Της Ματίνας Παπαχριτούδη. Ό,τι ώρα και αν ανοίξεις την ΤV, ή τούρκικα θα ακούσεις ή μια κουτάλα θα σου ‘ρθει στο στόμα.
Με αυτή τη φράση περιγράφεται από πολλούς πια η εικόνα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών.
Είκοσι δύο χρόνια μετά την «επανάσταση» της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι σταθμοί ανεξέλεγκτοι για τις υποχρεώσεις τους, πουλάνε στην κοινωνία και στην πολιτική εξουσία το μοναδικό εμπόρευμα για το οποίο χαίρουν της ιδιότυπης ασυλίας τους: ενημέρωση διαπλεκόμενη και βαθιά ελεγχόμενη. Κάτι σαν φερέφωνα, όργανα επιβολής μνημονίων και κυβερνητικών πολιτικών.
Το φαινόμενο ούτε εκπλήσσει, ούτε και είναι ανεξήγητο. Αυτό που έχει όμως μεγάλη σημασία είναι η εξέταση και καταγραφή της δεύτερης λειτουργίας του Μέσου της τηλεόρασης. Στην εκπομπή του λεγόμενου ψυχαγωγικού προγράμματος.
Οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί εκπέμπουν ελεύθερα σε συχνότητες που ανήκουν στο κράτος ως περιουσία ιδιαίτερης αξίας και δημοσίου συμφέροντος. Με αυτή τη συνταγματική αρχή έλαβαν τις βεβαιώσεις προσωρινής λειτουργίας τους ως νόμιμες επιχειρήσεις. Με όρους που πηγάζουν από αυτή την αρχή εμφανίζονται να έχουν απαιτήσεις έναντι της πολιτικής εξουσίας, όπως π.χ να μην πληρώνεται ο ειδικός φόρος της διαφήμισης, να μην πληρώνουν για την κατοχή συχνοτήτων…
Τα τρία τελευταία χρόνια έχουν καταπατηθεί εγκληματικά όλοι οι παραπάνω όροι. Καταπάτηση που ήρθε ως φυσιολογική εξέλιξη του τηλεοπτικού μοντέλου που επέβαλαν. Εξαρχής, λοιπόν, δεν εφάρμοσαν καμία από τις τυπικές συμβατικές υποχρεώσεις τους, όπως συμβαίνει σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. (Και εκεί καπιταλισμός υπάρχει, κι εκεί οι επιχειρηματίες καθορίζουν την τηλεοπτική αγορά). Δεν πλήρωσαν ούτε ευρώ για συμμετοχή σε εγχώριες κινηματογραφικές παραγωγές για να στηριχθεί η ελληνική παραγωγή σινεμά και η ελληνική γλώσσα. Δεν ενέταξαν στο πρόγραμμά τους εκπομπές και σειρές για πολίτες με αναπηρίες. Δεν πλήρωσαν ούτε σεντ για ευπαθείς ομάδες όπως οι τυφλοί. Δεν φρόντισαν να εκπέμπεται πρόγραμμα στην ελληνική γλώσσα σε ποσοστό άνω του 40%, ευρωπαϊκής παραγωγής άνω του 50%. Με κόλπα και κολπάκια τα οποία επικύρωσαν θεσμικά οι νόμοι Βενιζέλου-Ρουσόπουλου, τα κανάλια μετατράπηκαν εκτός από τηλεοπτικές εταιρίες και σε εταιρίες ανεξάρτητης τηλεοπτικής παραγωγής. Θάβοντας σε μόλις δυο-τρία χρόνια όλες τις ανεξάρτητες από άμεσα τηλεοπτικά συμφέροντα, ιδιωτικές εταιρίες παραγωγής.
Το μοντέλο αυτό επιβλήθηκε και γιγαντώθηκε με τη συμμετοχή διάσημων δημιουργών, σκηνοθετών, σεναριογράφων και, κυρίως, ηθοποιών οι οποίοι και ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα τα χρόνια της τηλεοπτικής κυριαρχίας με golden μισθούς και αμοιβές και ακόμη πιο αστραφτερή δόξα αναγνωρισιμότητας.
Η φούσκα της τηλεόρασης έσκασε. Χωρίς καθόλου θόρυβο, χωρίς τα σκάγια να πάρουν κανέναν από τους υπεύθυνους γι’ αυτή την κατάντια.
Οι μόνοι που την πλήρωσαν -και το πληρώνουν ακριβά- είναι οι χιλιάδες των εργαζομένων στην τηλεοπτική παραγωγή, εντός και εκτός τηλεοπτικών πλατό. Περισσότερο από 90% είναι η ανεργία στο χώρο του θεάματος, ηθοποιοί πεινάνε και δεν μιλάνε. Προσδοκώντας την επόμενη τηλεοπτική δουλειά που ίσως, κάποτε, θα έρθει.
Γιατί αν μιλήσουν θα μπουν στα μαύρα κατάστιχα των στελεχών που οδήγησαν την TV εδώ που την οδήγησαν κι ακόμη αποφασίζουν. Για την κουτάλα και το τουρκικό σίριαλ.
Οι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί πουλάνε ώς και σήμερα εξουσία, ενώ στην πραγματικότητα είναι άδεια κελύφη της τηλεοπτικής αγοράς. Με στελέχη που αγοράζουν φθηνές τουρκικές παραγωγές, ακόμη πιο φθηνά και άθλια real σόου, μεταφρασμένα ή απευθείας κοπιαρισμένα από τις πάμφθηνες και εξίσου άθλιες ευρωπαϊκές παραγωγές. Η ελληνική γλώσσα ακούγεται μόνο στις ενημερωτικές εκπομπές και τις ακόμη πιο ξεδιάντροπες εκπομπές στούντιο, με χαμηλοαμειβόμενους σταρ σε κρεσέντο ηλίθιας τηλε-διασκέδασης.
Ουσιαστικά η ελληνική τηλεόραση, αυτό που ονομάζουμε τηλεόραση στην Ελλάδα, έχει πεθάνει. Δεν περιλαμβάνει δημιουργία, δεν εκπέμπει κανένα ελληνικό πρόγραμμα, δεν είναι φορέας ψυχαγωγίας, ούτε καν διασκέδασης. Κι όμως, κανείς δεν αποφασίζει να τη θάψει αφήνοντάς την να ανακατεύει κουτάλες και να υποκλίνεται στην πλούσια τηλεοπτική βιομηχανία παραγωγής της γείτονος Τουρκίας.