Του Σταύρου Γεωργά
Διασχίζοντας την Κόλαση, ο Δάντης φτάνει και εκεί όπου τιμωρούνται οι Επικούρειοι και συναντά το μεγάλο πολιτικό αντίπαλο του κόμματός του, των Γουέλφων: τον Φαρινάτα του Ουμπέρτι, Γιβελλίνο, που πέτυχε να εξοριστεί δυο φορές από τη Φλωρεντία η οικογένεια του Δάντη – αγέρωχο και μετά το θάνατό του, όρθιο μες στον τάφο του, να περιφρονεί τον Άδη. Μέσα σ’ αυτό το φλογισμένο τοπίο, τα πολιτικά πάθη δεν έχουν σβήσει, προκαλούν διαξιφισμούς – και (μετά από ένα εμβόλιμο επεισόδιο, που δεν μπορεί να βρει τη θέση του σ’ όσα λέμε εδώ, όπως θα ‘πρεπε) ο ηττημένος τελικά Φαρινάτα, αντιδρώντας στις ειρωνικές παρατηρήσεις του νικητή, υποτίθεται, Δάντη (οι Γουέλφοι είχαν συντρίψει τους Γιβελλίνους οριστικά) του προλέγει, χαιρέκακα, πως κι αυτός θα εξοριστεί. Εννοεί: όταν οι νικητές Γουέλφοι διασπαστούν σε Μαύρους και Λευκούς και οι Μαύροι, με τη βοήθεια του Πάπα, οργανώσουν πραξικόπημα, θύματα του οποίου θα είναι, πρώτοι απ’ όλους, οι ηγέτες των Λευκών, ανάμεσά τους κι ο Δάντης… Πώς το ξέρει; Πώς το ξέρει όταν όσα προηγήθηκαν φανέρωσαν ότι αγνοεί τι γίνεται στον Πάνω Κόσμο τούτη τη στιγμή; Απλούστατα, εξηγεί ο Φαρινάτα, οι νεκροί έχουν ένα είδος χρονικής πρεσβυωπίας: «Κοιτάμε όπως αυτός που θαμποβλέπει / όσα είναι πράγματα μακριά μας. / Τόσο μας δίνει ακόμα φως ο Πλάστης. / Μα για τα κοντινά η ματιά μας είναι / ανώφελη, κι αν κάτι δεν μας πούνε, / πώς πάτε δεν γνωρίζουμε στον κόσμο»…
Το εύρημα είναι εντυπωσιακό, από κάθε άποψη – κυρίως όμως επειδή, εδώ, αποδίδεται στους νεκρούς μια ιδιότητα που φυσιολογικά έχουν μόνον οι αγορητές συνεδρίων: Ξέρουν, απ’ ό,τι ακούμε, τα πάντα γα το τι θα γίνει μεθαύριο ή στο απώτερο μέλλον (η πρεσβυωπία συν τω χρόνω επιδεινώνεται, ως γνωστόν), δεν έχουν όμως τίποτα να πουν για την «τωρινή στιγμή», που την αγνοούν επιδεικτικά – και που εκτυλίσσεται, ως εκ τούτου, ερήμην τους. Έχουν πάθη που επιβίωσαν και που τα υπηρετούν, έχουν προοράσεις που μας αφήνουν άναυδους, θα χρειαζόταν όμως να ρωτήσουν κάποιον τυχαίο περαστικό για να μάθουν τι συμβαίνει τώρα εκεί που δεν μπορούν τίποτα να καταλάβουν και να διαμορφώσουν.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο Δάντης μιλά σαρκαστικά για τους νεκρούς, όμως ο σαρκασμός αναμειγνύεται αμέσως με ίση δόση συμπόνιας: οι σκιές τούτες αγωνιούν – και ρωτούν γι’ αυτό που δεν μπορούν να δουν, μολονότι γνωρίζουν την έκβαση: ρωτούν γιατί όλη κι όλη η εμπλοκή τους στο απόμακρο, χαμένος γι’ αυτούς παρόν έχει πάρει, ακριβώς, τη μορφή της περιττής αγωνίας. Το βάσανό τους είναι το πάθος της πολιτικής, πάθος χωρίς αντίκρισμα πια. Δεν θα νιώθαμε την ίδια συμπόνια λοιπόν για τους αγορητές συνεδρίων, αφού βρίσκονται σε σημείο αντιδιαμετρικό, εξού και η δομική αναλογία αποβαίνει εις βάρος τους: η εμπλοκή τους στην «τωρινή στιγμή» είναι εφικτή, προαπαιτούμενη μάλιστα, κι απωθείται, το πάθος της πολιτικής σβήνει μες στην ψηφοφορίες και τον αμοιβαίο (δεν πρόκειται για σολοικισμό) αυτοθαυμασμό. Για να τους νιώσουμε τούτους εδώ, θα πρέπει να επιστρέψουμε στις πηγές της Commedia: στον Λουκιανό και τη Βίων Πράσιν, ας πούμε.