Οι ακραίες ρητορικές εξάρσεις του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και των συνεργατών του, η συνεχής στοχοποίηση της Αθήνας και της Λευκωσίας, συνδέονται με έτοιμα σενάρια που θα προωθηθούν προς υλοποίηση αναλόγως των συγκυριών και των εξελίξεων. Είναι προφανές από τις κινήσεις που γίνονται από τουρκικής πλευράς ότι η προσοχή της κατοχικής Τουρκίας είναι σε τρία μέτωπα, στα οποία συντηρεί την ένταση με απώτερο σκοπό να δράσει αναλόγως των συνθηκών και των δεδομένων: Στην κυπριακή ΑΟΖ, το Αιγαίο και νοτίως/ανατολικά της Κρήτης. Παράλληλα στέλνει μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση, κυρίως προς την Ελλάδα και την Κύπρο, για την αποφασιστικότητα του καθεστώτος της Άγκυρας, να επιβάλλει τους σχεδιασμούς του. Εξ ου και οι πρόσφατες επιθέσεις κατά κουρδικών στόχων στη Συρία και το Βόρειο Ιράκ. Πρόκειται για επιθέσεις που έγιναν μετά που ενημερώθηκαν οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι, που καθόλου δεν ενοχλήθηκαν ή αντέδρασαν αποτρεπτικά. Άλλωστε τόσο η Ουάσινγκτον όσο και η Μόσχα θεωρούν «χρήσιμη» την Άγκυρα, ενώ τους Κούρδους μία παράπλευρη απώλεια στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα.

Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, τους τουρκικούς σχεδιασμούς κατά της ελληνικής πλευράς σε Ελλάδα και Κύπρο, είναι προφανές πως η Άγκυρα δεν μπλοφάρει. Τα όσα ακούγονται, όπως «ο Ερντογάν ενισχύει την ένταση ενόψει εκλογών», «ο Τούρκος πρόεδρος κερδίζει εσωτερικά πόντους και ψήφους όσο επιτίθεται κατά της Ελλάδος και προβάλλοντας επιδιώξεις στην Κύπρο», ισχύουν σε κάποιο βαθμό. Αλλά δεν είναι αυτή η μεγάλη εικόνα. Η μεγάλη εικόνα είναι η προώθηση και εφαρμογή των επεκτατικών σχεδιασμών της κατοχικής δύναμης σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Η υλοποίηση των σχεδιασμών αυτών, όχι τώρα επί Ερντογάν αλλά έκπαλαι, αφορούσε την εδαφική συρρίκνωση του ελληνισμού. Κι αυτό γίνεται σταθερά και μεθοδικά. Ήδη η Τουρκία κατέχει εδάφη της Κύπρου και επιδιώκει να καταλάβει και περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Η κατοχική δύναμη, στα πλαίσια της τακτικής της, θέτει στόχους, γκριζάρει, διεκδικεί, επιχειρεί να επιβάλλει τετελεσμένα, που εντάσσονται σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική.

Διεύρυνση του casus belli

Σύμφωνα με την εφημερίδα Καθημερινή (20/11/2022, ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη Μανώλη Κωστίδη), έμπειροι διπλωμάτες αλλά και πολιτικοί αναλυτές αναφέρουν πως το casus belli της Άγκυρας, δηλαδή η απειλή πολέμου στην πιθανότητα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, αφορά μόνο το συγκεκριμένο ζήτημα. Όμως η δήλωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανοίγει το εύρος της απειλής και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιοδήποτε θέμα η Άγκυρα θεωρεί πως έχει το δικαίωμα να πραγματοποιήσει στρατιωτική επιχείρηση και εισβολή στην Ελλάδα. Για παράδειγμα αναφέρουν πως σε περίπτωση που η τουρκική κυβέρνηση θεωρήσει απειλή την περαιτέρω στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών, ή θελήσει να εμποδίσει την κατασκευή κάποιου έργου σε μια νησίδα του Αιγαίου όπου η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία, ή θεωρεί πως υποστηρίζονται τρομοκρατικές οργανώσεις από την Ελλάδα, όπως αναφέρουν πολλές φορές Τούρκοι αξιωματούχοι, τώρα πια ως πιθανή τουρκική απάντηση υπάρχει και το δόγμα “’θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ”».

Είναι προφανές πως το αφήγημα πως «θα έρθουμε ξαφνικά ένα βράδυ» εδραιώνεται ως πολιτική πρακτική από το καθεστώς της Άγκυρας. Μια προσέγγιση επιθετική. Εδραιώνεται και στη συνείδηση των πολιτών, που υποστηρίζουν την ιδεολογία της επιθετικότητας, την οποία υιοθετεί και προτάσσει η ηγεσία τους. Είναι ένα σύνθημα, που δεν έκανε την εμφάνισή του προεκλογικά αλλά χρησιμοποιείται από το ισλαμοφασιστικό καθεστώς της Άγκυρας για να εκπέμψει κατά καιρούς πολεμοχαρείς συμπεριφορές του. Και αποτελεί βασικό εργαλείο επιβολής σχεδιασμών διά της ισχύος.

Η διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής του Ελληνισμού έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, κατά της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας, αποτελεί μονόδρομο

Τι θα γίνει εφεξής;

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα πότε ο Ερντογάν τεντώνοντας το σχοινί θα το κόψει. Εάν το σχοινί κοπεί σε χρόνο που θα τον επιλέξει ή θα του «ξεφύγουν» οι ακραίες προκλήσεις και θα προκληθεί επεισόδιο. Είναι, όμως, σαφές –κι αυτό φαίνεται να ανησυχεί ακόμη και τους συνήθως υπνώττοντας διαχειριστές σε Αθήνα και Λευκωσία– ότι αυτό μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή. Ιδιαίτερα όταν η Ελλάδα θα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο (έχει εισέλθει ήδη), όπως και η Τουρκία, ενώ στην Κύπρο ενδέχεται να συμπέσει χρονικά μια κρίση, μόλις αναλάβει νέος πρόεδρος, νέα κυβέρνηση (1η Μαρτίου 2023).

Μέσα στο θέατρο του παραλόγου, με σκηνοθέτη, σεναριογράφο το καθεστώς της Άγκυρας, όλα είναι πιθανά. Οι διεθνείς εξελίξεις, η ευνοϊκή εν πολλοίς συγκυρία για την κατοχική Τουρκία που αξιοποίησε τον πόλεμο στην Ουκρανία, διαμορφώνουν ένα σκηνικό τρόμου για την ελληνική πλευρά. Η Άγκυρα επιχειρεί την ίδια ώρα να συνδυάσει την επιθετική τακτική των κανονιοφόρων με τη διπλωματία. Να στηρίξει, δηλαδή, πολιτικοδιπλωματικά την παράνομη εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ, τα τετελεσμένα που επιβάλλει επί εδάφους στο νησί, το γκριζάρισμα θαλάσσιων περιοχών της Ελλάδος. Παράλληλα, κανείς δεν πρέπει να υποβαθμίσει τις τουρκικές κινήσεις εντός Ελλάδος, προβάλλοντας μειονοτικό ζήτημα. Συντηρεί το θέμα αυτό και επενδύει στην αξιοποίησή του για να προωθήσει πολιτικές. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι τον περασμένο Ιούνιο, ο Ερντογάν αναφέρθηκε στην «καταπίεση της τουρκικής μειονότητας σε Θράκη, Κω και Ρόδο». Το έκανε και προ ημερών μιλώντας στην 38η Συνάντηση της Μόνιμης Επιτροπής Οικονομικής και Εμπορικής Συνεργασίας του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ερντογάν μίλησε για «άδικες και παράνομες πρακτικές που ασκούνται εδώ και χρόνια κατά της μουσουλμανικής “τουρκικής” μειονότητας στην Ελλάδα και συνεχίζονται κλιμακούμενες». Όσοι θεωρούν απλή προπαγάνδα τις αναφορές αυτές, μάλλον δεν παρακολουθούν διαχρονικά την τουρκική πολιτική. Και στην Κύπρο είχε αναπτύξει αυτό το αφήγημα, αναδεικνύοντας την ανάγκη να «προστατεύσει» τους Τουρκοκύπριους. Κι αυτό το έκανε με την εισβολή το καλοκαίρι του 1974 και έκτοτε κατέχει εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνεπώς, δεν πρέπει να υποβαθμίζονται τέτοιες αναφορές, ειδικά όταν συνδυάζονται και με κινήσεις, μεθοδεύσεις επί του εδάφους.

Όλα αυτά σαφώς και δεν σημαίνουν πως η Τουρκία θα προχωρά και η Ελλάδα και η Κύπρος θα προσαρμόζονται στις τουρκικές επιδιώξεις. Συνήθως η ελληνική πλευρά αντιμετωπίζει παθητικά τις τουρκικές ενέργειες. Τις αντιμετωπίζει με φόβο. Είναι πρόδηλο ότι συνιστά μονόδρομο η αντιμετώπιση της τουρκικής πολιτικής χωρίς υπερβολές και πανικό, αλλά με αποφασιστικότητα. Προφανώς και η Τουρκία δεν είναι ανίκητη. Εάν ίσχυε αυτό, η Τουρκία θα περνούσε προ πολλού από τη ρητορική στην πράξη. Την ίδια, όμως, ώρα λαμβάνει μηνύματα από την Αθήνα και τη Λευκωσία, που χαρακτηρίζονται από φοβικά σύνδρομα. Τούτο προφανώς το εισπράττει ως αδυναμία, για αυτό και κάνει σενάρια και θέτει στόχους.

Η διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής του Ελληνισμού έναντι της τουρκικής επιθετικότητας, κατά της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας, αποτελεί μονόδρομο. Είναι ο μόνος τρόπος να μην συρρικνωθεί περαιτέρω ο ελληνισμός, να μην εισέλθει σε περιπέτειες.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!