Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο μάζεψα ό,τι είχα πάνω στο γραφείο, τα έριξα μέσα σε ένα συρτάρι και έφυγα τρέχοντας για το Πολυτεχνείο. Μετά τη Νομική, κάθε αφορμή, κάθε σπίθα μάς ξεσήκωνε. Κάτι γινόταν εκεί και μαζευόταν κόσμος. Δεν θα αργήσω, είπα στον Τάκη Τσίρο, έναν από τους πιο ευγενείς ανθρώπους υψηλού μορφωτικού επιπέδου που έχω γνωρίσει και συνεργαστεί στη ζωή μου. Ο Τάκης, μεγαλύτερος στην ηλικία, ήταν μέλος της ομάδας στελεχών του ΕΙΡ που ξεκίνησε τις πρώτες τηλεοπτικές εκπομπές το 1966, λίγο πριν απολυθεί από τη δικτατορία λόγω των δημοκρατικών του πεποιθήσεων και προσληφθεί στη Λύρα από τον Αλέκο Πατσιφά που επάνδρωνε την εταιρία του σχεδόν αποκλειστικά με ανθρώπους που «τύχαινε» να είναι αριστεροί δημοκράτες, από πρώην κατάδικους κομμουνιστές που είχαν κάνει χρόνια φυλακή μέχρι σοσιαλιστές βομβιστές κατά της δικτατορίας!
Στο Πολυτεχνείο, η αίσθηση ήταν διαφορετική από το βίωμα της κατάληψης στη Νομική. Κατ’ αρχήν, ήμασταν πλέον πιο πολλοί εμείς που είχαμε κάπως ξεθαρρέψει κατά της χούντας μετά τις κινητοποιήσεις που είχαμε πάρει μέρος και δεν μας είχαν μπουζουριάσει. Προσωπικά, είχα κάνει κι ένα μεγαλύτερο άλμα. Είχα στρατολογηθεί στην Αντιφασιστική Αντιιμπεριαλιστική Σπουδαστική Παράταξη (ΑΑΣΠΕ) του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΕΚΚΕ). Η πολιτικοποίησή μου συνδεόταν όλο και πιο πολύ με την εσωτερική κατάσταση σε σχέση με τα διεθνή αντιπολεμικά κινήματα που μεσουρανούσαν διεθνώς λόγω του πολέμου στην Ινδοκίνα και ήταν τα πρώτα που με είχαν αναστατώσει και παρασύρει στο δρόμο της ανυπακοής.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ενώ στη Νομική ήμασταν μεταξύ μας, φοιτητές απ’ όλες τις σχολές, το Πολυτεχνείο ήταν ανοιχτό και οι εκκλήσεις μας για συμμετοχή απευθύνονταν σε όλο τον κόσμο. Γι’ αυτό μοιράζαμε φέιγ-βολάν στους περαστικούς, γράφαμε συνθήματα ή κολλάγαμε χαρτιά στα τρόλεϊ και τα λεωφορεία, γι’ αυτό φτιάχτηκε και ο ραδιοφωνικός σταθμός στο Πολυτεχνείο, για να ενημερώνονται οι ενδιαφερόμενοι για τα αιτήματα και τους στόχους μας και να προσελκύονται περισσότεροι στον αγώνα.
Επίσης, υπήρχε αισθητή διεύρυνση του χαρακτήρα της δράσης. Ήταν πιο εμφανή τα συνθήματα για την εκλαΐκευση και εμβάθυνση της κινητοποίησης. Το βασικό σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» κάλυπτε τα εκπαιδευτικά ζητήματα, αλλά και τα οικονομικο-κοινωνικο-πολιτικά. «Εργάτες, Αγρότες και Φοιτητές», «Ελλάς, Ελλήνων, Φυλακισμένων», «Λαέ πολέμα, σου πίνουνε το αίμα», «Κάτω η Χούντα», «Κάτω ο Παπαδόπουλος», «Δεν περνάει ο φασισμός», «ΕΣΑ-SS-Βασανιστές», «Θάνατος στον τύραννο», αλλά και απελευθερωτικά-εθνικοανεξαρτησιακά, «Έξω οι Αμερικάνοι», «Έξω από το ΝΑΤΟ», μαζί με εντονότατες επικλήσεις για παλλαϊκή συμμετοχή στην εξέγερση, «Λαϊκή Αντίσταση», «Αγωνιστείτε», «Όλοι κάτω» κ.λπ.
Ηθελημένα ή αυθόρμητα, η αντιπαράθεση είχε χοντρύνει τόσο σε επίπεδο συμμετοχής όσο και σε επίπεδο πολιτικής πλατφόρμας.
Δράση και αντίδραση
Η άπλα των κτηρίων και του μεγάλου προαύλιου μαζί με την ανοιχτόκαρδη επαφή με τον έξω κόσμο, η διαρκής προσέλευση ατόμων και ομάδων από διάφορες σχολές και σχολεία, από οικοδόμους ή αγρότες από τα Μέγαρα και η απουσία της αστυνομίας τουλάχιστον μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μας, βρίσκονταν σε καταφανή αντίθεση με το κλειστοφοβικό περιβάλλον της Νομικής που μόνο προς τα πάνω, μόνο μέσω της ταράτσας μπορούσαμε να δούμε τον γύρω κόσμο ο οποίος, όμως, παρεμποδιζόταν από τις δυνάμεις της αστυνομίας που είχαν κυκλώσει την περιοχή να μας πλησιάσει. Το Πολυτεχνείο, για πρακτικούς λόγους, αλλά και από την ωριμότητα που κατακτούσε το κίνημα, υπερείχε έναντι των προηγούμενων κινητοποιήσεων με την εξωστρέφεια που για πρακτικούς και πολιτικούς λόγους διέθετε.
Η σταθεροποίηση της κατάληψης μετά τους πρώτους δισταγμούς και τις αρχικές αντιπαραθέσεις απόψεων και γραμμών που διαμορφώνονταν υπό πίεση επί τόπου και η επιτυχία της κινητοποίησης που ήταν σε εξέλιξη, δεν προετοίμαζαν κανέναν γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Δεν είναι ότι είχαμε άγνοια κινδύνου, που σε ένα βαθμό είχαμε. Ήταν ότι το κατόρθωμά μας να ανεβάσουμε μια πρωταρχική δράση σε ένα πολύ ανώτερο επίπεδο, δημιουργούσε ταυτόχρονα μια αίσθηση ότι πάμε καλά χωρίς να ξέρουμε πού θα φτάσουμε. Αλλά νομίζω ότι κανένας δεν είχε φανταστεί ή δεν ήθελε να σκεφτεί ότι αυτή η αντιδικτατορική κορύφωση θα μπορούσε να καταλήξει σε μακελειό. Σε πάνω από δύο χιλιάδες συλλήψεις, χίλιους τραυματίες και δεκάδες νεκρούς! Ακόμα κι όταν ξεκίνησε η επίθεση της αστυνομίας και του στρατού, εμείς που ήμασταν μέσα στον κλειστό πια χώρο, δεν ξέραμε σε ποιο βαθμό γίνονταν αγριότητες στον μεγάλο περίγυρο.
Συνειδητοποίησα τη σοβαρότητα της κατάστασης όταν είδα σε μια χαοτική κατάσταση κάποιους ξαπλωμένους πάνω σε μεγάλα τραπέζια που τους είχαν απ’ έξω μεταφέρει τραυματισμένους για πρώτες βοήθειες! Οι πολλοί που είχαν κατακλύσει όλο τον υπαίθριο χώρο, άλλοι καθισμένοι στα σκαλοπάτια του κεντρικού κτηρίου και της Σχολής Καλών Τεχνών και άλλοι όρθιοι, δεν είχαν σαφή αντίληψη για το τι ακριβώς συμβαίνει στους δρόμους. Ακούγαμε πυροβολισμούς, βλέπαμε νέους που έτρεχαν πέρα δώθε στην Πατησίων, τις φωτιές που είχαν ανάψει, ανησυχούσαμε όλο και περισσότερο καθώς περνούσε η ώρα, αλλά αφυπνιστήκαμε για τα καλά μόλις ακούσαμε τις ερπύστριες. Από τη στιγμή που τα τανκς στάθηκαν μπροστά στο Πολυτεχνείο, κάθετα στο δρόμο, με τους προβολείς και τα κανόνια στραμμένα προς το μέρος μας, ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η πραγματικότητα είχε αλλάξει δραματικά.
Στεκόμασταν όρθιοι πίσω από την πύλη, σε σειρές, πολλές σειρές, εκατοντάδες άτομα, σε στάση άβολης αναμονής, χωρίς αίσθηση του χρόνου. Κρατιόμασταν χέρι-χέρι με την Ειρήνη και την Ξένια, ακίνητοι, και μόνο όταν έγινε το αδιανόητο μέχρι πρότινος, να δούμε ξαφνικά το τανκ να κινείται μουγκρίζοντας και τη σιδερένια πύλη να καταπλακώνεται και να τσακίζεται μαζί με τις κολόνες που τη στήριζαν, το αυτοκίνητο που είχε τοποθετηθεί σαν κόντρα-φράγμα να τσαλακώνεται και κάποιον που ήταν όρθιος και κουνούσε σαν πουλί τα χέρια του να εκσφενδονίζεται και να χάνεται στα σκοτεινά, κάναμε ενστικτωδώς μερικά βήματα οπισθοχωρώντας και αμέσως γυρίσαμε τις πλάτες στο τανκ και τους στρατιώτες που έμπαιναν στο προαύλιο από τα πλάγια, και τρέξαμε προς τα πίσω. Εγκλωβιστήκαμε σε ένα κτήριο αλλά ένας περιφερόμενος στρατιώτης μάς έδειξε από πού να ξεφύγουμε. Είχαν ξηλώσει μερικά κάγκελα και πηδήξαμε στη Στουρνάρη. Μετά χωθήκαμε μαζί με άλλους σε μια πολυκατοικία στη Τζορτζ, όπου αμέσως τους παρότρυνα να φύγουμε γιατί θα μας έπιαναν στη φάκα.
Τραβήξαμε προς την πλατεία Εξαρχείων, αλλά ξαφνικά κόπηκε το κορδόνι από το ταγάρι της Ειρήνης και σκόρπισαν τα πράγματά της στο πεζοδρόμιο. Σταματήσαμε βλαστημώντας και μαζεύαμε ταυτότητες, κλειδιά, μολύβια, λεφτά, ό,τι περιείχε και συνεχίσαμε για να περάσουμε το μπλοκ των αστυνομικών που ήταν παραταγμένοι στο ύψος της Μπουμπουλίνας κραδαίνοντας τα κλομπ με τα οποία κοπανούσαν όσους προλάβαιναν. Στην αναμπουμπούλα είχα χάσει την Ξένια που παρασύρθηκε από άλλο μπουλούκι και με την Ειρήνη πήραμε τη Ζωοδόχου Πηγής μέχρι που βρήκαμε μια ανοιχτή πόρτα και ανεβήκαμε σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα μαζί με καμιά εικοσαριά συναγωνιστές που κάθισαν όλοι όπου βρήκαν, οι περισσότεροι στο πάτωμα, σιωπηλοί και αλαφιασμένοι.
Το πρωί, αποχωρήσαμε και περνώντας από τα δρομάκια της Κυψέλης κατεβήκαμε στην Πατησίων με πολλές προφυλάξεις, στη στάση Λυσσιατρείο και καταφύγαμε στο διαμέρισμα της αδελφής μου και του γαμπρού μου, της Βάσως και του Γιάννη, που ήταν νιόπαντροι, στην οδό Κασσαβέτη, επειδή σκεφτήκαμε ότι δεν πρέπει να πάμε στα δικά μας σπίτια γιατί ενδεχομένως η Ασφάλεια θα έχει εξαπολύσει κυνηγητό πόρτα-πόρτα για να συλλάβει όσους είχε εντοπίσει και ταυτοποιήσει στις μέρες της κατάληψης.
Η αδελφή μου ειδοποίησε τους γονείς μας ότι είμαστε σώοι και φιλοξενηθήκαμε μέχρι να σιγουρευτούμε ότι δεν ήμασταν ανάμεσα στους καταζητούμενους.
Στη Λύρα γύρισα μετά από μερικές μέρες. Ούτε είχα απολυθεί ούτε με ρώτησε κανείς γιατί… άργησα!