του Χριστόδουλου Δολαψάκη*
Ο βαθμός στον οποίο το άνοιγμα των σχολείων θα αποβεί επικίνδυνο και η πιθανότητα τα σχολεία να λειτουργήσουν ως εστίες υπερμετάδοσης και διάδοσης του ιού εξαρτάται από το επίπεδο διάδοσης του ιού στην κοινότητα. Επομένως ασφαλές άνοιγμα των σχολείων το φθινόπωρο θα σήμαινε μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης του ιού στην Ελλάδα το καλοκαίρι και όχι ανεξέλεγκτο άνοιγμα του τουρισμού και τακτική «βλέποντας και κάνοντας» (διανθισμένη με μαθηματικά μοντέλα τύπου Μαγιορκίνη εν ανάγκη). Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην αρχή του δεύτερου κύματος κορωνοϊού με ολοένα αυξανόμενο αριθμό κρουσμάτων και νοσηλευομένων και διαδοχική εμφάνιση εστιών υπερμετάδοσης σε «κλειστούς χώρους» (γηροκομεία, χώροι εργασίας, προσφυγικά hot spot). Υπό τις παρούσες συνθήκες, η εμφάνιση κρουσμάτων στα σχολεία αποτελεί μαθηματική βεβαιότητα και ο κίνδυνος τα ανοικτά σχολεία να αυξήσουν τη διάδοση του ιού στην κοινότητα παραπάνω από υπαρκτός.
Είναι στοιχειώδης λογική ότι ο κίνδυνος άρα και τα μέτρα που αφορούν τα σχολεία δεν μπορούν να είναι τα ίδια σε πανελλαδικό επίπεδο και με αυτήν την έννοια ο περίφημος «μέσος όρος» της Κεραμέως και τα «μοντέλα» δεν είναι απλά «κόλπο» αλλά ανευθυνότητα. Οι επιδημιολογικές συνθήκες διαφέρουν αναλόγως το νομό, την πόλη, τη συνοικία, το σχολείο. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε συνθήκες συγχρωτισμού και κακής υγιεινής που συναντώνται κατά κόρον σε σχολικές δομές «λαϊκών» περιοχών, όπου οι μαθητές ανήκουν στα φτωχότερα στρώματα ή σε οικογένειες μεταναστών. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος εκεί που το διδακτικό και λοιπό προσωπικό είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε περιοχές ή συνοικίες όπου υπάρχουν ήδη πολυάριθμα κρούσματα κορωνοϊού. Δυστυχώς η δημόσια συζήτηση δε λαμβάνει υπόψη τις παραπάνω παραμέτρους -και άρα τις κυβερνητικές ευθύνες- και έχει περιοριστεί σε ένα ιδιότυπο «πόλεμο» περί μασκών λες και δεν είναι προφανές ότι τα παιδιά είναι δύσκολο να συμμορφωθούν με τις οδηγίες χρήσης μάσκας του ΠΟΥ…
Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε συνθήκες συγχρωτισμού και κακής υγιεινής που συναντώνται κατά κόρον σε σχολικές δομές «λαϊκών» περιοχών, όπου οι μαθητές ανήκουν στα φτωχότερα στρώματα ή σε οικογένειες μεταναστών. Εκεί που το διδακτικό και λοιπό προσωπικό είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Σε περιοχές ή συνοικίες όπου υπάρχουν ήδη πολυάριθμα κρούσματα κορωνοϊού
Από ιατρικής πλευράς, τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι η λοίμωξη από τον SARS-CoV2 είναι απίθανο να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε παιδιά ηλικίας έως 18 ετών. Στην Ελλάδα μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί κανένας θάνατος ή διασωλήνωση λόγω COVID19 σε αυτές τις ηλικίες, ούτε έχει υπάρξει αναφορά ενός φλεγμονώδους συνδρόμου που στο εξωτερικό έχει αναγνωριστεί ως επιπλοκή. Την ίδια στιγμή φαίνεται πιθανό ότι σε αυτές της ηλικίες η πιθανότητα μόλυνσης και συμπτωμάτων από τον ιό είναι μειωμένη σε σχέση με τους ενήλικες. Στην Ελλάδα μόλις το 6.2% των κρουσμάτων αφορά τις ηλικίες έως 18 ετών και μία πρόσφατη μελέτη συρροής κρουσμάτων SARS-CoV2 σε 23 οικογένειες στην Ελλάδα (66 ενήλικες, 43 παιδιά <18 ετών) δεν ανέδειξε μετάδοση από παιδί σε παιδί ή από παιδί σε ενήλικα, ενώ στο 40% των παιδιών η λοίμωξη ήταν ασυμπτωματική. Σχηματικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο κίνδυνος έγκειται στα κρούσματα στους ενήλικες εργαζόμενους στα σχολεία (καθώς αυτοί έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσου), στην περαιτέρω διάδοση του ιού στην κοινότητα και φυσικά στη δημιουργία εστιών υπερμετάδοσης (λόγω συνωστισμού μεγάλου αριθμού μαθητών σε μικρές αίθουσες ιδίως τον χειμώνα) που μπορούν να προκαλέσουν συσσωρευμένα κρούσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η απουσία κυβερνητικής μέριμνας για τα παραπάνω ζητήματα και η αυξανόμενη διάδοση του ιού στην κοινότητα δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
* Ο Χριστόδουλος Δολαψάκης είναι παθολόγος