Οι πολυδιαφημισμένες ελευθερίες άσκησης οικονομικής πολιτικής στη μεταμνημονιακή εποχή, στις οποίες έχει επενδύσει σχεδόν όλα της τα χαρτιά η κυβέρνηση, δοκιμάζονται πριν καν θεμελιωθεί και τυπικά το δικαίωμα άσκησής τους. Τρία σήματα εκπέμφθηκαν περίπου ταυτόχρονα από τους επιτηρητές της μεταμνημονιακής Ελλάδας τις προηγούμενες μέρες.

Το ΔΝΤ για μισθούς και ΣΣΕ

Πρώτο το ΔΝΤ, του οποίου η έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους αναμένεται τις προσεχείς μέρες χωρίς να γνωρίζουμε τι εκπλήξεις επιφυλάσσει, έριξε μια προειδοποιητική βολή. Αν και είναι γνωστό ότι η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων (επεκτασιμότητα και αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης) έχει ήδη με κάποιο τρόπο νομοθετηθεί, το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την οικονομία της Ευρωζώνης ζητεί να μην αρθούν οι «μεταρρυθμίσεις» του 2012 και εντεύθεν γιατί θα πληγεί η ανταγωνιστικότητα. Συστήνει μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας πολύ πάνω από την αύξηση των μισθών, ώστε να πέσει κι άλλο το σχετικό κόστος εργασίας και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και επανέρχεται με τήρηση των «καλύτερων ευρωπαϊκών πρακτικών» στις ομαδικές απολύσεις, δηλαδή να αποφευχθεί οποιοσδήποτε μηχανισμός διαιτησίας ή διοικητικής έγκρισης.

Τα μηνύματα για τις συντάξεις

Ακολούθως, η γερμανική κυβέρνηση, σε απάντηση που είχε δώσει σε ερώτηση της Die Linke για τις περικοπές των συντάξεων στην Ελλάδα προ δυο εβδομάδων, αλλά πήρε δημοσιότητα προ ημερών, διακηρύσσει ως δεδομένη την περικοπή από 1/1/2019, όπως ακριβώς προβλέπουν τα κείμενα της 4ης αξιολόγησης που εγκρίθηκαν από το γερμανικό κοινοβούλιο. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται τυπική απάντηση, αλλά παίρνοντας υπόψη το «επεισόδιο» με το γερμανικό βέτο στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης, με το επιχείρημα (του Σολτς) ότι η παράταση του μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά απαιτεί αλλαγή του κειμένου που έχει εγκρίνει το γερμανικό κοινοβούλιο και νέα έγκριση, αντιλαμβανόμαστε ότι οποιαδήποτε «φιλοδοξία» αποφυγής της επαχθούς περικοπής περνάει μέσα από την Bundestag.

Το τρίτο σήμα ήρθε εκ των ενόντων και περιλαμβάνεται στην εγκύκλιο του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη προς τα υπουργεία, ενόψει της σύνταξης του προσχεδίου προϋπολογισμού, στην οποία καλείται το υπουργείο Εργασίας να υποβάλει τις δικές του εισηγήσεις για τον προϋπολογισμό με βάση την υποχρέωση για μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά 3,4 δισ., αλλά και της δαπάνης πρόνοιας κατά 0,4 δισ. Το επιχείρημα ότι πρόκειται απλώς για «υπηρεσιακού τύπου» κατεύθυνση που μεταφέρει τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου και δεν επηρεάζει τη δυνατότητα της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί με τους δανειστές – επιτηρητές υποκατάσταση της περικοπής των συντάξεων με άλλο μέτρο έχει μεν κάποια βάση, αλλά περιπλέκεται από τους αριθμούς: η μνημονιακή υποχρέωση είναι για περικοπή των συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,9 δισ. Μέχρι τα 3,4 δισ. που υποδεικνύει η εγκύκλιος είναι άλλο 1,3 δισ. Σε τι αντιστοιχεί και από πού θα προέλθει η πρόσθετη περικοπή; Πολύ περισσότερο που στη συμπιεσμένη συνταξιοδοτική δαπάνη του 2019 περιλαμβάνεται και η καταβολή όλων των εκκρεμών συντάξεων. Αυτά απαιτούν διευκρινίσεις.

H Μέρκελ χαρακτήρισε μεν σημαντική μέρα την 20η Αυγούστου της τυπικής λήξης του προγράμματος, αλλά συμπλήρωσε εμφατικά ότι «η συνέχεια της επίδρασης αυτών των προγραμμάτων δεν έχει τελειώσει με αυτήν την ημέρα». «Βλέπω περισσότερο μία απόδειξη εμπιστοσύνης ότι δίνουμε στην Ελλάδα για δεκαετίες επιπλέον χρόνο, προκειμένου να βγει από μία δύσκολη κατάσταση», είπε η καγκελάριος. Αλλά αυτή η «εμπιστοσύνη» είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάζεται κάθε φορά που οι επιτηρητές θα περνούν για έλεγχο

Οι έλεγχοι και οι εκθέσεις

Η πρόθεση της κυβέρνησης να αναδιαπραγματευτεί πολιτικά δυσβάστακτες μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, μετά και την τυπική έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο, είναι πραγματική. Ουσιαστικά, πρόκειται για στοιχειώδη επιλογή πολιτικής, και ιδιαίτερα εκλογικής, αυτοσυντήρησης ενόψει του ενδεχομένου των τριπλών εκλογών τον Μάιο του 2019, που φαίνεται να είναι η επικρατούσα επιλογή της ηγεσίας της κυβέρνησης. Κι αυτό, λαμβάνοντας υπόψη και τις ποικίλες παρενέργειες από αβέβαιες εξελίξεις στο θέμα της συμφωνίας με την ΠΓΔΜ ή από την κλιμάκωση απροσδόκητων εντάσεων, όπως αυτή με τη Ρωσία που σε μεγάλο βαθμό κινείται στο πεδίο του ανεξήγητου.

Θεωρητικά, λοιπόν, η κυβέρνηση έχει πράγματι τη δυνατότητα από τον Σεπτέμβριο κιόλας να αρχίσει να «ζυμώνει» με τους δανειστές την ιδέα αποφυγής της περικοπής των συντάξεων. Στην πραγματικότητα, βέβαια, μιλούμε μόνο για αναβολή του μέτρου, μιας και η μακροπρόθεσμη δέσμευση είναι η σταθερή μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ μέχρι να πιάσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Αν, λοιπόν, η κυβέρνηση βρει το μαγικό «ισοδύναμο» μέτρο που διατηρεί τη δέσμευση αυτή χωρίς να επηρεάζει αρνητικά το πρωτογενές πλεόνασμα, έχει την ελευθερία να το ανακοινώσει στους δανειστές. ‘Όμως, το πώς αυτοί θα το αξιολογήσουν περνά από την «τελετουργία» των τριμηνιαίων ελέγχων και των παράλληλων εκθέσεων που θα τις συνοδεύουν, όπως περιγράφονται στο πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας που ανακοίνωσε η Κομισιόν και πρώτη φορά εφαρμόζεται στην Ευρωζώνη.

Από τις τρεις παράλληλες εκθέσεις οι δύο, αυτή της Κομισιόν και αυτή του ΔΝΤ, θεωρητικά είναι οι πιο «ακίνδυνες» με την έννοια ότι ακόμη κι αν αξιολογούν αρνητικά μια κυβερνητική πρωτοβουλία, απλώς θα το επισημαίνουν στέλνοντας σήματα στις αγορές και άλλους ενδιαφερόμενους για τη μακροοικονομική προοπτική της Ελλάδας. Ωστόσο, μια ακόμη έκθεση θα αποστέλλεται στο EurogroupESM και θα αξιολογεί σε ποιο βαθμό τηρούνται οι μεταμνημονιακές δεσμεύσεις που είναι συνδεδεμένες με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Εκεί, η «ελευθερία κινήσεων» της κυβέρνησης, αυτής και οποιασδήποτε επόμενης μέχρι και το 2022, μπορεί να προσκρούσει σε οποιοδήποτε «εθνικό βέτο», πρωτίστως ένα γερμανικό, που μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους αν δεν τηρηθεί η «αιρεσιμότητα» με την οποία είναι συνδεδεμένο.

Η δύστροπη γερμανική «εμπιστοσύνη»

Εμμέσως πλην σαφώς σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, στις εκτενείς αναφορές της στην Ελλάδα, στη διάρκεια της καλοκαιρινής συνέντευξης τύπου. Αφού απάντησε με ένα «κατηγορηματικά όχι» σε ερώτηση αν υπήρξε συμφωνία της με τον Έλληνα πρωθυπουργό για τον μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά, υπενθύμισε ότι η μικρή αυτή αλλαγή στο τρίτο μνημόνιο θα περάσει την 1η Αυγούστου από την Επιτροπή Προϋπολογισμού της γερμανικής βουλής. Ως εκ τούτου η Μέρκελ χαρακτήρισε μεν σημαντική μέρα την 20η Αυγούστου της τυπικής λήξης του προγράμματος, αλλά συμπλήρωσε εμφατικά ότι «η συνέχεια της επίδρασης αυτών των προγραμμάτων δεν έχει τελειώσει με αυτήν την ημέρα». «Βλέπω περισσότερο μία απόδειξη εμπιστοσύνης ότι δίνουμε στην Ελλάδα για δεκαετίες επιπλέον χρόνο, προκειμένου να βγει από μία δύσκολη κατάσταση», είπε η καγκελάριος. Αλλά αυτή η «εμπιστοσύνη» είναι βέβαιο ότι θα δοκιμάζεται κάθε φορά που οι επιτηρητές θα περνούν για έλεγχο. Και, πολύ περισσότερο, κάθε φορά που οι ηγεμόνες της Ευρωζώνης αισθάνονται ότι κάποια ελληνική «αταξία» μπορεί να επιβαρύνει τις δυσκολίες του εκλογικού τους κύκλου, όπως οι εκλογές του Οκτωβρίου στη Βαυαρία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!