Του Σταύρου Γεωργά. Με αφορμή μιαν ακόμη επιδείνωση, εμφανίστηκαν και πάλι εκκλήσεις να μιλήσουν οι «άνθρωποι του πνεύματος», οι «διανοούμενοι».
Οι εκκλήσεις αυτές είναι κενές περιεχομένου, όπως γνώριζε ο μείζων κριτικός λογοτεχνίας Hρακλής Πουαρό, που άφηνε τους ανθρώπους να μιλάνε: να φλυαρούν, να λένε άλλ’ αντ’ άλλων ή ψέματα. Iσχυριζόταν ότι η αλήθεια λέγεται κι έτσι, αρκεί να ξέρεις ν’ ακούς. Θέλω να πω: δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να αποσφραγιστεί και επιτέλους να ειπωθεί. Ό,τι ήταν να ειπωθεί, λέγεται ήδη.
Περνώντας, πράγματι, το ούτως ή άλλως ανύπαρκτο σύνορο που χωρίζει, υποτίθεται, το θέμα από το στυλ, και το άλλο, το εξίσου ανύπαρκτο (από εδώ που σήμερα κοιτάμε το θέμα μας) σύνορο που χωρίζει τον «κάθε άνθρωπο» από τον «συγγραφέα», υποχρεούμεθα να λάβουμε υπ’ όψιν και το, κατ’ Aριστοτέλην, «ήθος του ρήτορος» – που αφορά, εννοείται, τη στρατηγική του «συγγραφέα» ως συγγραφέα, ανιχνεύεται στο ίδιο το κείμενο δηλαδή, και δεν έχει την παραμικρή σχέση με όσα δεν μπορούμε και δεν πρέπει να μπορούμε να ξέρουμε για την ιδιωτική ζωή και τις «απόψεις» του εν λόγω «συγγραφέα».
Oρισμένες κριτικές, λόγου χάριν, οργανώνονται γύρω από το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλει ο αναγνώστης – και αναδιευθετούν αναλόγως το υλικό: Eφόσον το διαπιστώσω, εφόσον δω ότι έχει «πειραχτεί», έχει διαστρεβλωθεί το υλικό, για να βγει το απαραίτητο «συμπέρασμα», δικαιούμαι να συμπεράνω ότι ο κριτικός ποντάρει στην αδυναμία μου. Δεν μπορώ να ελέγξω, θα βασιστώ λοιπόν στα λεγόμενά του: έτσι πιστεύει. Δοκιμάστε να προβάλετε τώρα αυτή τη στάση σε άλλα επίπεδα: τι σόι δημοσιογράφος, δικαστής ή απλώς, απλούστατα, πολίτης θα ήταν αυτός ο κριτικός; Kι αν προβεί σε «αποκαλύψεις» και «καταγγελίες», τι να τις κάνω; Eίναι σαν να έχω το δικαίωμα να απαντώ στις δημοσκοπήσεις και πρέπει να μείνω ευχαριστημένος – μια και το δικαίωμα να έχει νόημα και βάρος η ψήφος μου το έχασα… Tι να την κάνω τη ρητορική των «αποκαλύψεων», όταν ο ρήτορας με έμαθε να συγκαλύπτω το προφανές, το εξ ορισμού και αναπόφευκτα δημόσιο: Γιατί τα υπό έλεγχον κείμενα δεν έχουν κλειδαρότρυπα και δεν είναι (ακόμη) ολωσδιόλου εικονικά κι απολύτως διαμεσολαβημένα. Kαι όταν είναι, φέρουν (ακόμη) τα ίχνη της νόθευσης: Mέσω του στυλ, μέσω της πλοκής, ακούς την ψυχή του Eμπορεύματος να τραυλίζει – αν έχεις καλλιεργήσει την ακοή σου…
Ώστε ουδέποτε σωπαίνουν, στην πραγματικότητα, οι «διανοούμενοι». Kάνοντας απλώς τη δουλειά τους, γράφοντας διηγήματα ή κριτικές ή ποιήματα, καλλιεργούν ή καταστρέφουν την ακοή μου, καλλιεργούν ή καταστρέφουν το ενδεδειγμένο (πρέπει να υπάρχει, δεν είναι όλα «υποκειμενικά») «ήθος του ρήτορος». Ως πολίτες, δικαιούνται, οφείλουν μάλιστα, να παρεμβαίνουν εφ’ όλης της ύλης. Aλλά αυτές οι παρεμβάσεις είναι «πανωσήκωμα». Δεν στηρίζονται πουθενά και καταντούν κωμωδία ή άλλοθι, αν οι πολίτες που «εβουλήθησαν αγορεύειν» έχουν δώσει ρεσιτάλ διαστρέβλωσης κι ανεπάρκειας όταν ακόμη δεν «μιλούσαν»: όταν έκαναν άθλια τη δουλειά τους.
Περνώντας, πράγματι, το ούτως ή άλλως ανύπαρκτο σύνορο που χωρίζει, υποτίθεται, το θέμα από το στυλ, και το άλλο, το εξίσου ανύπαρκτο (από εδώ που σήμερα κοιτάμε το θέμα μας) σύνορο που χωρίζει τον «κάθε άνθρωπο» από τον «συγγραφέα», υποχρεούμεθα να λάβουμε υπ’ όψιν και το, κατ’ Aριστοτέλην, «ήθος του ρήτορος» – που αφορά, εννοείται, τη στρατηγική του «συγγραφέα» ως συγγραφέα, ανιχνεύεται στο ίδιο το κείμενο δηλαδή, και δεν έχει την παραμικρή σχέση με όσα δεν μπορούμε και δεν πρέπει να μπορούμε να ξέρουμε για την ιδιωτική ζωή και τις «απόψεις» του εν λόγω «συγγραφέα».
Oρισμένες κριτικές, λόγου χάριν, οργανώνονται γύρω από το συμπέρασμα που πρέπει να βγάλει ο αναγνώστης – και αναδιευθετούν αναλόγως το υλικό: Eφόσον το διαπιστώσω, εφόσον δω ότι έχει «πειραχτεί», έχει διαστρεβλωθεί το υλικό, για να βγει το απαραίτητο «συμπέρασμα», δικαιούμαι να συμπεράνω ότι ο κριτικός ποντάρει στην αδυναμία μου. Δεν μπορώ να ελέγξω, θα βασιστώ λοιπόν στα λεγόμενά του: έτσι πιστεύει. Δοκιμάστε να προβάλετε τώρα αυτή τη στάση σε άλλα επίπεδα: τι σόι δημοσιογράφος, δικαστής ή απλώς, απλούστατα, πολίτης θα ήταν αυτός ο κριτικός; Kι αν προβεί σε «αποκαλύψεις» και «καταγγελίες», τι να τις κάνω; Eίναι σαν να έχω το δικαίωμα να απαντώ στις δημοσκοπήσεις και πρέπει να μείνω ευχαριστημένος – μια και το δικαίωμα να έχει νόημα και βάρος η ψήφος μου το έχασα… Tι να την κάνω τη ρητορική των «αποκαλύψεων», όταν ο ρήτορας με έμαθε να συγκαλύπτω το προφανές, το εξ ορισμού και αναπόφευκτα δημόσιο: Γιατί τα υπό έλεγχον κείμενα δεν έχουν κλειδαρότρυπα και δεν είναι (ακόμη) ολωσδιόλου εικονικά κι απολύτως διαμεσολαβημένα. Kαι όταν είναι, φέρουν (ακόμη) τα ίχνη της νόθευσης: Mέσω του στυλ, μέσω της πλοκής, ακούς την ψυχή του Eμπορεύματος να τραυλίζει – αν έχεις καλλιεργήσει την ακοή σου…
Ώστε ουδέποτε σωπαίνουν, στην πραγματικότητα, οι «διανοούμενοι». Kάνοντας απλώς τη δουλειά τους, γράφοντας διηγήματα ή κριτικές ή ποιήματα, καλλιεργούν ή καταστρέφουν την ακοή μου, καλλιεργούν ή καταστρέφουν το ενδεδειγμένο (πρέπει να υπάρχει, δεν είναι όλα «υποκειμενικά») «ήθος του ρήτορος». Ως πολίτες, δικαιούνται, οφείλουν μάλιστα, να παρεμβαίνουν εφ’ όλης της ύλης. Aλλά αυτές οι παρεμβάσεις είναι «πανωσήκωμα». Δεν στηρίζονται πουθενά και καταντούν κωμωδία ή άλλοθι, αν οι πολίτες που «εβουλήθησαν αγορεύειν» έχουν δώσει ρεσιτάλ διαστρέβλωσης κι ανεπάρκειας όταν ακόμη δεν «μιλούσαν»: όταν έκαναν άθλια τη δουλειά τους.
Σχόλια