Όταν το 1993 ο Edward Said εξέδιδε το Κουλτούρα και Ιμπεριαλισμός, ολοκληρώνονταν εικοσιτέσσερα χρόνια ακριβώς, από την κυκλοφορία μιας άλλης εξίσου σημαντικής μελέτης του Herbert Schiller με τίτλο, Μαζικές Επικοινωνίες και Αμερικανική Αυτοκρατορία.1 Η τελευταία αποτέλεσε στην ουσία την πρώτη διατύπωση της θεωρίας του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού.

Στο βιβλίο που εξέδωσε ο  Hebert Schiller το 2000, λίγο πριν τον θάνατο του, με τίτλο Living in the Number One Country: Reflections from a critic of a American Empire 2, καταθέτει την δική του, προσωπική εμπειρία από την ζωή του στην μεγαλύτερη υπερδύναμη του 20ού αιώνα, τις Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται να καταλήγει ότι οι συλλογικές προσπάθειες και οι αγώνες για κοινωνική αλλαγή προσκρούουν στα συμφέροντα του συντεχνιακού βιομηχανικού συστήματος, πιο απλά του ακραιφνούς και ανελέητου καπιταλισμού, ο οποίος με τη σειρά του έχει προνοήσει να προωθεί τα ιδεολογήματα του με κάθε θεσμικό, θεωρητικό ή επικοινωνιακό τρόπο, ώστε να επηρεάζει τελικά, αν όχι να εξουδετερώνει, κάθε κοινωνική σκέψη αντίδρασης. Κάπως έτσι για τον Schiller, οι επικοινωνιακές και πολιτισμικές εξουσίες αποτέλεσαν μεταπολεμικά, όσο ποτέ άλλοτε, λέξεις-κλειδιά στα νέα μοντέλα διακυβέρνησης και επιτήρησης με εξίσου σπουδαίες επιτυχίες και αποτελεσματικότητα με τις παραδοσιακές, στρατιωτικές και αστυνομικές πρακτικές, επιβολής και καταστολής3.
Συνέχεια των θεωριών του Schiller αποτελούν οι σημειώσεις του Mathew Frazer στο βιβλίο του με τίτλο Weapons of Mass Distraction: Soft Power and The American Empire 4. Ο Frazer επιχειρεί μια κριτική ανάλυση στους κρατικούς θεσμούς και τα ιδρύματα που παρήγαγαν και ασκούσαν πολιτισμική πολιτική. Πάλι το παράδειγμα είναι οι Η.Π.Α. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι όλες οι ενέργειες και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν με όχημα τον πολιτισμό, τις συμπεριφορές και τα αντίστοιχα αγαθά, τα οποία με δύο λέξεις ονομάζει Soft Power (ήπια επιβολή), συχνά απέφεραν πιο ικανοποιητικά αποτελέσματα από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, στην εκστρατεία για την προώθηση και επιτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Για τον Frazer ενώ η οικονομική και στρατιωτική υπεροχή είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την διαφύλαξη των αμερικανικών «κεκτημένων», η πολιτισμική πολιτική σε επίπεδο τόσο λαϊκής, όσο και υψηλής κουλτούρας, αποτελεί λέξη-κλειδί στην αμερικάνικη εξωτερική πολιτική τόσο του 20ού όσο και του τρέχοντος αιώνα.
Στις παραπάνω προσεγγίσεις έρχεται να προστεθεί αυτή του Zbigniew Brzezinski, μέσα από το βιβλίο του The Grand Chessboard: American Primacy and its Geostrategic Imperatives5. Στην πραγματεία αυτή, ο Brzezinski προσπαθεί να εντοπίσει τις ομοιότητες και τις διαφορές της σύγχρονης αμερικανικής αυτοκρατορίας με αυτές των αρχαίων αλλά και νεότερων αυτοκρατοριών της Ασίας και της Ευρώπης6.
Την ίδια ώρα είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν κάποιοι φανεροί και ένθερμοι υποστηριχτές της ιμπεριαλιστικής πολιτισμική πολιτικής των Η.Π.Α, σε σύγκριση με τους παραπάνω θεωρητικούς που δεν παρέλειψαν αρκετές φορές να εκφραστούν σκεπτικιστικά απέναντι στο φαινόμενο7.  Ο David Rothkopf ειδικότερα, πρώην στέλεχος στην αμερικανική επιτροπή εμπορίου επί πρώτης προεδρίας Clinton, στο άρθρο του In Praise of Cultural Imperialism? στο περιοδικό Foreign Policy, αναφέρει:
Οι Η.Π.Α. δεν πρέπει να διστάζουν να προωθούν τις αξίες και τα ιδεώδη τους. Με τρόπο πολιτικό και όχι αλαζονικό, οι αμ ερικανοί οφείλουν να δεχτούν και εν συνε χεία να διαφημίζουν ότι, από όλα τα έθνη της παγκόσμιας ιστορίας, το δικό τους είναι το πιο μακρόθυμο, το πιο έτοιμο και το πιο πρόθυμο να εξελίχθει όλο και πιο πολύ… ένα έθνος πρότυπο για τα άλλα…8
Ενώ οι παραπάνω θέσεις, άλλες σε ελάσσονα και άλλες σε μείζονα βαθμό, αντιμετωπίζουν το φαινόμενο του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού ως μια «νομιμοποιημένη» και πιο «εξευγενισμένη» πολιτική πρακτική στο πεδίο του εξουσιαστικού ανταγωνισμού, παράλληλα με την τάση αυτή αναπτύσσεται και ο αντίλογος. O John Tomlinson, στο κλασικό του πλέον βιβλίο, με τίτλο Cultural Imperialism9  προσεγγίζει το φαινόμενο του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά στις διαδικασίες αλλαγής και μετασχηματισμού του ιμπεριαλισμού και των πρακτικών του ενώ το δεύτερο στην κριτική που ασκεί στην θεωρία αλλοτρίωσης των «υποκουλτούρων» από κυρίαρχες και εξουσιαστικές κουλτούρες10 . Πιο αναλυτικά ο Tomlinson προτιμά τον όρο Loss Culture αντί του Cultural Imperialism που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως αποπολιτισμικοποίηση. Το φαινόμενο του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού όπως και η θεωρητική συζήτηση γύρω από αυτό, στην πορεία των ετών αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύπλοκο και δύσκολο στην προσέγγιση. Στο παράδειγμα των Η.Π.Α., το μεν μας εξηγεί πως με μεγάλη επιτυχία μεταπολεμικά, μέσα από ένα συνδυασμό πολιτικών προώθησης και διπλωματικής στρατηγικής που περιλαμβάνει πολλά γνωστικά πεδία, μπόρεσαν και έπεισαν τις κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου, ότι ο αμερικανισμός υπήρξε συνώνυμο της προάσπισης όλων των δημοκρατικών αξιών και της δυτικής κουλτούρας εν γένει, το δε ότι κάθε προφητεία γύρω από την κατάρρευση της «αμερικανικής αυτοκρατορίας», μόνο με οικονομικά επιχειρήματα και σενάρια, χρήζει περισσότερης σκέψης. Σε ότι αφορά το παράδειγμα της αποαποικιοποίησης κατά την μεταπολεμική εποχή έρχεται να εξηγήσει τις νέες μορφές αποικιοποίησης με επίκεντρο μελέτης τον νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση, πολιτικές που εσωκλείουν φύσει μέσα τους, πρακτικές και θεωρίες μιας πιο «επιθετικής», πολιτισμικής πολιτικής11.
Το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, το ιστορικό παράδειγμα των Η.Π.Α. μας εξηγεί πως το νέο μοντέλο «αποικιοποίησης» εκφράστηκε μέσα από πολιτισμικές πολιτικές και στρατηγικές ειδικά στην περίπτωση της δυτικής Ευρώπης, όταν οι πρώην αποικιοκράτες άρχισαν να γίνονται «αποικιοκρατούμενοι».
Από τις αρχές του 1950 και έπειτα, τα προγράμματα ανταλλαγής και διακίνησης πληροφοριών και πολιτισμού των Η.Π.Α, πέρασαν αποκλειστικά στον έλεγχο κρατικών υπηρεσιών και συγκεκριμένα της κρατικής υπηρεσίας πληροφοριών (United States Information Agency – U.S.I.A.). Μέχρι τότε, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, σε περιοχές όπου ο αμερικάνικος στρατός είχε δυναμική ή πιο διακριτική παρουσία (Ιαπωνία, Γερμανία, Νότιο Κορέα, Αυστρία), οι στρατιωτικές αρχές ήταν αυτές που αποτελούσαν τον επίσημο αντιπρόσωπο και προωθητή των αμερικάνικων ιδεών. Οι αρχές αυτές, με την σειρά τους, ελέγχονταν και ενθαρρύνονταν από το γραφείο πολιτικών υποθέσεων (Civil Affairs Division) του Υπουργείου Πολέμου12. Από το 1950, οι ευθύνες του στρατού στο κομμάτι της προώθησης των αμερικανικών πολιτισμικών προϊόντων μοιράστηκαν σταδιακά στην δικαιοδοσία και άλλων κρατικών υπηρεσιών, όπως της C.I.A.
Ο ρόλος των Η.Π.Α και του επίσημου κράτους στον έλεγχο και την διακίνηση φιλανθρωπικής βοήθειας (ενώ μέχρι τότε διεξαγόταν από κοινωφελείς, ιδιωτικούς οργανισμούς) καθώς και η χρήση του μέτρου αυτού ως μέσο χάραξης εξωτερικής πολιτισμικής πολιτικής, είναι ένα σημείο που πρέπει να τονιστεί13. Κορύφωση των ενεργειών αυτών ήταν το σχέδιο Μάρσαλ, αλλά και το πρόγραμμα Τροφή για την Ειρήνη (Food For Peace Program). Η ελληνική περίπτωση, ως γνωστόν, εντάσσεται στη δράση και τη λειτουργία των ανωτέρω προγραμμάτων. Το σχέδιο Μάρσαλ ειδικότερα, φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να μετέτρεψε την Ευρώπη σε αγορά διακίνησης των αμερικάνικων βιομηχανικών αλλά και πολιτισμικών προϊόντων. Στα πλαίσια αυτά η ελευθερία γίνεται σταδιακά συνώνυμο της υλικής ευημερίας (Prosperity makes you Free) και ανάγεται σε «σλόγκαν» της αμερικάνικης πολιτισμικής πολιτικής στο εξωτερικό14.
Ως εκ τούτου η ηγεμονία των Η.Π.Α επί της δυτικής Ευρώπης, αν και ήταν μια «αυτοκρατορία κατόπιν προσκλήσεως» κάτι που ισχύει και για την περίπτωση της Ελλάδος15, σε καμία περίπτωση δεν είχε την ομόφωνη συγκατάθεση και αποδοχή σύσσωμης της διανόησης, του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας, σε όλα ανεξαιρέτως τα ευρωπαϊκά παραδείγματα συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού. Ήταν οι συντηρητικές και δεξιές παρατάξεις εκείνες που υποδέχτηκαν την συμμετοχή του αμερικανικού παράγοντα στα εθνικά τους θέματα και οποίες ταυτίστηκαν απόλυτα με την αντικομουνιστική ρητορεία. Η αμερικάνικη πολιτισμική πολιτική μεταπολεμικά φαίνεται να στηρίχτηκε και να αναπαρήγαγε τον φόβο του κουμουνιστικού κινδύνου για να διασφαλίσει τα συμφέροντα της στον ευρωπαϊκό χάρτη και στην ευρύτερη περιοχή. Η προώθηση των αμερικανικών προϊόντων και των αμερικανικών ιδεών προχώρησαν παράλληλα, σχεδόν συντροφικά16.
Άσχετα με το πώς η άσκηση εξωτερικής πολιτισμικής πολιτικής εκδηλώνεται, βασίστηκε σε έναν αγώνα πληροφόρησης και παραπληροφόρησης. Αν θα θέλαμε να μιλήσουμε ειδικότερα για την θερμή περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή τις δύο πρώτες δεκαετίες από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βλέπουμε ότι στο «ζενίθ» της αμερικανικής προπαγάνδας, η C.I.A. είναι αυτή που στηρίζει με κάθε μέσο και τρόπο τον αντικομουνιστικό αγώνα και ελέγχει σε μεγάλο βαθμό την πολιτισμική πολιτική των Η.Π.Α. στην Ευρώπη. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της διείσδυσης της αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στις σοσιαλδημοκρατικές  νεολαίες της Αυστρίας, της Σουηδίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας καθώς και άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στην περίπτωση του «Τύπου» έχουμε παραδείγματα διείσδυσης των μυστικών υπηρεσιών των Η.Π.Α. στις διοικήσεις ραδιοφωνικών σταθμών και στις αρχισυνταξίες περιοδικών όπως το Forum που λειτουργούσε ουσιαστικά ως κήρυκας της αμερικανικής προπαγάνδας και το οποίο  υποστηριζόταν από ένα ισχυρό κύκλο διανόησης όπως ήταν το Congress For Cultural Freedom (C.C.F.). Αντίστοιχο με το Forum, το οποίο όμως κυκλοφορούσε στην Βρετανία, ήταν το Encounter και αυτό με την σειρά του ελεγχόμενο από το Congress For Cultural Freedom και χρηματοδοτούμενο από μυστικά κονδύλια της C.I.A. Το Encounter με πολλούς αναγνώστες στο χώρο της φιλελεύθερης αλλά και της εργατικής παράταξης της Βρετανίας κυκλοφόρησε ως κήρυκας του «αντιολοκληρωτισμού» και υμνητής του αμερικανισμού και του αντικομμουνισμού. Άλλα έντυπα που συναντάμε την περίοδο εκείνη και έχουν την ίδια ακριβώς λειτουργία με τα προαναφερθέντα, ήταν το Cuadernos στην Ισπανία, Preuves στην Γαλλία, Tempo Presente στην Ιταλία, αλλά και το Partisan Review στις Η.Π.Α, συμπληρώνοντας έτσι έναν ευρύ κατάλογο περιοδικών και ένα πλούσιο δίκτυο έντυπης ενημέρωσης και χειραγώγησης  της κοινής γνώμης17.
Το 1940, ιδρύεται η ειδική υπηρεσία πολιτισμικών σχέσεων (Division of Cultural Relations) στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Τον επόμενο χρόνο το γραφείο Συντονισμού των Δια-αμερικανικών Υποθέσεων (Office of the Co-Ordinator of Inter-American Affairs, έπειτα μετονομασθέν σε Γραφείο Δια-αμερικανικών Υποθέσεων (Office of Inter-American Affairs, Ο.Ι.Α.Α.) ανέλαβε την διαχείριση της πολιτισμικής διπλωματίας στο δυτικό ημισφαίριο, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης18.
Νωρίτερα, κατά την διάρκεια του πολέμου, η αρμοδιότητα της λειτουργίας της αμερικανικής προπαγάνδας ανήκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού (Office of War Information. O.W.I.). Η τελευταία από το 1941 έως το 1945, για τις ανάγκες της λειτουργίας της, απασχολούσε 9.000 άτομα, τα μισά από αυτά στο εξωτερικό. Η O.W.I. σε συνεργασία με το Ο.Ι.Α.Α. κατά την διάρκεια του πολέμου ήλεγχαν ένα ευρύ δίκτυο διακίνησης και προώθησης πολιτισμικού υλικού και προπαγάνδας, που περιελάμβανε κινητές βιβλιοθήκες, έντυπο πολιτικό υλικό, εγκαταστάσεις και ραδιοφωνικούς σταθμούς (ειδικά ραδιοφωνικά προγράμματα πρωτοέκαναν τότε την εμφάνισή τους, όπως η Φωνή της Αμερικής). Σε αντίθεση με την OWI, το ΟΙΑΑ, διατηρήθηκε και μετά το τέλος του πολέμου.
Η αδιαμφισβήτητη αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας, η ανάδειξη του πολιτισμού ως δυναμικού και καίριου μέσου χάραξης πολιτικών σε συνδυασμό με τον ηγεμονικό ρόλο των Η.Π.Α μεταπολεμικά, οδήγησαν την χώρα και την ηγεσία της σε μια πιο οργανωμένη και σύνθετη αναδιοργάνωση του δικτύου προβολής της πολιτικής της στο εξωτερικό. Στην προσπάθεια προβολής του αμερικανικού τρόπου ζωής, η αμερικανική κυβέρνηση χρησιμοποίησε επιλεγμένο προσωπικό στην διαφήμιση και την προώθηση του αμερικανικού πολιτισμού στις κοινωνίες της δύσης. Σε ότι αφορά την διανόηση, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η λειτουργία του διεθνούς προγράμματος ανταλλαγής που ενθάρρυνε την διατλαντική κινητικότητα ακαδημαϊκών από και προς την Αμερική και την Ευρώπη. Η συμβολή του γερουσιαστή Fulbright στην προώθηση του σχεδίου αυτού, έδωσε το 1946 το όνομα του στην οργάνωση και την λειτουργία των προγραμμάτων ανταλλαγής ερευνητών και σπουδαστών μεταξύ Ευρώπης και Η.Π.Α και συνοδεύτηκε με την ίδρυση επιμέρους παραρτημάτων του ομώνυμου ιδρύματος στην ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου ο αμερικανικός λόγος «πάλευε» να είναι ισχυρός19. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος του αμερικανικού Κογκρέσου ήταν καθοριστικός για την οικονομική υποστήριξη της πολιτικής αυτής και των αντίστοιχων προγραμμάτων. Το 1948, το Κογκρέσο ενέκρινε το σχέδιο Smith-Mundt Act, στο οποίο θεσμοθέτησε ετήσια διάθεση οικονομικής υποστήριξης για την προώθηση του αμερικανικού πολιτισμού και την διακρατική επικοινωνία σπουδαστών και ερευνητών20. Η αρμόδια επιτροπή για την διαχείριση τέτοιων εκπαιδευτικών προγραμμάτων ανταλλαγής, παρέδωσε τον ουσιαστικό έλεγχο για την ομαλή λειτουργία τους στην αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών για τα εκπαιδευτικά προγράμματα ανταλλαγής (U.S Information and Educational Exchange Program, USIE) η οποία με την σειρά της οργάνωσε μια ειδική υπηρεσία διαχείρισης και ελέγχου όλου του μηχανισμού προπαγάνδας και των αντίστοιχων υποδομών σε όλο τον κόσμο, την USIS (United States, Information Service). Από το 1947 τον ουσιαστικό και κεντρικό υποστηρικτικό ρόλο όλης αυτής της προσπάθειας τον είχε η CIA21.Όλη αυτή η πολιτισμική εκστρατεία των Η. Π.Α. στην Ευρώπη, ουσιαστικά συνόδευσε μεταπολεμικά, την οικονομική στήριξη της Αμερικής στις καταπονημένες οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών. Η προπαγανδιστική εκστρατεία έπρεπε να προσαρμοστεί στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του κάθε ευρωπαϊκού παραδείγματος. Σε γενικές γραμμές τα μέσα προπαγάνδας κωδικοποιήθηκαν σε ειδησεογραφικά επίκαιρα, ντοκιμαντέρ, ραδιοφωνικές εκπομπές όπως αυτή της Φωνής της Αμερικής, καρτούν, αφίσες, φωτογραφικό υλικό, φυλλάδια, περιοδικά και βιβλία που παράγονταν από τις αρμόδιες υπηρεσίες στις Η.Π.Α και ταξίδευαν στις ευρωπαϊκές κινηματογραφικές αίθουσες, σε μόνιμους ή κινητούς εκθεσιακούς χώρους. Έτσι αμερικανικές βιβλιοθήκες ιδρύθηκαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως και αντίστοιχα ιδρύματα που προωθούσαν τις διακρατικές και διμερείς με τις Η.Π.Α. πολιτισμικές και οικονομικές σχέσεις, εφημερίδες και έντυπο υλικό προωθούσαν και ενθάρρυναν την ευρωαμερικανική συνεργασία ενώ σύλλογοι λειτούργησαν ως κυψέλες των κοινωνικών ομάδων προβάλλοντας κοινά πεδία  διαλόγου με αντίστοιχες στις Η.Π.Α. Στα πλαίσια αυτά, κομμάτι του εθνικού τύπου των ευρωπαϊκών κρατών αλλά και οι δημόσιοι φορείς χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς για την υλοποίηση του στοιχήματος της κυβέρνησης των Η.Π.Α, στον αιώνα της Αμερικής22.
Περαίνοντας, raison d’ être της αμερικανικής πολιτισμικής εκστρατείας στην Ευρώπη υπήρξε η ανάγκη των Η.Π.Α. να εδραιώσουν τον ρόλο τους και να διασφαλίσουν τα γεωστρατηγικά συμφέροντά τους στον δυτικό κόσμο, ενώ εντάσσεται στα ευρύτερα πλαίσια της χρήσης του πολιτισμού ως αποτελεσματικού εργαλείου για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Η επιτυχία της στρατηγικής αυτής, προαπαιτούσε μια ευρύτερη αποδοχή της Αμερικής από τις κοινωνίες στις οποίες απευθύνονταν. Οι ομάδες των διανοουμένων, των νέων, των γυναικών αποτέλεσαν τα σημαντικότερα target groups για την άσκηση της σύγχρονης μορφής αποικιοποίησης από απόσταση, με βασικό εργαλείο την κουλτούρα, και τη μετάβαση από την εποχή των παραδοσιακών αυτοκρατοριών στο «πείραμα» του κοσμοπολιτισμού.

* Ο Παύλος Μούλιος
είναι ιστορικός με ειδίκευση στη σύγχρονη ιστορία
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Herbert Schiller, Mass Communications and American Empire, A. M. Kelley, Νέα Υόρκη, 1969.
(2) Hebert Schiller,  Living in the Number One Country: Reflections from a critic of a American Empire, Seven Stories Press, Νέα Υόρκη, 2000.
(3)  Ό.π., σσ. 136-137.
(4) Mathew Frazer, Weapons of Mass Distraction: Soft Power and The American Empire, Key Porter Books,Τορόντο, 2003.
(5) Zbigniew Brzezinski, The Grand Chessboard: American Primacy and its Geostrategic Imperatives, Basic Books, Νέα Υόρκη, 1997.
(6) Ο.π, σ. 24.
(7) Bernd Hamm / Russell Charles Smandych, Cultural Imperialism: Essays on the political economy of Cultural Domination, Broadview Press, Καναδάς, 2005, σ. 8.
(8) David Rothkopf, In Praise of Cultural Imperialism?, Foreign Policy, vol. 107, 1997, σ. 48-49.
(9) John Tomlinson, Cultural Imperialism, Continuum, Λονδίνο, 1991.
(10) Bernd Hamm / Russell Charles Smandych, σσ. 8-9.
(11)  Ό.π., σ.3
(12) Reinhold Wagneleintner , Coca-colonization and the Cold War: The Cultural Mission of the United States in Austria After the Second World War,  The University of North Carolina Press, Η.Π.Α, 1991, σ.52.
(13) Lawrence J. Friedman, / Mark D. McGarvie,  Charity, Philanthropy and Civility in American History, Cambridge University Press, Η.Π.Α,. 2003, σσ. 259-384.
(14) Susan L. Carruthers, Not Like the US? Europeans and the Spread of American Culture, International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-), Vol. 74, No. 4 (Oct., 1998),σ. 885.
(15) Πολυμέρης Βόγλης, Νέες Μορφές Κυριαρχίας: Κρατική ανασυγκρότηση και αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα, 1942-1952, στο Ο Πειρασμός Της Αυτοκρατορίας, επιμ. Πολυμέρης Βόγλης, Ιωάννα Λαλιώτου, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Μεταίχμιο, 2005, Αθήνα, σ. 139.
(16) Susan L. Carruthers , σ. 886.
(17) Reinhold Wagneleintner, σ. 63.
(18) Ioannis D. Stefanidis, Telling America’s Story: Us Propaganda Operations and Greek Public Relations, Journal of The Hellenic Diaspora, Vol 30.1.2004, σ. 40.
(19) Ioannis D. Stefanidis, σ. 41. Leo Gross, The Fulbright Act in Operation, The American Journal of International Law, Vol. 44, No. 2 (Apr., 1950), σσ. 390-394. Isabel Avila Maurer, Τhe Fulbright Act in Operation, Far Eastern Survey, Vol. 18, No. 9 (May 4, 1949), σσ. 104-107.
(20) Congress and the Nation, 1945-1964: A Review of Government and Politics in the Postwar Years, Washington D.C: Congressional Quarterly Service, 1965,σ. 212.
(21) Donald W. White, The American Century: The Rise and Decline of the United States as a Word Power, Yale University Press, U.S.A, 1996,σσ. 236-237.
(22) Ioannis D. Stefanidis, σ. 42.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!