Το μπαράζ της ελληνικής (και ίσως βαλκανικής) εκδοχής «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού», με την ομοβροντία νομοσχεδίων για ασφαλιστικό, εργασιακό, επιστολική ψήφο, γάμο ομόφυλων ζευγαριών, ιδιωτικά πανεπιστήμια, υγεία και μεγαλύτερη ιδιωτικοποίησή της, υποχωρήσεις σε ό,τι διεκδικεί η Τουρκία, πλήρη συμμόρφωση σε επιταγές των ΗΠΑ κ.λπ., προχωρά με ρωγμές, αντιθέσεις, αξιοποίηση παραγόντων. Προχωρά πάνω στις ράγες που έχουν τεθεί από μεγάλες οικονομικά και γεωπολιτικά δυνάμεις: Δυτικό στρατόπεδο ενάντια σε εχθρούς (Ρωσία, Παλαιστίνιοι, Χούθι και ό,τι άλλο διαταχθεί), πράσινη μετάβαση (ακόμα και στο αγροτικό ζήτημα προβλήθηκε η υπερκάλυψη τεράστιων εκτάσεων με φωτοβολταϊκά), ψηφιακή μετάβαση (ψηφιοποίηση κράτους, όλων των σχέσεων πολιτών, υπηρεσιών και τραπεζών, τηλεργασία και τηλεκπαίδευση, βιομετρικός έλεγχος).
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο συστημικός πολιτικός κόσμος κινούνται πάνω σε αυτές τις ράγες, δεν παρεκκλίνουν καθόλου. Το ποιος θα είναι ο «διαχειριστής» δεν είναι πρώτης σημασίας ζήτημα. Τώρα συμβαίνει να είναι ο Μητσοτάκης και μια Ν.Δ. που επανδρώνεται από γερές δόσεις Σημιτισμού-Βενιζελισμού και πολλών τεχνοκρατών/στελεχών που προηγουμένως θήτευσαν στον ΣΕΒ και σε άλλα κόμματα.
Η έκπληξη των διπλών εκλογών του καλοκαιριού με το 41%, την καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ και την απουσία αντιπολίτευσης, εξηγείται σε μεγάλο βαθμό: ο Μητσοτάκης είχε ένα πρόγραμμα («πρόγραμμα» που στηριζόταν σε όσα περιγράψαμε παραπάνω), και αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει (και αξιοποιήσει) κρίσεις όπως η πανδημία, να ξεπεράσει σχετικά ανώδυνα το συστημικό έγκλημα των Τεμπών, να δημιουργήσει μια νέα εκλογική πελατεία μέσω υποσχέσεων και επιδομάτων. Η γενική καταγγελία του «Μαξίμου Α.Ε.» δεν έπειθε, γιατί όσοι το βροντοφώναζαν είχαν στις πλάτες τους τη χρεοκοπία της «πρώτης φοράς Αριστεράς» και του 3ου μνημονίου. Ήταν δηλαδή εντελώς αναξιόπιστοι. Ο «διαχειριστής πολυκατοικίας» Μητσοτάκης εύκολα πρόβαλε ως ο «καταλληλότερος», και τώρα «επελαύνει» νομίζοντας ότι δεν έχει αντίπαλο, ότι μπορεί να προωθήσει όλες τις παραγγελιές που του επιβάλλονται.
Ναι, ο Μητσοτάκης ζορίζεται εν μέρει (κυρίως από τον όγκο και το βάρος των προβλημάτων και των «συμβολαίων» που πρέπει να εκτελέσει). Ναι, έχει μια φθορά, κι αυτό φάνηκε τη δεύτερη Κυριακή των αυτοδιοικητικών εκλογών, όπου το αλαζονικό «13-0» έγινε -4 περιφέρειες και απώλεια των 3 μεγαλύτερων δήμων. Και φυσικά νοιώθει πιέσεις. Πιέσεις από τη βάση της Ν.Δ., που βλέπει μια αλλαγή του χώρου της (δεν είναι τυχαία η δημοσκοπική άνοδος της Ελληνικής Λύσης). Πιέσεις διότι η αγροτική αναταραχή μπορεί να αποσπάσει ποσοστά, ειδικά στην επαρχία. Πιέσεις από τμήματα των ελίτ που δεν θα πάρουν καλές «μερίδες» από τη μοιρασιά των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας. Δεν πιέζεται όμως από την αντιπολίτευση, δεν κινδυνεύει από κάποιο ανερχόμενο ρεύμα ή πολιτικό που εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια. Η κεντροαριστερά σπαράσσεται. Έχουν ήδη αρχίσει και μέσα στο ΠΑΣΟΚ κινήσεις αμφισβήτησης του Ανδρουλάκη (είναι γεγονός πως «δεν τραβάει»), ενώ ο Κασσελάκης μοιάζει τελείως μεταβατικός και πρόσκαιρος.
Από αυτό το σημείο μέχρι τη διαπίστωση ότι «ο Μητσοτάκης είναι στριμωγμένος από τις κινητοποιήσεις των φοιτητών και των αγροτών», ότι «η νίκη είναι κοντά», ότι «βούλιαξε η Αθήνα από τους φοιτητές» κ.λπ., όπως δηλώνει με έμφαση ο κ. Κουτσούμπας αλλά και πιο μικρές ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Ίσως το ΚΚΕ να έχει τσιμπήσει κάτι με τη στάση που κρατά, αλλά αυτά τα «μεγάλα λόγια» μοιάζουν σαν την πιο επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου στην οποία έχουμε εισέλθει. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν τόσους μήνες πριν τις ευρωεκλογές δεν υπήρχε τέτοια ζέση και τέτοιος πυρετός προετοιμασίας και εσωκομματικών διεργασιών. Οι ευρωεκλογές δεν θα γίνουν με κεντρικό θέμα την Ευρώπη, την πορεία της, τη σχέση της χώρας μας με αυτήν, αλλά με ιδιαίτερα, εσωτερικά κριτήρια: φθορά ή ξανά νίκη της Ν.Δ., ποιο το δεύτερο και ποιο το τρίτο κόμμα, ποια μικρά θα εκλέξουν ευρωβουλευτή, ποια θα πιάσουν το 1,5% που εξασφαλίζει μια κρατική χρηματοδότηση.
Ναι, κατανοούμε πως είναι εκλογές εσωτερικού τοπίου και εσωτερικών πολιτικών ανακατατάξεων, αλλά πάλι τα ουσιαστικά προβλήματα θα παρακαμφθούν. Οι δημοσκοπήσεις, τα ποσοστά, τα λόγια, τα συνθήματα, το ειδικό μασάζ των ψηφοφόρων θα κυριαρχήσουν άλλη μια φορά. Θα στείλουν μηνύματα οι ευρωεκλογές; Βεβαίως, αλλά σε ποια κατεύθυνση, σε ποια προοπτική; Πόσο θα αμφισβητηθούν οι ράγες των μεγάλων αναδιαρθρώσεων που τονίσαμε στις αρχές του σημειώματος; Αν αυτό δεν συμβεί, η συστημική πολιτική και το ειδικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί από το 2010 έως σήμερα θα συνεχίσουν χωρίς μεγάλες τριβές και αμφισβητήσεις.
Η ελπίδα πάντα ξεπηδά από την αντίσταση και την αναγκαία κάθε εποχή νέα συνείδηση. Ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, μεταπρατική κυριαρχία, «δικαιωματισμός», επιδοματοποίηση, δορυφοροποίηση από Τουρκία, Δυτική στρατοπέδευση: αυτά συνθέτουν ένα πλαίσιο που πρέπει να βρεθεί στο στόχαστρο του λαϊκού παράγοντα. Χωρίς καμιά αφαίρεση, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς παραλείψεις. Η αντιμετώπισή τους είναι η απαρχή ενός σχεδίου Εθνικής Κυριαρχίας που σήμερα δεν υπάρχει, και πρέπει να οικοδομήσουμε!