Του Γιώργου Τσίπρα.
Για μια φορά ακόμη ο Ομπάμα, με την πρόσφατη ομιλία του για το Μεσανατολικό, τροφοδότησε την υποβαλλόμενη εικόνα που τον περιβάλλει και το θέλει να φέρνει σημαντικές αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ. Για μια ακόμη φορά τα φαινόμενα απατούν. Ακόμη κι αν δεν έσπευδε να αναιρέσει ακόμη και αυτά τα «πυροτεχνήματα» λίγες μόνο μέρες μετά με νέα ομιλία του στο AIPAC (οργανισμό του εβραϊκού λόμπυ), οι αρχικές αναφορές του ήταν παραπάνω από σαφείς, ώστε να δικαιολογείται η ευφορία που καλλιεργήθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ.
Για μια φορά ακόμη ο Ομπάμα, με την πρόσφατη ομιλία του για το Μεσανατολικό, τροφοδότησε την υποβαλλόμενη εικόνα που τον περιβάλλει και το θέλει να φέρνει σημαντικές αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ. Για μια ακόμη φορά τα φαινόμενα απατούν. Ακόμη κι αν δεν έσπευδε να αναιρέσει ακόμη και αυτά τα «πυροτεχνήματα» λίγες μόνο μέρες μετά με νέα ομιλία του στο AIPAC (οργανισμό του εβραϊκού λόμπυ), οι αρχικές αναφορές του ήταν παραπάνω από σαφείς, ώστε να δικαιολογείται η ευφορία που καλλιεργήθηκε από τα διεθνή ΜΜΕ.
Η Πράσινη Γραμμή πίσω από την οποία βρισκόταν το Ισραήλ πριν τον πόλεμο του 1967 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο έτσι κι αλλιώς τη βάση πάνω στην οποία γίνονται όλα αυτά τα χρόνια οι όποιες διαπραγματεύσεις. Τη βάση και όχι το σημείο εκκίνησης. Λεκτικά, η αναφορά στη «γραμμή της εκεχειρίας του 1967» δεν αναιρεί αυτομάτως το επίκτητο «δικαίωμα» του Ισραήλ πάνω στις περιοχές των εβραϊκών εποικισμών στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Η διευκρίνιση Ομπάμα ήδη από την πρώτη ομιλία ότι «οι δύο πλευρές, βέβαια, θα κληθούν να συμφωνήσουν για ανταλλαγές εδαφών», δηλαδή, επί της γραμμής εκεχειρίας του 1967, είναι μάλλον σαφέστατο τι εννοεί. Το εξήγησε ο ίδιος στο AIPAC, επισημαίνοντας ότι «παρουσιάστηκαν λάθος» κάποιες απόψεις του και ότι «οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι θα διαπραγματευτούν τη χάραξη συνόρων διαφορετικών από αυτά της 4ης Ιουνίου 1967», λαμβάνοντας υπόψη τους «τη νέα δημογραφική πραγματικότητα στο έδαφος και τις ανάγκες των δύο πλευρών».
Η σφοδρή αντίδραση Νετανιάχου ακόμη και σε αυτό το παιχνίδι λέξεων του Ομπάμα δεν αφορά την επιστροφή η μη στα σύνορα του 1967, που δεν αποτελεί διακύβευμα, αλλά την επιδίωξη να μην παραχωρήσει το Ισραήλ το ελάχιστο απ’ όσα κρατά στα χέρια του.
Οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη από μια διαφορετική προσέγγιση στον αραβικό κόσμο ακόμη και σε επίπεδο εντυπώσεων. Θα αναγκαστούν, έτσι κι αλλιώς, να αναδιατάξουν την πολιτική τους σε υλικό επίπεδο στο βαθμό που η αραβικές εξεγέρσεις έχουν πυροδοτήσει ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές συσχετισμών, και οι αναδιατάξεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν μελλοντικά και διαφορετικές ρυθμίσεις στο παλαιστινιακό ακόμη κι αν αυτό δυσαρεστήσει την δεξιά πτέρυγα του ισραηλινού σιωνισμού. Αυτά είναι τα «καλά νέα». Τα «κακά νέα» είναι ότι το Ισραήλ θα παραμείνει βασικός τοποτηρητής των αμερικανικών (και όχι μόνο) συμφερόντων στην περιοχή. Με αυτή την έννοια, η διατυμπανιζόμενη σε όλους τους τόνους «ασφάλεια του Ισραήλ» (λες και είναι το υπέρτατο αγαθό της ανθρωπότητας) παραπέμπει στην ασφάλεια των γεωπολιτικών συμφερόντων της Δύσης. Για παράδειγμα, η με κάποιο τρόπο στρατιωτική παρουσία των Ισραηλινών στρατευμάτων στη Δυτική Όχθη σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου είναι κρίσιμης σημασίας κομβικό ζήτημα που δεν αφορά μόνο το Ισραήλ. Άρα, η άρνηση να αποδοθεί η Δυτική Όχθη σε ένα πλήρως κυρίαρχο επί των εδαφών και συνόρων του παλαιστινιακό κράτος είναι εκ των ων ουκ άνευ όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και τη Δύση, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Και αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα για το πώς η ισραηλινή αδιαλλαξία δεν πατάει απλώς στις πλάτες της δυτικής στήριξης, αλλά στο μεγαλύτερο βαθμό εκφράζει έμμεσα θέσεις που αποτελούν στην πραγματικότητα ανομολόγητες θέσεις και της Δύσης ή ειδικά των ΗΠΑ.
Στην προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ είχε περάσει στα ψιλά αναφορά Ομπάμα που έκανε λόγο για την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, σε ευθεία αντίθεση όχι μόνο με τις σχετικές με το παλαιστινιακό αποφάσεις του ΟΗΕ, αλλά και με την ίδια τη μέχρι τότε επίσημη πολιτική των ΗΠΑ.
Επιπλέον, η επιλογή της Χίλαρι, μιας ακραιφνούς φιλο-ισραηλινής και αγαπημένου παιδιού του εβραϊκού λόμπυ, δεν ήταν άσχετη. Αν τώρα στον κόσμο φυσούν άλλοι άνεμοι που αναγκάζουν σε τροποποιήσεις αρχικών σχεδιασμών, αυτές θα γίνουν μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
Μακροπρόθεσμα οι επιδιώξεις του σιωνισμού που δεν ζητά τίποτα λιγότερο από το μάξιμουμ ίσως δεν ταυτίζονται 100% με τα αμερικανικά συμφέροντα. Προς το παρόν το Ισραήλ παραμένει κομβικός βραχίονας της πολιτικής των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης στην περιοχή.
Η διευκρίνιση Ομπάμα ήδη από την πρώτη ομιλία ότι «οι δύο πλευρές, βέβαια, θα κληθούν να συμφωνήσουν για ανταλλαγές εδαφών», δηλαδή, επί της γραμμής εκεχειρίας του 1967, είναι μάλλον σαφέστατο τι εννοεί. Το εξήγησε ο ίδιος στο AIPAC, επισημαίνοντας ότι «παρουσιάστηκαν λάθος» κάποιες απόψεις του και ότι «οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι θα διαπραγματευτούν τη χάραξη συνόρων διαφορετικών από αυτά της 4ης Ιουνίου 1967», λαμβάνοντας υπόψη τους «τη νέα δημογραφική πραγματικότητα στο έδαφος και τις ανάγκες των δύο πλευρών».
Η σφοδρή αντίδραση Νετανιάχου ακόμη και σε αυτό το παιχνίδι λέξεων του Ομπάμα δεν αφορά την επιστροφή η μη στα σύνορα του 1967, που δεν αποτελεί διακύβευμα, αλλά την επιδίωξη να μην παραχωρήσει το Ισραήλ το ελάχιστο απ’ όσα κρατά στα χέρια του.
Οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη από μια διαφορετική προσέγγιση στον αραβικό κόσμο ακόμη και σε επίπεδο εντυπώσεων. Θα αναγκαστούν, έτσι κι αλλιώς, να αναδιατάξουν την πολιτική τους σε υλικό επίπεδο στο βαθμό που η αραβικές εξεγέρσεις έχουν πυροδοτήσει ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές συσχετισμών, και οι αναδιατάξεις αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν μελλοντικά και διαφορετικές ρυθμίσεις στο παλαιστινιακό ακόμη κι αν αυτό δυσαρεστήσει την δεξιά πτέρυγα του ισραηλινού σιωνισμού. Αυτά είναι τα «καλά νέα». Τα «κακά νέα» είναι ότι το Ισραήλ θα παραμείνει βασικός τοποτηρητής των αμερικανικών (και όχι μόνο) συμφερόντων στην περιοχή. Με αυτή την έννοια, η διατυμπανιζόμενη σε όλους τους τόνους «ασφάλεια του Ισραήλ» (λες και είναι το υπέρτατο αγαθό της ανθρωπότητας) παραπέμπει στην ασφάλεια των γεωπολιτικών συμφερόντων της Δύσης. Για παράδειγμα, η με κάποιο τρόπο στρατιωτική παρουσία των Ισραηλινών στρατευμάτων στη Δυτική Όχθη σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου είναι κρίσιμης σημασίας κομβικό ζήτημα που δεν αφορά μόνο το Ισραήλ. Άρα, η άρνηση να αποδοθεί η Δυτική Όχθη σε ένα πλήρως κυρίαρχο επί των εδαφών και συνόρων του παλαιστινιακό κράτος είναι εκ των ων ουκ άνευ όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και τη Δύση, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Και αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα για το πώς η ισραηλινή αδιαλλαξία δεν πατάει απλώς στις πλάτες της δυτικής στήριξης, αλλά στο μεγαλύτερο βαθμό εκφράζει έμμεσα θέσεις που αποτελούν στην πραγματικότητα ανομολόγητες θέσεις και της Δύσης ή ειδικά των ΗΠΑ.
Στην προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ είχε περάσει στα ψιλά αναφορά Ομπάμα που έκανε λόγο για την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, σε ευθεία αντίθεση όχι μόνο με τις σχετικές με το παλαιστινιακό αποφάσεις του ΟΗΕ, αλλά και με την ίδια τη μέχρι τότε επίσημη πολιτική των ΗΠΑ.
Επιπλέον, η επιλογή της Χίλαρι, μιας ακραιφνούς φιλο-ισραηλινής και αγαπημένου παιδιού του εβραϊκού λόμπυ, δεν ήταν άσχετη. Αν τώρα στον κόσμο φυσούν άλλοι άνεμοι που αναγκάζουν σε τροποποιήσεις αρχικών σχεδιασμών, αυτές θα γίνουν μέσα σε ορισμένα πλαίσια.
Μακροπρόθεσμα οι επιδιώξεις του σιωνισμού που δεν ζητά τίποτα λιγότερο από το μάξιμουμ ίσως δεν ταυτίζονται 100% με τα αμερικανικά συμφέροντα. Προς το παρόν το Ισραήλ παραμένει κομβικός βραχίονας της πολιτικής των ΗΠΑ και της Δυτικής Ευρώπης στην περιοχή.
Σχόλια