Αναμφίβολα το πρώτο πράγμα που είχαν ανάγκη οι πρόσφυγες που κατέφταναν στο ελληνικό κράτος από την Πόλη, τη Σμύρνη, την Τραπεζούντα, τη Φιλιππούπολη και τον ευρύτερο χώρο της Ανατολής, της Μαύρης Θάλασσας και των Βαλκανίων, ήταν να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαΐ κάτω από μία στέγη. Κι από κοντά τα άλλα πολύ βασικά: ασφάλεια και υγιεινές συνθήκες διαβίωσης, σχολεία για τα παιδιά και δουλειά για τους μεγάλους. Τα εμπόδια ήταν πάρα πολλά. Κι ένα από τα σοβαρότερα ήταν αυτό της γλώσσας∙ για την ακρίβεια, των γλωσσών που μιλούσαν οι πρόσφυγες και των γλωσσών που μιλούσαν οι γηγενείς. Σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούσαν καν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Τόσο στον μικρό ελλαδικό χώρο όσο και στον ευρύτερα ελληνιστικό, ανθούσαν πολλές γλώσσες, διάλεκτοι και ιδιώματα, που λειτουργούσαν θαυμάσια στις κατά τόπους παροικίες, αλλά έγιναν προβληματικές με το που συναντήθηκαν άτακτα, απότομα και ανώμαλα οι φορείς τους. Άλλοι μιλούσαν στη δημοτική, άλλοι στην καθαρεύουσα, άλλοι μιλούσαν βλάχικα, κρητικά, ποντιακά ή σεφαραδίτικα κι άλλοι μιλούσαν τούρκικα, ρώσικα, αρμένικα, σλάβικα ή αρβανίτικα. Ακόμα και πρόσφυγες που προέρχονταν από την ίδια περιφέρεια, όπως για παράδειγμα οι Καππαδόκες, μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους ανάλογα από ποιο χωριό κατάγονταν.
Στην πατρίδα του πατέρα μου, τη Σινασό, αλλά και στην Ανακού, την Αξού κι αλλού είχαν διαφορετικά ιδιώματα. Όταν οι Φαρασιώτες έλεγαν «παίρω το τραγώδι» (αρχίζω να τραγουδώ) και «κάφτω τραγώδι» (φτιάνω τραγούδι) και οι πρόσφυγες από το Ούλαγατς έλεγαν «ντο ψυή τ’ έβγε» (η ψυχή του βγήκε) και «εχ’ άνομος» (έχει άνεμο) -κι αυτές οι φράσεις δεν ήταν οι πιο δυσνόητες- καταλαβαίνει κανείς πόσο δύσκολη ήταν η συνεννόηση με τους ντόπιους που μιλούσαν στα δικά τους τοπικά ιδιώματα. Με δεδομένο δε ότι στα περισσότερα χωριά της Καππαδοκίας η μητρική γλώσσα των Ρωμιών ήταν η τουρκική, τα «καραμανλίδικα, όπως και σε πολλά μέρη του μικρασιατικού Πόντου όπου μιλούσαν μόνο τουρκικά και, μάλιστα, οθωμανικά τουρκικά, επρόκειτο για «Βαβυλωνία». Και για τραγωδία μέσα στην τραγωδία αν διανοηθούμε τι αντιμετώπιζαν οι δεκάδες χιλιάδες Ρωμιοί που μιλούσαν μόνο τούρκικα!
Κι αυτή η κατάσταση κράτησε πολλές δεκαετίες, ιδίως για τους μεγαλύτερους ανθρώπους που δεν θα μάθαιναν την επίσημη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία. Άσε που κι αυτό το εγχείρημα ήταν μια παράλογη σπαζοκεφαλιά για τα παιδιά που στο σπίτι άκουγαν γονείς και παππούδες να μιλούν στο μητρικό τους ιδίωμα, στο σχολείο έπρεπε να μάθουν την άγνωστη και δύσχρηστη καθαρεύουσα και στη γειτονιά να χρησιμοποιούν τη δημοτική που ήταν η λαϊκή κοινή γλώσσα! Αν τα παιδιά από το Λιβίσι της Λυκίας έλεγαν ότι «ανάμιναν οι τρίχις του» (ξαναφύτρωσαν τα μαλλιά του) ο δάσκαλος μάλλον θα άκουγε αμήχανος ή αν κολάκευαν τον φίλο τους από την Αθήνα ότι είναι «κουφτιρός» (έξυπνος) μπορεί και να παρεξηγιόνταν.
Ελληνικές λαλιές
Όλες αυτές ήταν ελληνικές λαλιές που έπρεπε να ξεχαστούν και να αντικατασταθούν από μία γλώσσα, την καθαρεύουσα, που είχαν επιλέξει οι κυβερνώντες και το περιβάλλον τους, αλλά την αρνούνταν οι περισσότεροι πολίτες και πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες, που προτιμούσαν την απλή δημοτική.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μετά τον ξεριζωμό και το φευγιό σκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα. Όσοι κατέληξαν στις μεγάλες πόλεις συγχωνεύτηκαν και σταδιακά αναμείχθηκαν με τους ντόπιους. Απ’ αυτούς που βρέθηκαν στην ύπαιθρο χώρα, δημιουργήθηκαν κάποιες πιο ομοιογενείς πολιτισμικά κοινότητες αν και αυτό δεν ήταν παντού εφικτό. Οι περισσότερες γενέθλιες κοινότητες είχαν διαλυθεί κάτω από συνθήκες πανικού και τα ανόμοια προσφυγικά ρεύματα συγκλίνανε κι ενώνανε τις τύχες τους ανοργάνωτα στους δρόμους διαφυγής. Επίσης, πολλοί αναγκάστηκαν για λόγους επιβίωσης και κοινωνικής συναναστροφής να αποκοπούν από τα σόγια τους και να ενταχθούν πολύ γρήγορα στις τοπικές κοινότητες των γηγενών.
Έτσι, για πολλά χρόνια μετά το 1922, το γλωσσικό μπέρδεμα για τους πρόσφυγες ήταν πολύ μεγάλο στην ελληνική επικράτεια. Δημιουργούσε πρόβλημα επικοινωνίας και έθετε ζήτημα ταυτότητας. Κι αυτό σε φάση που το γλωσσικό ήταν έτσι κι αλλιώς άλυτο και ακανθώδες στο ελληνικό κράτος. Εκατό χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους, οι Ελλαδίτες συγκρούονταν, φτάνοντας σε ακρότητες, χωρισμένοι σε υποστηρικτές της καθαρεύουσας και της δημοτικής, μην μπορώντας να συμφωνήσουν για το ποια είναι πιο ελληνική και πιο κατάλληλη και σημαντική για τη συγκρότηση και πρόοδο του έθνους. Κι επειδή οι υποστηρικτές της καθαρεύουσας ως της ενιαίας κοινής και μοναδικής γλώσσας για όλους τους Έλληνες ήταν κυρίαρχοι, οι τοπικές διάλεκτοι των Ελλαδιτών ήταν απαξιωμένες από το αστικό κέντρο ως γεννήματα του μεσαίωνα και της τουρκοκρατίας και ως ανεπαρκείς να εκφράσουν τα υψηλά νοήματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος που ήταν το ζητούμενο.
Μ’ αυτή την κατάσταση, πολλοί πρόσφυγες δεν τολμούσαν καν να έρθουν σε επαφή με αλλόγλωσσους γείτονες, ούτε καν με τους κρατικούς φορείς, επειδή αισθάνονταν, και λόγω της γλώσσας, μειονεκτικά και στιγματίζονταν ως «ανατολίτες» και «τουρκόσποροι», δηλαδή μη Έλληνες..
Εξορισμένα
Οι μουσικές, οι χοροί και τα τραγούδια των Ελλήνων που μπορεί να είχαν και περισσότερες παραλλαγές από τα γλωσσικά ιδιώματα, ήταν επίσης εξορισμένα από το αθηναϊκό κράτος. Για τη γλώσσα τους και για τη μουσική τους.
Τα δημοτικά τραγούδια είχαν στίχους στη γλώσσα των κοινοτήτων από τις οποίες προέρχονταν. Τα νησιώτικα ήταν στις νησιώτικες διαλέκτους, τα κρητικά στις κρητικές, τα ηπειρώτικα στις ηπειρώτικες και ούτω καθ’ εξής. Όμως, αυτά τα γλωσσικά ιδιώματα θεωρούνταν εχθρικά στην επίσημη γλώσσα, την καθαρεύουσα. Κι όταν χρησιμοποιούνταν στο θέατρο που αποτελούσε δεσπόζον πεδίο της κουλτούρας του νέου κράτους, χρησιμοποιούνταν, πλην λίγων εξαιρέσεων, περιπαικτικά και αρνητικά. Σαν στοιχεία αντιπροσωπευτικά ενός κόσμου που ήταν αναχρονιστικός, καθυστερημένος, σαν κατάλοιπα που προσφέρονταν για σάτιρα και γελοιοποίηση αφού έπρεπε να εξαφανιστούν γιατί αντιστρατεύονταν τον εκσυγχρονισμό και τη γλωσσική καθαρότητα.
Στην περίοδο που προηγείται της Μικρασιατικής Καταστροφής, το δημοτικό τραγούδι βασικά αγνοείται από τους συγγραφείς, τους μουσικοσυνθέτες, τους ηθοποιούς και τους θεατρικούς επιχειρηματίες, που προτιμούν όχι μόνο τα ξένα έργα, αλλά και τα ξένα τραγούδια, αυτούσια στα γαλλικά και τα ιταλικά ή μεταγλωττισμένα στα ελληνικά. Σε όποια λιγοστά έργα χρησιμοποιούνται δημοτικά τραγούδια παίζονται διασκευασμένα με δυτικά όργανα και με γλώσσα προσαρμοσμένη στην καθεστηκυία. Συνήθως για να περιγράψουν ένα είδος ανθρώπων που είναι γραφικό, αλλιώτικο και σε κάθε περίπτωση διαφορετικό από το εξευρωπαϊσμένο και σύγχρονο αστικό. Ακόμα κι όταν οι απεικονίσεις γίνονται με συμπάθεια, με ηθογραφικό, ηθοπλαστικό ή ρομαντικό περιεχόμενο, το μήνυμα παραμένει το ίδιο. Ότι πρόκειται για ένα κόσμο που συμβολίζει το παρελθόν και δεν έχει κανένα μέλλον σε ένα κράτος που θέλει να προάγει το εισαγόμενο καινούργιο και προοδευτικό περιεχόμενο από την Ευρώπη.
Το ίδιο συμβαίνει με τις μουσικές, τα τραγούδια και τους χορούς των προσφύγων. Αλλά και με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι πρόσφυγες στα τραγούδια τους. Τόσο τα δημώδη όσο και τα αστικολαϊκά δεν έχουν θέση στη μουσική κουλτούρα που έχει προκριθεί και επιβάλλεται από την εξουσία και υποστηρίζεται έντονα και μαχητικά από το προσκείμενο καλλιτεχνικό και πνευματικό εποικοδόμημα, στην εκπαίδευση, τον Τύπο, το θέατρο και τη μουσική.
Προφορική παράδοση
Βέβαια, η λαϊκή μουσική, της υπαίθρου και των πόλεων, διαθέτει πολλά σπουδαία και ακαταμάχητα πλεονεκτήματα. Ένα απ’ αυτά, το οποίο τότε εκλαμβανόταν ως μειονέκτημα, είναι το γεγονός ότι ή λαϊκή μουσική ήταν προφορική και όχι γραπτή, κάτι που της έδινε μεγάλη ευελιξία. Εκείνα τα χρόνια ο γραπτός λόγος και η γραπτή μουσική είχαν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα. Ο προφορικός λόγος και η προφορική μουσική είχαν, αν είχαν, μόνο τοπική και παροδική αξία. Μόνο όταν ορισμένοι πρωτοπόροι Ευρωπαίοι διανοούμενοι κατέγραψαν και δημοσίευσαν τους στίχους ελληνικών δημοτικών τραγουδιών στην Ευρώπη, υπήρξε μια αλλαγή μεταξύ των εντόπιων για τους δημοτικούς στίχους, αλλά όχι και για τη μουσική με την οποία οι στίχοι ήταν αδιαίρετα ενωμένοι. Αλλά κι αυτή η μέσω Ευρώπης επαναθεώρηση των απόψεων για τους στίχους των δημοτικών τραγουδιών, γινόταν με επιφυλάξεις και αντιρρήσεις εφ’ όσον η γλώσσα τους αντιστρατευόταν την καθαρεύουσα.
Επίσης, η δημοτική στο τραγούδι δεν ήταν ενιαία και ομοιόμορφη. Και πώς μπορούσε να είναι αφού κάθε τοπική κοινότητα ή περιφέρεια στο ελληνικό κράτος, όπως και κάθε κοινότητα ή περιφέρεια στον απανταχού εκτός συνόρων Ελληνισμό, είχε τη δική της γλώσσα, διάλεκτο ή ιδίωμα. Κι αυτή η γλωσσική ποικιλία στο δημοτικό τραγούδι δεν ήταν επιθυμητή από την κεντρική εξουσία και την αστική ελίτ. Αλλά κι όταν η γλώσσα των τραγουδιών ήταν συμβατικά αποδεκτή, δεν ήταν αρεστή επειδή πολύ συχνά ο τρόπος εκφοράς της, η προφορά, ο ήχος, το ύφος και το χρώμα της, είχαν έντονο τοπικό αγροτικό ή ανατολίτικο χαρακτήρα ή περιείχαν λέξεις και εκφράσεις που δεν ήταν αμιγώς ελληνικές, π.χ. τούρκικες ή αρβανίτικες.
Βέβαια, η προφορικότητα δεν μπορούσε να προστατεύσει τα τραγούδια από την παραποίηση, την κακοποίηση και εκμετάλλευσή τους. Ήταν ο μονοφωνικός τους τύπος που απέτρεπε τους έντεχνους από το να τα μιμηθούν και οικειοποιηθούν. Η μονοφωνική μουσική ήταν κόκκινο πανί για τους θιασώτες της δυτικής παιδείας. Εξάλλου, προϋπέθετε έναν άλλο τρόπο ζωής, σκέψης και κουλτούρας. Γι’ αυτό, οι έντεχνοι μπορούσαν να πάρουν στοιχεία από τα τραγούδια και τις μουσικές, αλλά δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν γνήσια πρωτότυπα δημοτικά τραγούδια. Κρίνοντας απ’ το αποτέλεσμα, παρ’ όλες τις απόπειρες, οι περιπτώσεις κατασκευής τραγουδιών αξιόπιστων στο ύφος και τη δομή των αυθεντικών του είδους από έντεχνους μουσικοσυνθέτες είναι μετρημένες στα δάχτυλα.
Εν ολίγοις, το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν απαράδεκτο από το αστικό κατεστημένο μόνο και μόνο επειδή ήταν μονοφωνικό. Ήταν απαράδεκτο και γιατί ήταν πολύ δύσκολο να περάσει αψεγάδιαστο από τόσα πολλά φίλτρα που έθεταν οι κυρίαρχοι ευρωπαϊστές, δυτικότροποι στη μουσική και καθαρευουσιάνοι στη γλώσσα. Για να μην επεκταθούμε και σε άλλα κοινωνικά κριτήρια, ταξικά, που επειδή χώριζαν τους αγρότες από τους αστούς των πόλεων, επηρέαζαν και την αξιολόγηση του δημοτικού τραγουδιού από τους τελευταίους.
Βάση στην Ανατολή
Αρχικά, το ίδιο περίπου συνέβαινε και με το τραγούδι που γεννιόταν στις πόλεις. Όταν αυτά τα τραγούδια παρουσιάστηκαν στα πάλκα που ήταν σε απόκεντρα σημεία της Αθήνας, στις πιο λαϊκές γειτονιές και στις πιο κακόφημες περιοχές, από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, από μουσικούς χωρίς τίτλους σπουδών, δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνα για τη μεσαία και την ανώτερη τάξη που μπορούσε να ορίσει μέσα από το κράτος, τους θεσμούς και τον Τύπο, τι είναι καλό και τι κακό. Αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία και μόνο όταν η δημοτικότητά τους ξεπερνούσε κάποια όρια, με αποδοκιμασία και απόρριψη.
Στην Πόλη και τη Σμύρνη που ήταν μεγάλες πόλεις, πολυεθνικές, πολυπολιτισμικές και κοσμοπολίτικες, εμπορικές, βιοτεχνικές και πρώιμα βιομηχανικές, αλλά είχαν και πολύ ενεργή σχέση με τη μεγάλη και αναπτυγμένη αγροτική ενδοχώρα τους, οι συνθήκες δημιουργίας, καλλιέργειας και διάδοσης του λαϊκού τραγουδιού ήταν πολύ πιο ώριμες και χαλαρές από τις αντίστοιχες πιο περιοριστικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα. Το οθωμανικό κράτος δεν αναμιγνυόταν στις μουσικές και τις γλώσσες των αλλοθρήσκων. Διασταλτικά και σε άλλα αστικά κέντρα με πολύ μικρότερους πληθυσμούς και με ασθενέστερη την επιρροή της κεντρικής εξουσίας, αλλά με δυναμικό προσφυγικό φορτίο, όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα και η Ερμούπολη στη Σύρο, υπήρχαν περιθώρια για τη λαϊκή μουσική ακόμα κι όταν οι μουσικοί ήταν φτωχοί. Όσο πιο μακριά απ’ την πρωτεύουσα, τόσο πιο αναποτελεσματικά ήταν τα φίλτρα που έθεταν οι δυτικότροποι μουσουργοί και οι καθαρευουσιάνοι λόγιοι.
Έτσι, στις ρωμαίικες παροικίες καλλιεργήθηκε πιο ανενόχλητα το λαϊκό τραγούδι των πόλεων και της υπαίθρου χωρίς εκ των άνω αυστηρές προδιαγραφές για το χαρακτήρα και το ύφος του, αν ήταν «ανατολίτικο», «λεβαντίνικο» ή «καθαρόαιμο» παριζιάνικο. Βέβαια, στην Ανατολή, η καθαρεύουσα είχε τη σθεναρή συνηγορία της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά η δημοτική γλώσσα και τα τοπικά ιδιώματα κυριαρχούσαν στα πλατιά λαϊκά στρώματα, οπότε κάθε προσπάθεια να επιβληθεί και στο λαϊκό τραγούδι των πόλεων και των χωριών η αρχαΐζουσα ελληνική των εκκλησιαστικών ύμνων ήταν μάταιη.
Απ’ την άλλη, πέρα από το γλωσσικό, στο μουσικό σκέλος των τραγουδιών δεν ετίθετο θέμα σύγκρουσης με την εκκλησία γιατί κι αυτή προσπαθούσε να προστατεύσει τη δική της μουσική, τη μονοφωνική βυζαντινή, από την επίθεση των οπαδών της τετραφωνικής που επιδίωκαν κι αυτό το χώρο να αλώσουν. Δηλαδή, σ’ αυτό το πολύ καίριο πεδίο, η λαϊκή μουσική, αγροτική και αστική, δεν ήταν απειλητική για την εκκλησιαστική. Και ήταν συμβατή και συγγενής με τις μουσικές των άλλων λαών της Ανατολής με τους οποίους συγκατοικούσαν και αλληλοεπηρεάζονταν επί αιώνες οι Ρωμιοί των παραλίων και της αχανούς ενδοχώρας.
Ζυμώσεις
Αυτές τις ποικίλες μουσικές μετέφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες που κατέφυγαν τσακισμένοι στο ελληνικό κράτος. Και δεν ήταν οι μόνες, επειδή και οι καθαρά δυτικές και οι υπό των Ελλήνων διαμορφωμένες δυτικότροπες μουσικές, είχαν σημαντικό μερίδιο διείσδυσης στις πόλεις της Ανατολής, των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας. Οι λεγόμενες, όμως, ανατολίτικες λαϊκές μουσικές ήταν οι κύριες και βασικές μέσα από τις οποίες εκφράζονταν οι πλατιές μάζες από οποιαδήποτε περιοχή κι αν κατάγονταν. Κι αυτές οι μουσικές που ήδη είχαν ερείσματα στην Αθήνα, ήταν ένα από τα διακριτικά τους γνωρίσματα. Από τη μια οι μουσικές με τοπικό στίγμα, όπου και όπως διασώθηκαν, π.χ. η ποντιακή σε κοινότητες Ρωμιών του Πόντου που συγκροτήθηκαν επί ελληνικού κρατικού εδάφους κι απ’ την άλλη εκείνες με μεγαλύτερη εμβέλεια, υπερτοπική και πέρα από τις γλώσσες, που απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα, όπως οι καρσιλαμάδες, τα χασάπικα, τα ζεϊμπέκικα και οι αμανέδες, δηλαδή κυρίως τα πολίτικα και τα σμυρνέικα είδη που ήταν τα πιο γνωστά και προσφιλή.
Ενώ, λοιπόν, το ελληνικό κράτος και όλο το υποστηρικτικό του υπόβαθρο, το καθεστώς που επιβάλανε από την ίδρυση του οι βασιλικές αυλές του Όθωνα Βίτελσμπαχ και του Γεωργίου Α΄ Γκλίξμπουργκ με τις οποίες συντονίστηκαν οι σπουδαγμένοι στη Δύση μουσουργοί και οι συγγραφείς, δάσκαλοι και δημοσιογράφοι που ήταν στυλοβάτες της καθαρεύουσας, αντιμάχονταν με κάθε μέσο τη μονοφωνική μουσική και τη δημοτική γλώσσα, στα λαϊκά στρώματα γίνονταν διαφορετικές ζυμώσεις γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα. Ζυμώσεις που ήταν εγγενείς και εκ των πραγμάτων συναφείς με την προσπάθεια που έκαναν στα αστικά κέντρα, πηγαίνοντας κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα, όλο και πιο πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες που συνηγορούσαν υπέρ της δημοτικής γλώσσας και ήταν, κατ’ αρχήν, πιο δεκτικοί στις μουσικές που προέρχονταν από την καθ’ ημάς Ανατολή.
Βουβοί
Αυτές οι διεργασίες γίνονταν με μπόλικο πρωτογενές υλικό που είχαν μεταφέρει διανοητικά οι πρόσφυγες από τα μέρη τους, με βάση το οποίο διαμορφώθηκαν και ευδοκίμησαν τα καινούργια τραγούδια που παράγονταν στους νέους τόπους εγκατάστασης. Τον πρώτο καιρό επικρατούσε ένα τρομακτικό χάος στους συνοικισμούς. Πολλοί πρόσφυγες βρίσκονταν σε συνεχή εσωτερική μετακίνηση κι όσοι είχαν κάπου μονιμότερα τακτοποιηθεί ήταν σε σκηνές και σε πρόχειρα παραπήγματα, χαμένοι και αναστατωμένοι. Αμφίβολο είναι αν είχαν διάθεση, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, να τραγουδήσουν στα χαλάσματα. Ήταν τόσο κακή η κατάστασή τους που δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες , οι ερευνητές γράφουν μέχρι και διακόσιες χιλιάδες!, που είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από τις εχθροπραξίες στη Μικρά Ασία, πέθαναν επί ελληνικού εδάφους από τις αρρώστιες και τις κακουχίες.
Η τραγωδία ήταν ασύλληπτων διαστάσεων και αργούσε να τελειώσει. Η εξασφάλιση της στοιχειώδους επιβίωσης προηγείτο, αλλά και τα τραγούδια που έπονταν αποδείχτηκαν πολύ ωφέλιμα γιατί λειτουργούσαν εμψυχωτικά και ανακουφιστικά στους δεινοπαθούντες που δεν είχαν άλλο τρόπο για να καταπραΰνουν τον πόνο και την απόγνωσή τους και γιατί οι φωνές που έβγαιναν από τα παραπήγματα και τις σκηνές αποτελούσαν κραυγή που διατράνωνε την παρουσία τους και την ταυτότητά τους, για να τους λάβουν υπόψη οι ιθύνοντες και να μην αντιμετωπίζονται ως ζωντανοί νεκροί.
Επίσης, μάλλον γρήγορα, οι πρόσφυγες, παρ’ όλα τα εμπόδια, τις αντιθέσεις και τις προκαταλήψεις, άρχισαν να μοιράζονται με τους ντόπιους τη μοίρα τους, προκαλώντας κι άλλες ζυμώσεις με τη συμμετοχή πλέον όλων, νιόφερτων και γηγενών. Μέσα απ’ αυτή τη συνύπαρξη και ώσμωση, δίπλα στα ετοιμόφερτα τραγούδια από τις εγκαταλειμμένες πατρίδες που ήταν ένας πολύ μεγάλος κινητός πλούτος, μια μαγιά κι ένα πρότυπο, διαμορφώθηκαν επί τόπου και τα νέα τραγούδια που εκφράζανε αυτό το λαϊκό μείγμα που δεν ήθελε και δεν μπορούσε να εκφραστεί με τις ξενόφερτες μουσικές τις οποίες συνέχισε να εισάγει, να παράγει και να προωθεί το κοινωνικό και καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής.