Του Θεόδωρου Τσελεπή. Σκέφτηκα αρκετά μετά το θάνατο του Παύλου Φύσσα, αν έχει κάποιο νόημα να γράψω ακόμη ένα πολιτικό κείμενο που θα απαντά στη βία των νεοναζί.
Που θα εξηγεί πόσο συμφέρει η βία των νεοναζί την κυβέρνηση και τη θεωρία των δύο άκρων. Ένα κείμενο που θα μιλά ξεκάθαρα για τον τρόμο που προκαλεί στο σύστημα η εξέγερση του λαού, η πολιτική ανατροπή που έρχεται, και που το κάνει να παίζει το τελευταίο του χαρτί με τη ενεργοποίηση του παρακράτους, τις πολιτικές δολοφονίες και την τρομοκράτηση του κόσμου μέσα από την προπαγάνδα των ΜΜΕ.
Είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα που θεώρησα περιττή οποιαδήποτε αναφορά στα γεγονότα. Έκλεισα τον υπολογιστή έβαλα στο CD player να ακούσω μουσική και ξάπλωσα. Είχα αποφασίσει πως δεν θα γράψω τίποτε. Η φωνή του Σαββόπουλου ακουγόταν μέσα στο σκοτάδι σαν βάλσαμο.
«Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς…».
Έτσι με πήρε ο ύπνος. Με τα παράθυρα ανοιχτά και τη μουσική να παίζει. Και με είδα. Με αναγνώρισα μικρό παιδί να κρατώ από το χέρι τον πατέρα μου. Να βαδίζουμε πέρα από την Πλατεία Ελευθερίας προς τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Επάνω στα ρούχα μας υπήρχε κεντημένο το αστέρι του Δαυίδ. Σκυλιά γάβγιζαν στο πέρασμα μας. Άντρες με στρατιωτικές στολές που μιλούσαν μια τραχιά άγνωστη γλώσσα μας κλοτσούσαν και μας στοίβαζαν σε βαγόνια με άγνωστο σε μας προορισμό. Αυτή όπως αποδείχτηκε ήταν η τελευταία μέρα που θα αντίκριζα την πόλη μου. Εγώ και άλλες 60.000 ψυχές που έζησαν και μεγάλωσαν στη Θεσσαλονίκη.
Με κάποιο μαγικό τρόπο κλείνοντας η πόρτα από το βαγόνι και επικρατώντας σκοτάδι χάθηκε από μπροστά μου κάθε εικόνα. Μετά από λίγο με είδα να χορεύω παρέα με άλλους γύρω από μια ελιά. Γύρω γύρω είχε κάστρα. Δεν μπορούσα να δω έξω τι συμβαίνει. Μόνο από τα σιδερόφρακτα παράθυρα που έμοιαζαν με κελιά πρόσωπα σκεφτικά και δακρυσμένα μας αποχαιρετούσαν. Όταν σταμάτησε ο χορός μας οδήγησαν μέσα από κάποιο στενό διάδρομο και μια μεγάλη κερκόπορτα στο εξωτερικό του κτιρίου. Μας συνόδευαν οπλισμένοι άντρες με στρατιωτικές στολές που μας προέτρεπαν να κάνουμε γρήγορα. Δεν είχε ακόμη χαράξει. Η πόλη μάλλον κοιμόταν. Τότε κατάλαβα πως ήμουν στο Επταπύργιο. Στο Γεντί Κουλέ. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ. Με έστησαν στον τοίχο. Κάποιος έψαλε τον Εθνικό Ύμνο. Ακολουθήσαμε και οι υπόλοιποι. Μια φωνή έκοψε κάθε μου σκέψη και οι πυροβολισμοί ακούστηκαν σε όλη την πόλη.
Σκοτάδι πάλι παντού. Δεν άκουγα και δεν έβλεπα τίποτα. Ήθελα να φωνάξω μα η φωνή μου δεν έβγαινε. Ήθελα να κουνήσω τα πόδια μου μα δεν μπορούσα. Μόνο πάλι ξαφνικά με είδα μέσα σε πλήθος. Κόσμος πολύς. Και αστυνομία. Ήταν μια γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα. Θα μπορούσαν να είναι μια βόλτα στο κέντρο της πόλης. Μια βόλτα στην παραλία. Μα φωνές βρισιές και σπρωξίματα δεν κόλλαγαν στο σκηνικό. Με είδα να προχωρώ στην Ερμού. Στην διασταύρωση με τη Βενιζέλου άκουσα τον θόρυβο από κάποια μηχανή. Δεν πρόλαβα να δω. Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν τρίκυκλο από κείνα που έκαναν μεταφορές ή απλά ένα μηχανάκι. Μόνο ένιωσα ένα χτύπημα στο κεφάλι και σωριάστηκα στο έδαφος.
Αυτή τη φορά έβλεπα μόνο ένα φως και μια απροσδιόριστη γλυκιά φωνή βούιζε μέσα στα αφτιά μου. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι έλεγε. Μόνο άκουγα μια μελωδία και μια φωνή. Πετάχτηκα είχε ξημερώσει. Κατάλαβα από που προερχόταν το φως που με τύφλωνε. Ήταν ο ήλιος που ξεπρόβαλε από την ανατολική πλευρά της πόλης. Το στερεοφωνικό δίπλα μου είχε κολλήσει και μονότονα η φωνή του Σαββόπουλου μου υπενθύμιζε: «Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό προβολείς με στραβώνουν και πάω, και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ».
Αλήθεια ποιος είμαι;
Ποιό είναι το όνομα μου; Μήπως είμαι ένας άγνωστος εκτελεσμένος στο μπλόκο της Καισαριανής; Μήπως είμαι ένα νέο παιδί που μοιράζει προκηρύξεις για τη ειρήνη και με στήνουν στο εκτελεστικό απόσπασμα; Ή μήπως ένας νέος φοιτητής σκαρφαλωμένος σε κάποιο στύλο στη Σταδίου και Λαδά όταν με βρήκε ο θάνατος από χέρι αστυνομικού. Είμαι παιδί 16 ετών στα Εξάρχεια Σάββατο βράδυ. Έχω ραντεβού με μια «αδέσποτη» σφαίρα αστυνομικού. Είμαι επιβάτης σε τραμ που δεν έχω εισιτήριο και με δολοφονούν για 1,20 ευρώ. Είμαι ο Παύλος Φύσσας που δολοφονήθηκα από κάποιο δειλό φασίστα. Γιατί, απλά, ήμουν διαφορετικός. Γιατί πίστευα στη ζωή. Στον έρωτα. Στη δικαιοσύνη. Στη φιλία.
Ναι θέλω να είμαι αυτό που φοβάται το αφεντικό μου. Που τρέμει η εξουσία. Ναι το ακούω καθαρά πλέον «τα πλήθη ουρλιάζουν καμπάνες ηχούνε κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό».
Κάποιος είπε πως η Ελλάδα έχει πολλούς ήρωες γιατί είναι μια χώρα δειλών. Δεν θέλω άλλους ήρωες. Δεν θέλω άλλες περήφανες ήττες. Ήρθε ο καιρός για μια και μοναδική νίκη που θα σαρώσει κάθε βία που υπάρχει στη ζωή μου. Ναι αυτό είμαι κι αυτό θέλω.