από τον Δημήτρη Ουλή
Δεν είναι ότι σας εξομοιώνουμε με τους προηγούμενους: κανένας δεν μπορεί να συγκριθεί με τους προηγούμενους σε κουτσαβακισμό, θρασυδειλία και ανικανότητα. Δεν είναι ότι υποτιμούμε τις εργώδεις προσπάθειές σας και δεν αναγνωρίζουμε ότι σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, έχετε κερδίσει τις συμπάθειες και τις εντυπώσεις. Δεν είναι ότι είχαμε υπερβολικές προσδοκίες από εσάς ή ότι επιθυμούμε να επιδοθούμε σε κάποια άγονη εναντιολογία, απλώς και μόνο για το χατίρι της αντίδρασης. Είναι ότι ακόμα και οι πιο ένθερμοι ψηφοφόροι σας έχουν αρχίσει πλέον να συνειδητοποιούν ότι οι αγορές τελικά δεν χόρεψαν πεντοζάλη, ότι οι προεκλογικές σας υποσχέσεις απώλεσαν σημαντικό κομμάτι της αξιοπιστίας τους, ότι τα διαπραγματευτικά σας πλεονεκτήματα -αν υπήρξαν ποτέ- έχουν προ πολλού εξανεμιστεί.
Σε ό,τι με αφορά, εκτιμώ πάντοτε τη μετριοπαθή και συνετή γλώσσα του κυρίου Τσίπρα. Παρακολουθώντας, ωστόσο, τη συνέντευξή του της 27ης Απριλίου, αισθάνομαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός, ύστερα από τέσσερις μόλις μήνες διακυβέρνησης, μοιάζει απλώς σαν να αναζητεί τις πιο ανώδυνες και πολιτικά ορθές διατυπώσεις προκειμένου να σερβίρει στον ελληνικό λαό τη (μερική, έστω) αποτυχία του, τα λάθη του, καθώς βέβαια και τους αναπότρεπτους συμβιβασμούς τους οποίους θα κληθεί να διαπράξει. Αναζητεί, δε, τις συγκεκριμένες διατυπώσεις στα πιο συμβατικά και τετριμμένα μονοπάτια της κατεστημένης πολιτικής ρητορείας: τη δημιουργική ασάφεια, τις διαρκείς δολιχοδρομίες, τους πλατειασμούς και τις εύσχημες υπεκφυγές απέναντι σε προβλήματα που δεν παίρνουν άλλη αναβολή – ανεργία, μεταναστευτικό, υγεία, παιδεία. Προβλήματα, θέλω να πω, για την αντιμετώπιση των οποίων θα περιμέναμε να ακούσουμε τις πιο ακριβόλογες προτάσεις και τα πιο αδιάβλητα επιχειρήματα.
Μοναδικό, προς το παρόν, τεκμήριο μιας ορισμένης πολιτικής αξιοπιστίας: η υπόθεση Μπόμπολα, η δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των καναλαρχών. Η οποία, ωστόσο, είναι αδύνατον να επισείεται ως άλλοθι για κάθε πολιτική υπαναχώρηση στο πεδίο των ευρωπαϊκών διαπραγματεύσεων ή να προτάσσεται ως επιχείρημα δημοκρατικής τάχα νομιμοποίησης κατάπτυστων πολιτικών σεναρίων, όπως αυτό του δημοψηφίσματος. Διότι αν φτάσετε στο σημείο να μας βάλετε να διαλέξουμε ανάμεσα στον Ιησού και τον Βαραββά, αν μεταθέσετε για ακόμα μία φορά στις δικές μας πλάτες τη δική σας πολιτική και διαπραγματευτική αβελτηρία -αυτά μας τάξατε προεκλογικά, πανάθεμά σας;- τότε όχι μόνο θα αποδειχθείτε θλιβεροί πολιτικοί κομπογιαννίτες, όχι μόνο θα διαψεύσετε τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού και θα δικαιώσετε το σαμαροβενιζελικό ιδεολόγημα περί «αριστερής παρένθεσης», αλλά το σημαντικότερο: θα ανοίξετε οριστικά το δρόμο στον εκφασισμό της νεοελληνικής κοινωνίας – για να μην πω ολόκληρης της Ευρώπης. Αντέχει κάτι τέτοιο η συνείδησή σας; Κι αν όχι, είστε διατεθειμένοι να μας πείτε, επιτέλους, ολόκληρη την αλήθεια; Τι ακριβώς συμβαίνει; Τι κάνετε εν κρυπτώ και πίσω από τις πλάτες μας; Θυμάστε ότι εξακολουθείτε να είστε οι δικοί μας εντολοδόχοι; Θυμάστε ότι σας ψηφίσαμε για να κάνετε τη διαφορά;