Υπάρχουν, και είναι φυσικό να υπάρχουν, μερικά πράγματα που είναι πολύ αμερικάνικα. Μα πάρα πολύ αμερικάνικα. Τόσο στο επίπεδο της μαζικής παραγωγής όσο και στα διάφορα υποεπίπεδα της κουλτούρας. Κι αυτά, τα πολύ αμερικάνικα, ο κόσμος έξω από την Αμερική ή τα αγνοεί εντελώς ή αδυνατεί να τα κατανοήσει πλήρως. Κάπου σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται κι ο Πρινς, που έφυγε πρόωρα στα 57 του χρόνια. Πολύ διάσημος, αλλά όχι εξίσου κατανοητός, ακόμα και μέσα στη χώρα του. Στο υψηλότερο καλλιτεχνικό στάτους, αλλά δύσβατος και δυσπρόσιτος σε σχέση με τον Μάικλ Τζάκσον και την Μαντόνα. Γι’ αυτό και τον ύμνησαν περισσότερο αυτές τις μέρες οι διανοούμενοι. Τον χαρακτήρισαν διανοούμενο, ακτιβιστή, ιδιοφυία, πολυγραφότατο, υβριδικό… Η εφημερίδα The New York Times τον είχε από πολύ νωρίς χαρακτηρίσει σαν τον πιο «αμφιλεγόμενο σύγχρονο ροκ καλλιτέχνη», ένα χαρακτηρισμό που τον επαλήθευσε στην 38χρονη δημιουργική παρουσία του. Οι υμνητές του εκθείασαν όλες τις πτυχές των τραγουδιών του που αναφέρονται σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα, αλλά η προσωπικότητα του Πρινς, όπως εκφραζόταν μέσα από το ύφος, το στυλ, την κίνηση, τις ενδυμασίες, την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε με την παρουσία του, είχε ίσως ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πολύ ερωτικός, υπεράνω φύλων, με εμφάνιση για ορισμένους αρσενικοθηλυκή, όπως επισημαίνει η Liz Dwyer στο TakePart. Αλλά και ο τρόπος που διαχειριζόταν τη μουσική του δεν ήταν συνηθισμένος. Υπερπαραγωγικός και απρόβλεπτος, κυκλοφόρησε συνολικά 39 «επίσημα» άλμπουμ και πάνω από εκατό μεμονωμένα κομμάτια, μαζί με πολλά άλλα που κυκλοφορούσαν με παράνομες ηχογραφήσεις από συναυλίες του, αλλά και δικές του εκδόσεις με ψευδώνυμα, ενώ το ανέκδοτο υλικό που άφησε φεύγοντας είναι πάρα πολύ. Στην αποτίμηση της μουσικής του, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και μουσικοκριτικός του The Nation David Hajdu δεν διστάζει καθόλου να εντάξει τον Πρινς στη μεγάλη κατηγορία των πρωτοπόρων της τζαζ, από τον τρόπο με τον οποίο επεξεργαζόταν τις παραλλαγές στα μοτίβα του και από τον αυθορμητισμό του που παραπέμπει κατ’ ευθείαν στους μετρ του αυτοσχεδιασμού, φέρνοντας κατά νου τον Charlie Parker και τον John Coltrane. Μέσα στη μουσική του όλα τα στοιχεία, rock, funk, jazz, gospel, pop και θεατρική μουσική, παντρεύονται, αναμιγνύονται και γεννούν κάτι τόσο αυτοτελώς προσωπικό που δυσκολεύεσαι να το κατηγοριοποιήσεις, χωρίς αυτό να έχει σημασία.
Με τα ιστορικά προηγούμενα, του Γούντι Γκάθρι, του Μπομπ Ντίλαν και του Πιτ Σίγκερ, δεν θα κατέτασσε κανείς τον Πρινς στους καλλιτέχνες διαμαρτυρίας, αλλά, αθροίζοντας τις σχετικές αναφορές μέσα στα τραγούδια του σε καυτά επίμαχα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, σε μια εποχή που η πολιτική δεν πουλάει στη μουσική βιομηχανία, και με δεδομένη την απεύθυνσή του –πέρα από τους φαν του «αλλιώτικου» και του εξεζητημένου- σε ένα πιο καλλιεργημένο ακροατήριο, σε κοινωνικές ομάδες που δραστηριοποιούνται ακτιβιστικά, αλλά και στην εξουσία, δεν είναι καθόλου απίθανο η βαθύτερη επιρροή του να ήταν ακόμα μεγαλύτερη απ’ αυτήν των protest singers.
Τραγούδια με νόημα και στάση ζωής
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας John Nichols επισήμανε ότι ο Πρινς έθιξε τον εφησυχασμό της αμερικάνικης κοινωνίας όχι μόνο με την εξωτερική εμφάνιση και τους τρόπους του, αλλά και με τους στίχους των τραγουδιών του που αναφέρονται αρνητικά στον πόλεμο, τη φτώχεια και την αστυνομική αγριότητα. Το 1981, με το τραγούδι Ronnie, Talk to Russia, ζητούσε από τον πρόεδρο Ρίγκαν, διαρκούντος του Ψυχρού Πολέμου, να έρθει σε συνεννόηση με τη Ρωσία για να αποφευχθεί ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Και από το 1985, με το τραγούδι Hello αναδεικνύει τη φτώχεια που μαστίζει τα παιδιά, ενώ το 1987, με το τραγούδι Sign o’ the Times μαζί με τη φτώχεια αναφέρεται στο πρόβλημα του aids και των ναρκωτικών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι στέλνουμε ανθρώπους στο φεγγάρι ενώ μια κοπέλα σκοτώνει το μωρό της επειδή δεν έχει να το ταΐσει. Πιο πρόσφατα, το 2014, με τη φτώχεια να εντείνεται στην Αμερική, στο τραγούδι Marz λέει «δεν μπορώ να βλέπω ένα μαυράκι να πηγαίνει στο σχολείο χωρίς να έχει τίποτα να φάει». Και με τη φτώχεια, ειδικά στις κοινότητες των μαύρων που είναι πιο εκτεταμένη και σύνθετη, συνδέει την αστυνομική βία που ασκείται με ιδιαίτερη προκατάληψη και μένος σε βάρος των εγχρώμων πολιτών. Στο τραγούδι Baltimore η αναφορά του στα δύο από τα πιο γνωστά θύματα της κρατικής βίας είναι ονομαστική. «Μας ακούει κανένας που προσευχόμαστε για τον Michael Brown και τον Freddie Gray; Η ειρήνη είναι κάτι παραπάνω από την απουσία πολέμου» και καταλήγει με την επισήμανση ότι «Εάν δεν υπάρξει δικαιοσύνη, τότε δεν θα υπάρξει και ειρήνη». Και το βιντεοκλίπ του τραγουδιού κλείνει με τη δήλωση του Πρινς «το σύστημα είναι διαλυμένο. Οι νέοι πρέπει να το φτιάξουν, με νέες ιδέες…» Αλλά, όπως γράφει ο Ben Norton στο Salon, και στην απονομή των βραβείων Grammy, που θεωρούνται κορυφαίο γεγονός με μεγάλη ακροαματικότητα, ο Πρινς αξιοποίησε την ευκαιρία για να τονίσει ότι οι ζωές των μαύρων αξίζουν, κάνοντας άμεση αναφορά στο κίνημα Black Lives Matter. Θυμίζοντας την εμφάνισή του στην εκπομπή του Jay Leno, στο παναμερικανικό δίκτυο NBC, όπου πρωτοπαρουσίασε το τραγούδι Ol’ Skool Company, με σκληρούς στίχους που έφεραν σε αμηχανία τον οικοδεσπότη και τους παραγωγούς του προγράμματος, καταγγέλλοντας τις «χοντρές γάτες της Wall Street» που πήραν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από τους φορολογούμενους πολίτες για να μην καταρρεύσουν οι χρεοκοπημένες πολυεθνικές, με πρώτη και χειρότερη την AIG.
Ο φιλόσοφος και ακτιβιστής Cornel West μιλώντας για τον Πρινς τον χαρακτήρισε μουσική ιδιοφυία και μαχητή της ελευθερίας με μεγάλη ευαισθησία για τους φτωχούς και εργαζόμενους ανθρώπους. Μάλιστα, ο ίδιος συμμετέχει στο πιο πολιτικό κομμάτι του Πρινς, το Dear Mr. Man κάνοντας ένα διάλογο με τον καλλιτέχνη που αποτελεί μια ανοιχτή καταγγελία για τη φτώχεια, τη μετριοκρατία, τους πολέμους, τη διαφθορά και τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ένα κομμάτι που τελειώνει με την κραυγή: «Δεν γουστάρουμε να κατασκοπεύεται τους συμπολίτες μας! Δεν γουστάρουμε τα ψέματα που λέτε για να δικαιολογείτε τους πολέμους! Δεν γουστάρουμε να βασανίζετε αθώους ανθρώπους!»
Στέλιος Ελληνιάδης