Πρώτο μέρος
Στα αμπάρια των πλοίων
Οι πολιτικοί πρόσφυγες άρχισαν να καταφθάνουν αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το 1974-5, και μέσα σε λίγα χρόνια είχαν μετεγκατασταθεί οι περισσότεροι στην Ελλάδα. Οι μεγαλύτεροι επέστρεφαν και οι νεότεροι έρχονταν για πρώτη φορά. Οι πρώην μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας είχαν διαφύγει από τις οροσειρές του Γράμμου και μετά από μια πρόσκαιρη παραμονή στην Αλβανία, στριμωγμένοι περίπου για δυο βδομάδες στα αμπάρια των πλοίων -Καρολίνα, Κοτσιούσκο, Μπιάλιστοκ-, μεταφέρθηκαν κρυφά από το Δυρράχιο -μη γνωρίζοντας πού πάνε- στα λιμάνια της Βαλτικής Θάλασσας, στην Πολωνία, στο Στετίνο και το Πολίτσε. Είχαν αφήσει πίσω τους χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους, ενώ πήραν μαζί τους πολλούς τραυματίες συντρόφους, μεταξύ των οποίων ήταν πολλοί ακρωτηριασμένοι από όλμους και βόμβες που έριχναν τα αεροπλάνα με τα οποία οι αγγλοαμερικάνοι εξόπλιζαν τον εθνικό στρατό, ένα συνοθύλευμα από επιστρατευμένους, συνεργάτες των ναζί και παρακρατικές συμμορίες. Αρκετοί δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Άφησαν την τελευταία τους πνοή στα πλοία τσακισμένοι από τις αναθυμιάσεις και τη σκόνη από το κάρβουνο που μετέφεραν τα φορτηγά πλοία, το στριμωξίδι, τις κακές συνθήκες υγιεινής και τα τραύματά τους. Όταν σφύριζε η σειρήνα του πλοίου, ήξεραν όλοι ότι εκείνη την ώρα οι ναύτες έριχναν κάποιο πτώμα στη θάλασσα.
Στην Πολωνία έφτασαν και κάποιοι μαχητές που διέφυγαν μέσω Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας.
Πάνω στις βαλίτσες
Οι νεότεροι είναι τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων. Σχεδόν όλοι γεννήθηκαν στην Πολωνία, από το 1950 και μετά, όταν στο νέο τόπο άρχισαν να δημιουργούνται οικογένειες και να στήνονται σπιτικά. Μεγάλωσαν με τη σκέψη των γονιών τους στραμμένη στην Ελλάδα. Κανένας τους δεν πίστευε ότι η παραμονή τους στην Πολωνία θα ήταν μακρόχρονη ή μόνιμη. Κρατούσαν τις βαλίτσες πίσω από την πόρτα και με κάθε αφορμή και σε κάθε γιορτή, η συνηθισμένη ευχή ήταν «και του χρόνου στην πατρίδα».
Η ζωή στην Πολωνία ήταν καλή. Το σοσιαλιστικό καθεστώς δεν ήταν τόσο περιοριστικό όσο σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ και η φιλοξενία για τους κυνηγημένους Έλληνες ήταν υποδειγματική, παρ’ όλο που η Πολωνία ήταν γεμάτη ερείπια και θρηνούσε έξι εκατομμύρια νεκρούς. Περισσότεροι από 1.700 ανάπηροι πρόσφυγες νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο 250, στο νησί Βόλιν. Απέκτησαν τεχνητά μέλη, πήραν επίδομα αναπηρίας και, στη συνέχεια, στους τόπους μόνιμης εγκατάστασης, είχαν την ευκαιρία να αυξήσουν το εισόδημά τους απασχολούμενοι σε εργασίες κατάλληλες για άτομα με αναπηρίες. Σπίτι, δουλειά, περίθαλψη, σχολείο, αναψυχή ήταν διασφαλισμένα για όλους. Καμία διάκριση σε σχέση με τους Πολωνούς, ούτε στα εύκολα ούτε στα δύσκολα.
Τα παιδιά που ήταν ορφανά ή οι γονείς τους είχαν μείνει στην Ελλάδα ή δεν είχαν εντοπιστεί έχοντας σε πολλές περιπτώσεις διοχετευτεί σε άλλες χώρες, από τη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία ώς το Ουζμπεκιστάν, ταχτοποιήθηκαν στην παιδούπολη. Οι αρτιμελείς διαμοιράστηκαν εξ αρχής σε διάφορες πόλεις και χωριά, με σημαντικές συγκεντρώσεις στην πόλη Ζγκορζέλετς και στο χωριό Κροστσένκο, όπου τους ακολουθούσαν οι τραυματίες που αποθεραπεύονταν.
Παντού, οι πρόσφυγες έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Με αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση δημιούργησαν συνεταιρισμούς, μιας και στην πλειοψηφία τους ήταν αγρότες, έχτισαν σπίτια και κοινόχρηστους χώρους και φρόντισαν με ζήλο την επιμόρφωση των παιδιών τους.
Αυτή η ιστορία των προσφύγων είναι ελάχιστα γνωστή. Γιατί, για τους νικητές, ήταν κομμουνιστοσυμμορίτες και κάθε αναφορά σ’ αυτούς με άλλο πρόσημο ήταν απαγορευμένη για πάρα πολλά χρόνια. Όταν άνοιξε ο δρόμος για την Ελλάδα, αρκετοί είχαν πεθάνει, πολλοί ήταν ηλικιωμένοι, μερικοί δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα γιατί είχαν δηλωθεί ως σλαβομακεδόνες και μια μερίδα επέλεξε να παραμείνει στην Πολωνία. Επειδή δε το ενδιαφέρον της κοινωνίας, στη μεταπολίτευση, ήταν εστιασμένο στην αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το καινούριο αίσθημα ελευθερίας, το δυναμικό φοιτητικό κίνημα, το κυπριακό, τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ κ.λπ., η παλιννόστηση των πολιτικών προσφύγων με τα παιδιά τους πέρασε μάλλον απαρατήρητη.
Με αυτά τα δεδομένα, αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς, εντάσσονταν στους Έλληνες της Διασποράς με τους οποίους καταπιανόμουν ήδη.
Το έναυσμα
Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας λειτουργούσε (μέχρι πρότινος) μία πολύ καλή ταβέρνα με πολωνέζικη κουζίνα, το Δίπορτο, με ιδιοκτήτη τον Βαγγέλη Ρουσιώτη, γνωστό ως Βόιτεκ, πολωνιστί. Οικογενειακή επιχείρηση και τόπος συνάντησης όχι τόσο Πολωνών όσο Ελλήνων εκ Πολωνίας. Εκεί, τρώγοντας ζυμαρικά και κρεατικά με ασυνήθιστες σάλτσες και πίνοντας σφηνάκια βότκας Ζουμπρούφκα, σχεδιάσαμε το ταξίδι μας στην Πολωνία, με τον Βαγγέλη και τον Κώστα Αρβανιτάκη, σκηνοθέτη και οπερατέρ.
Στον πρώτο σταθμό, η παλιά Βαρσοβία με εντυπωσίασε γιατί είχε χτιστεί ξανά όπως ήταν πριν τους ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αλλά δεν είχε ελληνική κοινότητα. Είχε όμως, και έχει, έδρα ελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο, χάρη στην παιδεία σπουδαίων δασκάλων όπως η Μαλγκολζάτα Μπορόβσκα που την παρακολούθησα να διδάσκει, ελλείψει κατάλληλων εγχειριδίων από την Ελλάδα, με φωτοτυπίες από βιβλία γλώσσας, λογοτεχνίας, ιστορίας, περιοδικά και κόμικς!
Η μαζική παλιννόστηση, από το 1974 και ιδίως στη δεκαετία του ’80, είχε διασκορπίσει τον συμπαγή Ελληνισμό. «Καταχαθήκαμε!» όπως μου είπε πικραμένα ένας από τους συνομιλητές μου. Εντούτοις, υπήρχαν αρκετοί Έλληνες για να μας αφηγηθούν επί τόπου τις εμπειρίες της προσφυγιάς. Παλιοί αντάρτες και νέοι, υπάλληλοι, εργάτες, επιχειρηματίες, εκπαιδευτικοί και καλλιτέχνες. Ανθρώπους μετανοιωμένους δεν συναντήσαμε· ανθρώπους απογοητευμένους από την τροπή των πραγμάτων πολλούς, παρ’ όλο που είχαν μεσολαβήσει τόσα πολλά χρόνια σχετικά καλής ζωής. Οι πιο μεγάλοι που έμειναν για να πεθάνουν στην Πολωνία, δεν είχαν ούτε συγγενείς ούτε περιουσία στην Ελλάδα για να επιστρέψουν. Γι’ αυτούς, η εκπλήρωση της ευχής «και του χρόνου στην πατρίδα» άργησε πολύ. Συναντήσαμε όμως, και άλλους που ήθελαν πολύ να γυρίσουν στα χωριά τους, στη Μακεδονία, αλλά το ελληνικό κράτος τούς απαγόρευε την είσοδο, γιατί είχαν καταγραφεί από τα χρόνια του εμφυλίου, τότε που οι κομμουνιστές φαντάζονταν μια ομοσπονδία σοσιαλιστικών βαλκανικών χωρών χωρίς σύνορα και εθνικές διακρίσεις, ως σλαβομακεδόνες. Για τις ελληνικές κυβερνήσεις, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι σλαβόφωνοι πρώην μαχητές, κάτοικοι των χωριών της Δυτικής Μακεδονίας, συνέχισαν να χαρακτηρίζονται ως εχθροί της Ελλάδας όχι πλέον εξ αιτίας της συμμετοχής τους στο Δημοκρατικό Στρατό, αλλά της ταυτότητάς τους ως Μακεδόνων του βορρά. Έτσι, και επί δημοκρατίας, αποκλείστηκαν δια βίου από τη γενέτειρά τους και τους συγγενείς τους. Στους συλλόγους των Ελλήνων, που τώρα μαζεύονται για να παίξουν σκάκι και τάβλι, μας μίλησαν κι αυτοί που έλιωναν στην ξενιτιά με τον καημό ότι δεν θα ξαναδούν τον τόπο τους και δεν θα πεθάνουν στην πατρίδα τους. Η αδικία ήταν πολύ μεγάλη, για μερικές εκατοντάδες αγωνιστές. Και γινόταν μεγαλύτερη με τη συνενοχή των πολιτικών δυνάμεων, που παράβλεπαν το πρόβλημα, οι μεν κάνοντας αντίποινα στους σλαβομακεδόνες της ΠΓΔΜ και οι δε φοβούμενοι το πολιτικό κόστος.
Στο Βρότσλαβ
Στο Βρότσλαβ, με καταγωγή του πατέρα του από τη Νέα Ζωή της Έδεσσας, ο ζωγράφος Μιχάλης Χρυσουλίδης, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της πόλης, μου μίλησε στο εργαστήρι του, ανάμεσα σε εξαίρετα έργα, για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε άνθρωπος με δύο ταυτότητες. Πολωνός, Έλληνας, ένα απροσδιόριστο μίγμα ή τίποτα από τα δύο; Και ο Χρήστος Μάντζιος, διακεκριμμένος γλύπτης, αναφέρθηκε στο πολιτικά παράδοξο, να προέρχεται κανείς από γονείς κομμουνιστές και ο ίδιος να παλεύει κόντρα στο καθεστώς που τους φιλοξενεί ως ομοϊδεάτες. Ο Μάντζιος, στα φοιτητικά του χρόνια, το ’80-’81, ήταν πρόεδρος μιας ένωσης φοιτητών στη Σχολή Καλών Τεχνών που αγωνίζονταν για τον εκδημοκρατισμό της Πολωνίας και φυλακίστηκε για μισό χρόνο για την πολιτική του δράση. Στο σχόλιο μου ότι αυτή η επιλογή του ήταν κόντρα στους αγώνες και τις ιδέες των γονιών του, μου απάντησε ότι «αυτό που είχαμε στην Πολωνία δεν ήταν κομμουνισμός».
«Δεν πρέπει ποτέ να δέχεσαι κάτι a priori και να το πιστεύεις χωρίς μια κριτική ματιά», μου είπε ο Ηλίας Βράζας, σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, κάτω από κορνιζαρισμένες φωτογραφίες ανταρτών του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, λίγο πριν κοιμηθούμε το βράδυ στρωματσάδα. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, στον τομέα «Επιστήμη του Πολιτισμού», με διδακτορικό στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία, ήταν και είναι ένας από τους ακτιβιστές του κινήματος των απογόνων των πολιτικών προσφύγων. Διδάσκει, γράφει και… τραγουδάει! «Ανάμεσα στους καθηγητές του πανεπιστημίου είμαι ο καλύτερος τραγουδιστής», λέει μειδιώντας, «και ανάμεσα στους τραγουδιστές είμαι ο καλύτερος καθηγητής»!
Στην Κρακοβία
Στην Κρακοβία, ο παλαίμαχος Στάθης Τοπάλης με την Πολωνέζα σύζυγό του, δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Δεν του έφτανε η σύνταξή του, περιουσία δεν είχε και ήταν πολύ μεγάλος για να ξαναπιάσει δουλειά στην Ελλάδα. Τουλάχιστον, ζούσαν μία καθ’ όλα αξιοπρεπή ζωή στο περιποιημένο διαμέρισμά τους. Αλλά ούτε και η Νίκη, αδελφή του Βαγγέλη, που ήταν νέα μπορούσε να γυρίσει. Με σύζυγο Πολωνό και δύο κόρες, την Ηλέκτρα και την Αρετή, δεν ήταν σίγουρη ότι θα έβρισκε καλύτερη δουλειά στην Αθήνα που ζουν οι δικοί της. Η εμπειρία τους δεν ήταν πολύ ενθαρρυντική. Φιλοξενηθήκαμε και οι τρεις, Στέλιος, Κώστας, Βαγγέλης, στο διαμέρισμά τους, ένα απ’ αυτά τα συμπαθητικά διαμερίσματα των πολυκατοικιών που χτίστηκαν μετά τον πόλεμο για να έχουν σπίτι όλοι και δυσφημίστηκαν πάρα πολύ στη Δύση, όταν οι προπαγανδιστές και οι άσχετοι τα σύγκριναν με τα διαμερίσματα των πλουσίων στο Κολωνάκι, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη και όχι με τα παρεμφερή διαμερίσματα της Κυψέλης, τα οποία δεν διέθεταν, ούτε διαθέτουν, δωρεάν θέρμανση και ζεστό νερό όλο το εικοσιτετράωρο, ρεύμα και γκάζι με πολύ χαμηλό τίμημα και ένα πάρκο τριγύρω γεμάτο μεγάλα δέντρα, πολλά από τα οποία φυτεύτηκαν από τους Έλληνες όταν πρωτοεγκαταστάθηκαν εκεί. Ο Βαγγέλης, που ζούσε στην Κρακοβία από το 1957, αφότου μετακόμισαν οικογενειακώς από το Κροστσένκο, μας γνώρισε διάφορους φίλους του Πολωνούς, όπως την οικογένεια της Ρόμα, μιας όμορφης δασκάλας, που μας τραγούδησε παίζοντας στο πιάνο πολλά ελληνικά τραγούδια τα οποία έμαθε συμμετέχοντας στα ελληνικά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70, τότε που έπαιζαν από συρτάκι μέχρι Μπιτλς, σε νεανικά πάρτι και σε γιορτές των συλλόγων, με φόντο την Ακρόπολη ή την προσωπογραφία του Άρη Βελουχιώτη!
Από τους Έλληνες, ο Κώστας Χαραλαμπόπουλος και η Άννα, πήγαν πολύ καλά οικονομικά, αλλά δεν έπαψαν στις παρέες τους να τραγουδούν «Στο περιγιάλι το κρυφό».
Στο Ζγκορζέλετς
Στο Ζγκορζέλετς, η πιο εμφανής ελληνική εκδήλωση ήταν το Πανπολωνικό Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού, με οργανωτή τον δημοτικό σύμβουλο Νίκο Ρουσκέτο, που γίνεται κάθε χρόνο με συμμετοχή Ελλήνων και Πολωνών, μουσικών, τραγουδιστών και συγκροτημάτων, που παίζουν και τραγουδούν ελληνικά τραγούδια τα οποία ανέκαθεν ήταν πολύ δημοφιλή στην Πολωνία. «Με τα τραγούδια του Θεοδωράκη νιώθαμε περήφανοι που είμαστε Έλληνες και με τα τραγούδια του Χατζή ρίχναμε τις Πολωνέζες», μου έλεγαν προσφάτως φίλοι μου σε μια παρέα. Το γήπεδο μπάσκετ ήταν κατάμεστο από κόσμο και πολλοί σιγοτραγουδούσαν δείχνοντας ότι ήξεραν τα τραγούδια του Ξαρχάκου ή του Βαμβακάρη που παρουσίαζαν οι καλλιτέχνες. Εκείνες τις μέρες, οι τοπικές αρχές, με μία ωραία τελετή, με το δήμαρχο και τη φιλαρμονική του δήμου, παρόντος του Έλληνα πρέσβη στη Βαρσοβία, αποκάλυψαν μια εντοιχισμένη επιγραφή στο κέντρο της πόλης που αναφέρεται τιμητικά στο ρόλο των 14.500 Ελλήνων που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του Ζγκορζέλετς, από το 1949. Παράλληλα, οργάνωσαν ρεσιτάλ πιάνου του δεξιοτέχνη Άρη Χατζηνικολάου και έκθεση ζωγραφικής με έργα του ντόπιου Έλληνα καλλιτέχνη Τάκη Μακαντάση εμπνευσμένα από την Ελλάδα.
Η πόλη πρωτοκατοικήθηκε το 1949 από Έλληνες. Οι Γερμανοί κάτοικοί της είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν το κομμάτι της πόλης που ήταν στην πολωνική μεριά, παραμένοντας μόνο στο άλλο κομμάτι της, στη γερμανική πλευρά, στο Γκέρλιτς. Εκεί, έμαθα πολλά, από μία Ελληνίδα που είχε εστιατόριο στο Γκέρλιτς, για την ιστορία του υπό μοναρχική διοίκηση ελληνικού τάγματος, επτά χιλιάδων αξιωματικών και στρατιωτών που μεταφέρθηκαν από την Καβάλα στο Γκέρλιτς, με τη βοήθεια των Γερμανών, το 1916, για να αποφύγουν τη βενιζελική επικράτηση. Άλλο ένα φοβερό δράμα, συνέπεια του εθνικού διχασμού, που πέρασε στα ψιλά της ιστορίας.
Στο Ζγκορζέλετς, επισκέφτηκα τα κτήρια του Σχολείου αριθμός 3 από το οποίο πέρασαν τρεις χιλιάδες Ελληνόπουλα και του εργοστασίου στο οποίο 500 ανάπηροι κατασκεύαζαν σχολικές τσάντες και πληρώνονταν καλά χάρη στην υψηλή παραγωγικότητά τους, προκαλώντας την γκρίνια των Πολωνών εργαζομένων που ήταν πιο χαλαροί σε σχέση με τους Έλληνες που πίστευαν με πάθος ότι εκτός από το μεροκάματο συνέβαλαν και στην ταχύτερη οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Σήμερα, οι Έλληνες μετριούνται σε μερικές δεκάδες, που αυξάνονται συνυπολογίζοντας συζύγους και παιδιά από μικτούς γάμους. Απ’ αυτούς που έμειναν, μερικοί μπόρεσαν να προσαρμοστούν ταχύτερα στο καπιταλιστικό σύστημα και ευημερούν, ασχολούμενοι με το εμπόριο, τα τρόφιμα και τις οικοδομές, όπως ο Σταύρος Ταχουρίδης που ζει σε ένα ωραίο κτήμα, στα περίχωρα της πόλης, και κουβάλησε από την Ελλάδα όλα τα μάρμαρα με τα οποία, όπως μου είπε, έστρωσε το πάτωμα του σπιτιού, για να πατάει Ελλάδα, κάθε μέρα. Ελλάδα αισθάνεσαι και στο νεκροταφείο της πόλης, όπου οι δεκάδες τάφοι των Ελλήνων αποτελούν ένα ξεχωριστό τμήμα με μεγάλα εγχάρακτα ονόματα: Ανδρέου, Βενέτης, Παλαντζίδης, Παπαδόπουλος, Ζαφειρίου…
Ταξιδεύαμε με το τρένο, για οικονομία, ξεκούραση, περισυλλογή και προετοιμασία. Από το βορρά στο νότο και από τη δύση στην ανατολή, χαζεύοντας τους διάσπαρτους οικισμούς και τη φύση σ’ αυτή τη μεγάλη χώρα των 40 εκατομμυρίων ανθρώπων που έδωσαν καταφύγιο στους κυνηγημένους Έλληνες του εμφυλίου πολέμου.
Στο Κροστσένκο
Στο Κροστσένκο, η κατάσταση ήταν πιο μαγική. Ένα πανέμορφο χωριό, καταπράσινο, με χαμηλούς λόφους και ένα ελικοειδές ποτάμι, που φιλοξένησε διόμιση χιλιάδες Έλληνες σε ξύλινα αγροτικά σπίτια. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της χώρας, δύο χιλιόμετρα από τα σύνορα, εγκαταλειμμένο από τους Ουκρανούς κατοίκους του, επίσης λόγω των ανακατατάξεων που προκάλεσε ο πόλεμος. Όπως μου εξομολογήθηκε ο Γιώργος Ταρσούδης, ένας από τους λίγους Έλληνες που ακόμα ζούσε στο χωριό με τη γυναίκα του, συνταξιούχοι που έβοσκαν τα πρόβατά τους στο πλούσιο γρασίδι της περιοχής, τα μέλη της επιτροπής που είχε συσταθεί για να επιλέξει τον τόπο εγκατάστασης των προσφύγων, είχαν εντυπωσιαστεί -καλοκαίρι καιρό- από την ομορφιά του χωριού που θύμιζε Ελλάδα, μην μπορώντας να φανταστούν πόσο βαρύς είναι ο χειμώνας, με παχύ χιόνι και βορινούς ανέμους από την ουκρανική στέπα!
Οι Έλληνες έφτιαξαν συνεταιρισμό, πήραν άλογα, γελάδες και γουρούνια, και ανέπτυξαν το χωριό. Στην είσοδό του, δεσπόζει το μεγάλο κτήριο του σχολείου, όπου έμαθαν γράμματα εκατοντάδες παιδιά. Εκεί που λειτουργούσε κατασκήνωση το καλοκαίρι και φιλοξενούσε Ελληνόπουλα από πολλές πόλεις και χωριά.
Στον κεντρικό δρόμο, βρήκαμε ανοιχτό το «Σπίτι της νεολαίας», καθαρό, αλλά άδειο από ανθρώπους. Με πολλά ελληνικά βιβλία εξαιρετικά ταξινομημένα στη βιβλιοθήκη του και ένα θεατράκι με καθίσματα και φαρδιά σκηνή που κάποτε έτριζε από τα βήματα των παιδιών που γιόρταζαν τις εθνικές επετείους, χόρευαν συρτούς και καλαματιανούς, τραγουδούσαν το «Χωριό μου αγαπημένο», διάβαζαν ποιήματα του Παλαμά, του Σεφέρη και του Ρίτσου ή απήγγειλαν το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» λέγοντας «να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάματα, του λαού τα πράματα». Μπροστά στην είσοδό του, έστεκε ραγισμένη η ψηλή μαρμάρινη στήλη με την ανάγλυφη προτομή του Νίκου Μπελογιάννη και τη φθαρμένη επιγραφή:
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΤΟ 1915 ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΤΟ 1952 ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ (γραμμένα και στα πολωνικά)
Ίδια εικόνα και στο αποκλειστικά ελληνικό νεκροταφείο, λίγο έξω από το χωριό, μέσα στα δέντρα. Τάφοι χορταριασμένοι, με επιτύμβιες πλάκες που αντί για σταυρούς είχαν χαραγμένα σφυροδρέπανα και αστέρια. Η Βαγγελίτσα Μπαντή, κόρη της προέδρου της κοινότητας, μόνιμη κάτοικος Πολωνίας παντρεμένη με τον ελληνόφωνο Γιάτσεκ, ιδιοκτήτες σούπερμάρκετ, και ο Βαγγέλης, είχαν φροντίσει να έχουν μια τσάντα γεμάτη με μικρά καντηλάκια που τα άναβαν και τα τοποθετούσαν πάνω στους τάφους κάνοντας τρυφερά σχόλια για τα προσφιλή τους πρόσωπα, συγγενείς, φίλους και δασκάλους, όπως ο «παππούς» Οδυσσέας Οικονόμου (1901-1971). Μείναμε πολύ ώρα στο νεκροταφείο, μνημονεύοντας τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν για την πατρίδα και τη δικαιοσύνη, για να ταφούν τελικά σε μια άλλη γη, πολύ μακριά από τα βουνά της Πίνδου. Αλμπάνης, Αραμπατζής, Μολόχας, Κατσίμπας… Ούτε μπορούσαμε να φανταστούμε τότε ότι ακόμα και νεκροί δεν γλιτώνουν από τους ζωντανούς. Γιατί, λίγο καιρό αργότερα, πληροφορηθήκαμε ότι οι μαστόροι ενός συνεργείου που πήρε παραγγελία από την ελληνική πρεσβεία της Βαρσοβίας, μετά την προβολή της ταινίας μας από την ΕΡΤ και κατόπιν αιτήματος της ΓΓΑΕ, να περιφράξει και να περιποιηθεί το νεκροταφείο, βεβήλωσαν τους τάφους και τη μνήμη των νεκρών αφαιρώντας από τους τάφους τα αστέρια και τα σφυροδρέπανα!
Βέβαια, στις ελληνικές κοινότητες, η ομόνοια δεν έμεινε ανέπαφη. Το 1956, με την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από γραμματέα του ΚΚΕ, η ενότητα των πολιτικών προσφύγων διερράγη. Στο Κροστσένκο, οι αντιπαραθέσεις ανάγκασαν πολλούς «Ζαχαριαδικούς» να μετεγκατασταθούν σε παραδιπλανό χωριό! Μάλιστα, μου είπαν, ότι προσπαθώντας, οι «Κολιγιαννικοί», να τους απομονώσουν πλήρως, δεν επέτρεπαν ούτε να θάψουν τους νεκρούς τους στο νεκροταφείο του χωριού! Τα ίδια έγιναν και με τη διάσπαση του 1968, πολλαπλασιάζοντας και βαθαίνοντας τις αντιθέσεις μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα με τρόπους πολύ απαξιωτικούς.
Πάντως, φεύγοντας από το Κροστσένκο, τη Νέα Ζωή των πολιτικών προσφύγων, μας ακολουθούσαν τα τελευταία λόγια του εβδομηντάχρονου Ταρσούδη. «Δεν λυπούμαι καθόλου γιατί τρία χρόνια πείνασα, υπόφερα, είδα το θάνατο μπροστά μου, παιδιά να σκοτώνονται… Χάσαμε, αλλά σ’ αυτό που μπλέχτηκα ήτανε σωστό.»
(συνέχεια στο επόμενο:
Επιστροφή στην πατρίδα)