Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο Δημήτρης Γληνός δημοσίευσε στο περιοδικό Εργασία μια σειρά άρθρων με θέμα «Το βασικό πρόβλημα της Παιδείας». Όχι. Δεν θα βρούμε εκεί τις απαντήσεις για το σήμερα, ούτε κάποιες αιώνιες αλήθειες. Μπορεί μάλιστα και τα «βασικά» να είναι σήμερα περισσότερα. Θα βρούμε όμως πράγματα ίσως πιο σημαντικά. Έναν τρόπο να αντικρίζουμε την «κατάσταση», πιο συνθετικό, πιο πλούσιο, μακριά από τις μονομέρειες και τις λεπτομέρειες που σήμερα αξιοποιούνται για να φθείρουν ο,τιδήποτε βαθυστόχαστο. Μια γραφή, η ίδια παιδευτική, ζωντανή, δεκτική σε αντιφάσεις, που πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο γιατί αλλιώς δε γίνεται. Μια αίσθηση τού πού βρισκόμαστε, το τι είναι αυτό που κάθε φορά κρίνεται, κοντά δηλαδή στην ιστορία και τον τόπο, δίχως προκατασκευασμένες προδιαγραφές του «προοδευτικού» και του «συντηρητικού». Και κυρίως ένα πάθος, μια πρόθεση και μπόλικα «πρέπει» που υποδηλώνουν μια «ατμόσφαιρα» φορτισμένη και ενεργητική, για όσους καταπιάνονται με την Παιδεία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Έχουμε τη γνώμη ότι αυτός θα μπορούσε να είναι και σήμερα ένας τρόπος για να προσεγγιστούν τα ζητήματα της Παιδείας. Μια αφετηρία για να ξεκινήσουμε να μιλάμε, να γράφουμε, να δρούμε για το καθ’ έκαστο.
Κάθε φορά που κάτι αλλάζει στην Παιδεία, βγαίνουν στην επιφάνεια σχεδόν τα πάντα. Έτσι και τώρα. Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας προκάλεσε μια μικρή συζήτηση. Από την παπαγαλία και τα φροντιστήρια μέχρι τα Λατινικά, την Κοινωνιολογία και τα κριτήρια επιλογής σχολών από τους νέους. Από τις δοσολογίες «χρησιμότητας» και «γενικής μόρφωσης» που πρέπει να περιέχει και να παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα μέχρι το ρόλο του δασκάλου ανάμεσα στην «αυθεντία» και την «εμψύχωση». Από το «ενιαίο» ή το «αποκεντρωμένο». Από το «ιδιωτικό» ή το «δημόσιο». Είναι όλα σημαντικά θέματα. Παρόλο που θα μπορούσε κάποιος να ξεμπερδεύει με το γεγονός ότι σε μια χώρα που έχει γενικώς και δομικά υποβαθμιστεί δε θα μπορούσε κι η παιδεία της να γλυτώσει. Αυτό όμως δε φτάνει. Όπως δε φτάνει και το «φταίει ο καπιταλισμός» ή και το «όλα φταίνε». Γιατί κάθε κρίση εμπεριέχει μια προοπτική και στοιχίζεται σε μια διαφορετική πορεία.
Όχι. Δε θα εμφανιστεί μια κίνηση που να πληροί όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές. Θα συνεχίσουν οι καθηγητές –και όλοι– να νοιάζονται πρωτίστως για την επιβίωσή τους. Θα συνεχίσουν οι μαθητές να αναζητούν και το αραλίκι τους. Θα συνεχίσουν οι γονείς να βλέπουν το καλό του παιδιού τους μέσα από τα δυνατά πτυχία. Θα συνεχίσουν οι τοπικές κοινωνίες να επιζητούν ανάπτυξη από τα φοιτητικά νοίκια. Θα συνεχίσουν οι πανεπιστημιακοί να κάνουν καριέρες ή να αποσύρονται σιωπηλοί στην έρευνά τους. Θα συνεχίσουν οι «κλάδοι» να επιχειρηματολογούν για την αξία του γνωστικού τους πεδίου ίσα-ίσα για να κερδίσουν μερικές παραπάνω ώρες διδασκαλίες. Θα συνεχίσουν οι συνάδελφοι να κυνηγούν κάποιο ιδιαίτερο ή κάποιοι –όχι οι περισσότεροι– να μην κάνουν σωστά τη δουλειά τους κ.ο.κ. Όμως μέσα και μαζί με όλα αυτά σίγουρα κάτι άλλο πρέπει να γεννηθεί. Γιατί η προηγούμενη εικόνα μοιάζει τελικά να συμπεριλαμβάνει πάρα πολλούς. Αν στο επίκεντρο μπει η κοινή μας μοίρα, δηλαδή, το παρόν και το μέλλον του τόπου και των παιδιών του, κάτι μπορεί να προκύψει.
Στο μικρό αυτό αφιέρωμα, εστιάσαμε στο πρόσφατο σχέδιο Νόμου της κυβέρνησης. Είμαστε πια συνηθισμένοι στον «τρόπο ΣΥΡΙΖΑ». Ένα μίγμα ανοησιών με περισπούδαστο ύφος, γλυψίματος των διαθέσεων, αλλαγής του μαύρου με το άσπρο και μπόλικης σκόνης προοδευτισμού. Η πεζή πραγματικότητα είναι ότι ο ταλαντούχος κύριος Γαβρόγλου προωθεί και αξιοποιεί κατά γράμμα την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ.
Στο αφιέρωμα φιλοξενούνται άρθρα των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Βασίλη Ξυδιά και Βύρωνα Λάμπρου, του συνταξιούχου εκπαιδευτικού Αντρέα Μπόμπα, της πανεπιστημιακού Γιάννας Γιαννουλοπούλου καθώς κι ένα ενδιαφέρον κείμενο του ιταλού στοχαστή Αντόνιο Γκράμσι.
Σχολές «υψηλής» και «χαμηλής» ζήτησης: Από την γελοιότητα στην πρόκληση