΚ, που ξεπερνάμε σε μεταμορφισμό ακόμη και το παλιό.
Ορισμένοι νομίζουν ότι επειδή είμαστε στο τιμόνι του αεροσκάφους δεν μας ενδιαφέρουν οι επιβάτες. Αυτό, αν συμβαίνει, είναι πολιτική αεροπειρατεία. Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάναμε την 20ή Φεβρουαρίου και αν αυτό που κάναμε ισοδυναμεί με τις λιγότερες υποχωρήσεις που έφεραν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Αφήνοντας κατά μέρος το παιχνίδι των λέξεων και των «στοχαστικών προσαρμογών» που παραπέμπουν στον Όργουελ, η δική μου ανάγνωση της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» με οδηγεί στα παρακάτω συμπεράσματα:
Η 20ή Φεβρουαρίου δεν ήταν φυσικά το τέλος, δεν είναι όμως και αυτό που η «δημιουργική πολιτική» προσπαθεί να παρουσιάσει. Το μείζον από την διαπραγμάτευση αυτή είναι ότι υπήρξε ένα διεκδικητικό πνεύμα που κατάφερε να φρενάρει την διολίσθηση στα χειρότερα, επιτυγχάνοντας ένα μορατόριουμ μέχρι την ουσιαστικότερη αναμέτρηση.
Δεν θα σταθώ στα επιμέρους θετικά που κατά κόρον έχουν εκτεθεί. Θα σταθώ και θα αναφερθώ σε αυτά που, κατά τη γνώμη μου, παρέμειναν, ας ελπίσουμε προσωρινά.
Αυτά λοιπόν που παρέμειναν και θα παραμείνουν, αν δεν ανατραπούν, είναι:
1) Ότι έχουμε αποδεχθεί παράταση του μνημονιακού καθεστώτος.
2) Ότι αναγνωρίσαμε την δανειακή σύμβαση και το σύνολο του χρέους.
3) Ότι αποδεχθήκαμε παράταση του καθεστώτος της τροϊκανής επικυριαρχίας.
4) Ότι και επί των ημερών μας η δυνατότητα χρησιμοποίησης ευρωπαϊκών πόρων αποκλείεται χωρίς την τροϊκανή άδεια.
5) Ότι το μέτωπο του Νότου ή όπως αλλιώς το πούμε, ως απτή πραγματικότητα αποτυπώθηκε στο ότι καμία χώρα του Eurogroup δεν στάθηκε ουσιαστικά στο πλευρό μας.
6) Ότι τις σχέσεις μας ρυθμίζει το Αγγλικό Δίκαιο και τέλος,
7) Ότι οι δανειστές ανά πάσα στιγμή διατηρούν το δικαίωμα της προληπτικής ακύρωσης του όποιου φιλολαϊκού προγράμματός μας.
Αν αυτά δεν αποτελούν υποχώρηση και σαφή αλλαγή του όποιου συσχετισμού δύναμης υπήρχε μέχρι την 19η Φεβρουαρίου, αν αυτά δεν επιβεβαιώνουν ότι το μνημονιακό καθεστώς ζει και βασιλεύει τότε, ομολογώ, ότι είμαι ανεπαρκής στο να διακρίνω το σωστό από το λάθος.
Η «Ενδιάμεση Συμφωνία» είναι λεόντειος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο πόλεμος χάθηκε. Ο αγώνας συνεχίζεται. «Κανένας έλατος δεν πήγε μόνος του στο πριονιστήριο». Προϋπόθεση, όμως, για την ανάταξή μας είναι:
1) Να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και τι δεν κάναμε καλά.
2) Να συνειδητοποιήσουμε ότι η εμμονή του Γκράμσι στο να λέμε την αλήθεια στην πολιτική δεν αποτελεί φράση συρμού, αλλά πεμπτουσία ενός λόγου και μιας πολιτικής που στοχεύει στην ηθική και πολιτική αναμόρφωση της κοινωνίας.
3) Ότι όλα τα παραπάνω έχουν αξία αν θα αποτυπωθούν στη μάχη της καθημερινότητας. Γιατί η μάχη της καθημερινότητας στο πλευρό των λαϊκών τάξεων είναι αυτή που θα γύρει την πλάστιγγα.
Εκεί θα νικήσουμε ή θα ηττηθούμε.
Υστερόγραφο σε σχέση με το κόμμα
Αναφορικά με την κατάσταση στο κόμμα θα ήθελα επιγραμματικά να επισημάνω τα εξής:
Η κατάσταση στο κόμμα είναι ήδη – παρά τη σημαντική, το τονίζω, επιτυχία μας, αρνητικά διαμορφωμένη και μη λειτουργική. Το γνωρίζουμε όλοι μας και δεν χρήζει αναλυτικής περιγραφής. Ενδεχόμενα όμως να σημάνει (πράγμα που το απεύχομαι) την όλο και εντονότερη κυριαρχία της κομματικής γραφειοκρατίας και του ενωμένου πλέον στην κοινή κυβερνητική προσδοκία πολιτικού προσωπικού που ενωμένοι, πια, θα επιβάλλουν μια κατάσταση λειτουργίας τύποις δημοκρατική, απομακρυσμένη από τον ουσιαστικό έλεγχο των μελών αλλά και των λαϊκών ανθρώπων που θέλουν ή θα ήθελαν να συνδράμουν το εγχείρημά μας.
Γι’ αυτό και πρέπει να ξεκαθαρίσουμε:
Ότι δεν ταυτίζουμε το κόμμα με την κυβέρνηση και προχωρούμε στην εκ βάθρων αναδιάταξή του.
Ότι αντιλαμβανόμαστε το κόμμα, ως γέφυρα ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις λαϊκές τάξεις, οι οποίες αποτελούν το μόνο ανάχωμα, το μόνο στήριγμά μας και τον μοναδικό τελικό παραλήπτη που δίνουμε λόγο για τις πράξεις μας.
Το παραπάνω άρθρο εμπεριέχει την ομιλία του Λουκά Αξελού στην τελευταία Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ της 28ης Φεβρουαρίου – 1ης Μαρτίου 2015