Το νέο μυθιστόρημα του Πολυχρόνη Κουτσάκη Το ομορφότερο τέλος στον κόσμο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, είναι ένα ακόμη δείγμα της ανοδικής πορείας του αστυνομικού μυθιστορήματος στη χώρα μας. Προφανώς, δεν είναι καθόλου τυχαία η άνθιση που γνωρίζει το συγκεκριμένο είδος κατά την περίοδο της κρίσης…

Ο ίδιος ο συγγραφέας ζει πια στη μακρινή Αυστραλία, ένας από τους χιλιάδες επιστήμονες που έφυγαν από τη χώρα μας κατά την περίοδο της κρίσης. Η αγάπη και η νοσταλγία για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Χανιά, ξεπηδά σε κάθε σελίδα του βιβλίου.

Η πόλη είναι εκεί, όχι ως ένα απλό φόντο ενός συναρπαστικού αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά ως κάτι ολοζώντανο. Μέσα από την μυθοπλασία ξεπηδά η ιδέα της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο, χωρίς ψευδαισθήσεις και ωραιοποιήσεις.

Ο συγγραφέας καταφέρνει να βρει ένα πρωτότυπο θέμα, γειωμένο ωστόσο στην πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Το νουάρ μυθιστόρημα στάθηκε πάντα κριτικά απέναντι στο κοινωνικό status quo κι αυτό κάνει κι ο Πολυχρόνης Κουτσάκης.

Η αγάπη για τον τόπο δεν τον οδηγεί να παρουσιάσει εικόνες ως καρτ ποστάλ, αλλά όψεις μια πόλης όπου η παράδοση συνυπάρχει με τη στρεβλή τουριστική ανάπτυξη και οι εγκληματικές συμμορίες, με ποικίλες διασυνδέσεις, δουλεύουν στο παρασκήνιο, πίσω από τις ειδυλλιακές εικόνες των διακοπών.

Ένα από τα θέματα που θίγονται είναι και αυτό της «Κρητικής βεντέτας», η οποία δυστυχώς δεν φαίνεται να έχει εξαλειφθεί μέχρι σήμερα.

Πάνω απ’ όλα είναι όμως ένα απολαυστικό ανάγνωσμα που θα σας κρατήσει σε αγωνία μέχρι την τελευταία στιγμή. Ενδιαφέρουσα και η συζήτηση με τον συγγραφέα. Ευτυχώς τα νέα μέσα μάς επιτρέπουν την επικοινωνία με την άλλη άκρη του πλανήτη…

 

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Μπορείς να μας βάλεις στο κλίμα του νέου σου βιβλίου; Ποια θα ήταν μια δική σου εισαγωγή;
Ο Χρήστος Πάλλης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, στα είκοσι δύο του δεν είχε κανέναν δίπλα του και τίποτα που να τον γεμίζει. Σ’ ένα ταξίδι στα Χανιά γνώρισε τυχαία τη Μαριάννα Πετράκη, ερωτεύτηκαν τρελά και πέρασαν δύο μαγικά χρόνια, ώσπου η Μαριάννα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό.

Σήμερα, δέκα χρόνια αργότερα, ο Χρήστος είναι –κόντρα στη θέλησή του– πασίγνωστος ιδιωτικός ντετέκτιβ. Συγκατοικεί με έναν τεμπέλη σκύλο και με μια έφηβη που έσωσε από πολύ δύσκολες συνθήκες και η προσωπική του ζωή είναι ανύπαρκτη – δε θέλησε να την ξαναφτιάξει ποτέ. Του αρκεί να θυμάται τη Μαριάννα.

Μέχρι που την πόρτα του γραφείου του χτυπάει ο εκπρόσωπος ενός εφοπλιστή. Του δείχνει τη φωτογραφία της γυναίκας του αφεντικού του, η οποία έχει εξαφανιστεί.

Η γυναίκα στη φωτογραφία είναι η Μαριάννα.

Και ο Χρήστος θα αναγκαστεί να επιστρέψει στα Χανιά, στην πόλη που είχε ορκιστεί να μην γυρίσει ποτέ, για να ψάξει να βρει την Μαριάννα αλλά και το γιατί επί δέκα χρόνια όλα όσα νόμιζε ότι γνώριζε ήταν ψέματα.

 

Τι έχει από τον εαυτό σου ο ήρωάς σου, ο ντετέκτιβ Χρήστος Πάλλης;
Προσπαθώ οι ήρωές μου να μην μου μοιάζουν, γιατί αλλιώς δεν θα είχε και πολύ νόημα το να γράψω γι’ αυτούς – όπως και οι αναγνώστες, οι συγγραφείς γράφουν για να ζήσουν άλλες ζωές, πιθανότατα πολύ πιο περιπετειώδεις από την δική τους. Οπότε, αν δημιουργούσα ήρωες-κόπιες μου, θα βαριόμουν πρώτα εγώ και σίγουρα στη συνέχεια και οι αναγνώστες. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το μόνο κοινό που έχει ο Χρήστος Πάλλης μ’ εμένα είναι μια κοινή αντίληψη για το πού βρίσκονται ορισμένα ηθικά όρια τα οποία είναι, και πρέπει να παραμείνουν, αμετακίνητα.

 

Έχεις ασχοληθεί με πολλά και διαφορετικά είδη λόγου. Τι είναι αυτό που σε τραβά στο αστυνομικό μυθιστόρημα;
Η δυνατότητα που προσφέρει στον συγγραφέα να μιλήσει για την κοινωνία και για την εποχή του, βάζοντας όσα θέλει να πει σε ένα περιτύλιγμα περιπέτειας, ώστε ο αναγνώστης να θέλει να διαβάσει παρακάτω. Για μένα το πιο βασικό είναι τα βιβλία μου να αναγκάζουν τους αναγνώστες να θέλουν να διαβάσουν «ένα κεφάλαιο ακόμα» και μετά ένα ακόμα κ.λπ. Αν η ιστορία ενθουσιάζει τους αναγνώστες, τα υπόλοιπα που θέλω να πω δεν είναι κρίσιμο αν θα γίνουν αντιληπτά. Αν γίνουν, έχει καλώς, αν όχι, και μόνο ο ενθουσιασμός από την ιστορία που διάβασαν είναι αρκετός.

Το αστυνομικό μυθιστόρημα προσφέρει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να μιλήσει για την κοινωνία και για την εποχή του, βάζοντας όσα θέλει να πει σε ένα περιτύλιγμα περιπέτειας, ώστε ο αναγνώστης να θέλει να διαβάσει παρακάτω

Υπάρχει μια άνθηση της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας. Ποια είναι η δική σου ερμηνεία;
Είναι, νομίζω, συνδυασμός δύο πραγμάτων. Το ένα είναι η ανάγκη των αναγνωστών να κατανοήσουν την έξαρση της προβαλλόμενης βίας γύρω τους, στην Ελλάδα και διεθνώς. Το δεύτερο είναι ότι η άνθηση της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, και η «μόδα» το έφερε και στην Ελλάδα.

 

Ζεις απ’ ό,τι διάβασα στην Αυστραλία. Είναι επιλογή ή ανάγκη; Τι νοσταλγείς και τι σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι μακριά;
Είναι και επιλογή και ανάγκη. Ήμουν καθηγητής στο Πολυτεχνείο Κρήτης, έζησα όλη την κρίση από το 2009 έως τα τέλη του 2015, είδα ότι οι προοπτικές που υπήρχαν δεν ήταν καλές για τη δουλειά και την οικογένειά μου και όταν έλαβα μια πολύ καλή προσφορά θέσης εργασίας σε πανεπιστήμιο στην Αυστραλία πήρα τη δύσκολη απόφαση να φύγω. Δύσκολη, επειδή αγαπώ πάρα πολύ τα Χανιά (φαίνεται και από τα τέσσερα αστυνομικά μυθιστορήματά μου που διαδραματίζονται εκεί), οπότε μου κόστισε ιδιαίτερα το ότι έφυγα. Νοσταλγώ πρώτα απ’ όλα την οικογένεια και τους φίλους μου, τους ανθρώπους που αγαπώ δηλαδή και τους οποίους φροντίζω να βλέπω πολύ στις ετήσιες διακοπές μου στα Χανιά. Έπειτα, τα μέρη στα οποία μεγάλωσα και ακόμα μου αρέσει πολύ να κυκλοφορώ. Τέλος, το εκπληκτικό φαγητό! Αυτό που με κάνει να χαίρομαι πολύ στην Αυστραλία είναι η εξαιρετική οργάνωση του κράτους και οι ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα στους ανθρώπους εδώ, σε όλα τα επίπεδα, αρκεί να είναι διατεθειμένοι να λειτουργήσουν με βάση τους κανόνες της χώρας.

 

Πολλά έργα σου κυκλοφορούν και στα αγγλικά. Πόσο εύκολο (ή δύσκολο) είναι να έχει μια επιτυχημένη καριέρα κάποιο ελληνικό βιβλίο εκτός Ελλάδος;
Τα δύο αστυνομικά μου μυθιστορήματα που διαδραματίζονται στην Αθήνα, με ήρωα τον «ηθικό» επαγγελματία δολοφόνο Στράτο Γαζή, έχουν εκδοθεί στις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Αυστραλία από τον αγγλικό εκδοτικό οίκο Bitter Lemon Press, που εξειδικεύεται στην αστυνομική λογοτεχνία από όλο τον κόσμο. Επίσης, έξι θεατρικά μου έργα έχουν εκδοθεί στον Καναδά.

Η αλήθεια είναι πως η επιτυχία στο εξωτερικό (σε επίπεδο κριτικών που θα λάβει το βιβλίο και ακόμα περισσότερο σε επίπεδο πωλήσεων) είναι εξαιρετικά δύσκολη για τους Έλληνες συγγραφείς. Πρέπει να βρεις τρόπο να μεταφραστεί το βιβλίο (και να είναι έξοχη η μετάφραση, όχι «στο περίπου»), κι έπειτα να βρεις ατζέντη στο εξωτερικό ο οποίος θα διαλέξει το βιβλίο σου ανάμεσα στα χιλιάδες που του προτείνονται ώστε να το εκπροσωπήσει. Κι έπειτα, να καταφέρει να το πουλήσει σε σοβαρό εκδότη, που θα το διαλέξει επίσης ανάμεσα στα χιλιάδες που του προτείνουν διάφοροι ατζέντηδες. Κι έπειτα, ο εκδότης να το υποστηρίξει μέσα από το δίκτυο επαφών του ώστε το βιβλίο και να βρεθεί στα βιβλιοπωλεία και να λάβει προβολή μέσα από τα ΜΜΕ. Γενικά, πρέπει να δουλεύεις απίστευτα πολύ, αφού σίγουρα κάνεις και άλλη δουλειά για να επιβιώνεις, να γράφεις επειδή το γουστάρεις και όχι επειδή θες να «γίνεις πετυχημένος», αλλά ταυτόχρονα να το αντιμετωπίζεις ως καριέρα και όχι ως χόμπι, άρα να πιέζεις τον εαυτό σου να γράφει κάθε μέρα ακόμα κι αν δεν βγαίνει τίποτα καλό και πετάς ότι έχεις γράψει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!