Επειδή σαν χθες, το 1872, ψήφισε για πρώτη φορά στην ιστορία, παραβιάζοντας το νόμο στις ΗΠΑ η Σούζαν Άντονι και καταδικάστηκε γι’ αυτό σε πρόστιμο 100 δολαρίων, το οποίο αρνήθηκε να πληρώσει.
Της Έλενας Πατρικίου.
Κοπέλες που χαρίζουν στον εαυτό τους μια τελευταία επίσκεψη στο κομμωτήριο μετά την απόλυση, μπας και το καινούργιο χρώμα αλλάξει το γούρι ή, έστω, τους φτιάξει το κέφι… Νέες γυναίκες που επιστρέφουν στις επαρχίες τους σε αναζήτηση δουλειάς – στις επαρχίες τις οποίες είχαν εγκαταλείψει τις τελευταίες δεκαετίες μαζικά, πνιγμένες από την μιζέρια τους…
Επιλογές προσωπικές, διέξοδοι προσωπικές, λύσεις προσωπικές. Αλλά ένα μέρος τουλάχιστον της κρίσης που ζούμε, αν όχι της οικονομικής, τουλάχιστον της πολιτικής και κοινωνικής, οφείλεται και στο γεγονός πως, χρόνια τώρα, ψάχναμε προσωπικές λύσεις, βολευόμασταν σε προσωπικές διεξόδους. Ειδικά οι γυναίκες, για χίλιους λόγους, είδαμε με καχυποψία τους ετοιμόρροπους και ημιτελείς θεσμούς του νεοελληνικού «κοινωνικού» κράτους και, αντί να διεκδικήσουμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε και να τους δώσουμε το σχήμα που θα εξυπηρετούσε τις δικές μας ανάγκες, στραφήκαμε σ’ αυτό που ξέραμε καλύτερα: την προσωπική ικανότητα να επιβιώσουμε εφευρίσκοντας προσωπικές λύσεις.
Στο προχτεσινό της άρθρο στην Αυγή, με τίτλο η Ελένη Πορτάλιου εγκωμιάζει, και ορθά, την κεφάτη, δημιουργική και άκρως αποτελεσματική παρουσία των γυναικών στα μικρά κινήματα που ανθίζουν τα τελευταία χρόνια στις πόλεις, αλλά, επίσης ορθά, επισημαίνει την απουσία αμιγώς γυναικείων διεκδικήσεων και ξεκάθαρου φεμινιστικού προσανατολισμού.
Εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να παραμένουν απούσες από έναν συνδικαλισμό που, στις καλύτερες των περιπτώσεων, θυμίζει παραδοσιακό «αντρικό» καφενείο, εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να παραμένουν απούσες από την «υψηλή» πολιτική των «υψηλών» (αν και συνήθως μετρίου αναστήματος, κυριολεκτικά και μεταφορικά) στελεχών της κεντρικής σκηνής, οι γυναίκες, και ειδικά οι γυναίκες της μείζονος Αριστεράς, διοχέτευσαν την δυναμική τους εκεί που ξέρουν πως μπορούν να δράσουν χωρίς επιβεβλημένους άνωθεν κανόνες και χωρίς την καταλυτική και άκρως αντιπαθή αντρική λογοκρισία: στα «μικρά» και «καθημερινά».
Προφανώς τα μικρά και καθημερινά είναι συχνά μεγάλα και εξαιρετικά: τα πάρκα, οι παιδικοί σταθμοί, η ζωή της γειτονιάς, η αποκατάσταση της εσωτερικής αλληλεγγύης των «μικρών» κοινωνιών που συναποτελούν την μεγάλη κοινωνία. Αλλά, όσο μεγάλα κι αν είναι τα «μικρά», δεν παύουν να είναι προεκτάσεις του εσωτερικού, «οικιακού» χώρου, που αποτελεί, παραδοσιακά, τον κατεξοχήν γυναικείο χώρο. Άρα, παρά την ουσιαστική ανακούφιση που μπορεί η αποτελεσματική ενασχόληση μ’ αυτά να προσφέρει τόσο στην προσωπική όσο και στη συλλογική μας ζωή, οι γυναίκες που ενεργοποιούνται εκεί παραμένουν δέσμιες των στερεότυπων κοινόχρηστων σχημάτων και, ακόμα χειρότερα, ακυρώνουν τελικά τη ριζοσπαστικότητά τους, αναπαράγοντας, εκμοντερνισμένα, την αποδεκτή εικόνα της γυναικείας φροντίδας που απαλύνει τους μικρούς πόνους.
Το επάρατο Μνημόνιο, με τις τερατώδεις συνέπειες που (θα) έχει στις ζωές μας, ίσως μας αναγκάσει να ξανασκεφτούμε τις γυναικείες προτεραιότητές μας. Και, ίσως, μας ωθήσει στην επανεφεύρεση μίας φεμινιστικότερης συνείδησης. Στο μεταξύ, ας γίνουμε λίγο περισσότερο πολίτισσες (που σημαίνει και λίγο περισσότερο φεμινίστριες, άρα και λίγο περισσότερο ριζοσπαστικές, άρα και πολύ περισσότερο αριστερές) κι ας ψηφίσουμε, για λόγους αρχής, μα και για λόγους ουσίας, όχι «γυναίκες υποψήφιες», αλλά πολίτισσες. Για να γίνει η ζωή μας λίγο περισσότερο ριζοσπαστική, λίγο περισσότερο αριστερή, λίγο περισσότερο πολιτική και, ίσως, λίγο περισσότερο υποφερτή για τις γυναίκες.
Επιλογές προσωπικές, διέξοδοι προσωπικές, λύσεις προσωπικές. Αλλά ένα μέρος τουλάχιστον της κρίσης που ζούμε, αν όχι της οικονομικής, τουλάχιστον της πολιτικής και κοινωνικής, οφείλεται και στο γεγονός πως, χρόνια τώρα, ψάχναμε προσωπικές λύσεις, βολευόμασταν σε προσωπικές διεξόδους. Ειδικά οι γυναίκες, για χίλιους λόγους, είδαμε με καχυποψία τους ετοιμόρροπους και ημιτελείς θεσμούς του νεοελληνικού «κοινωνικού» κράτους και, αντί να διεκδικήσουμε τη δυνατότητα να παρέμβουμε και να τους δώσουμε το σχήμα που θα εξυπηρετούσε τις δικές μας ανάγκες, στραφήκαμε σ’ αυτό που ξέραμε καλύτερα: την προσωπική ικανότητα να επιβιώσουμε εφευρίσκοντας προσωπικές λύσεις.
Στο προχτεσινό της άρθρο στην Αυγή, με τίτλο η Ελένη Πορτάλιου εγκωμιάζει, και ορθά, την κεφάτη, δημιουργική και άκρως αποτελεσματική παρουσία των γυναικών στα μικρά κινήματα που ανθίζουν τα τελευταία χρόνια στις πόλεις, αλλά, επίσης ορθά, επισημαίνει την απουσία αμιγώς γυναικείων διεκδικήσεων και ξεκάθαρου φεμινιστικού προσανατολισμού.
Εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να παραμένουν απούσες από έναν συνδικαλισμό που, στις καλύτερες των περιπτώσεων, θυμίζει παραδοσιακό «αντρικό» καφενείο, εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να παραμένουν απούσες από την «υψηλή» πολιτική των «υψηλών» (αν και συνήθως μετρίου αναστήματος, κυριολεκτικά και μεταφορικά) στελεχών της κεντρικής σκηνής, οι γυναίκες, και ειδικά οι γυναίκες της μείζονος Αριστεράς, διοχέτευσαν την δυναμική τους εκεί που ξέρουν πως μπορούν να δράσουν χωρίς επιβεβλημένους άνωθεν κανόνες και χωρίς την καταλυτική και άκρως αντιπαθή αντρική λογοκρισία: στα «μικρά» και «καθημερινά».
Προφανώς τα μικρά και καθημερινά είναι συχνά μεγάλα και εξαιρετικά: τα πάρκα, οι παιδικοί σταθμοί, η ζωή της γειτονιάς, η αποκατάσταση της εσωτερικής αλληλεγγύης των «μικρών» κοινωνιών που συναποτελούν την μεγάλη κοινωνία. Αλλά, όσο μεγάλα κι αν είναι τα «μικρά», δεν παύουν να είναι προεκτάσεις του εσωτερικού, «οικιακού» χώρου, που αποτελεί, παραδοσιακά, τον κατεξοχήν γυναικείο χώρο. Άρα, παρά την ουσιαστική ανακούφιση που μπορεί η αποτελεσματική ενασχόληση μ’ αυτά να προσφέρει τόσο στην προσωπική όσο και στη συλλογική μας ζωή, οι γυναίκες που ενεργοποιούνται εκεί παραμένουν δέσμιες των στερεότυπων κοινόχρηστων σχημάτων και, ακόμα χειρότερα, ακυρώνουν τελικά τη ριζοσπαστικότητά τους, αναπαράγοντας, εκμοντερνισμένα, την αποδεκτή εικόνα της γυναικείας φροντίδας που απαλύνει τους μικρούς πόνους.
Το επάρατο Μνημόνιο, με τις τερατώδεις συνέπειες που (θα) έχει στις ζωές μας, ίσως μας αναγκάσει να ξανασκεφτούμε τις γυναικείες προτεραιότητές μας. Και, ίσως, μας ωθήσει στην επανεφεύρεση μίας φεμινιστικότερης συνείδησης. Στο μεταξύ, ας γίνουμε λίγο περισσότερο πολίτισσες (που σημαίνει και λίγο περισσότερο φεμινίστριες, άρα και λίγο περισσότερο ριζοσπαστικές, άρα και πολύ περισσότερο αριστερές) κι ας ψηφίσουμε, για λόγους αρχής, μα και για λόγους ουσίας, όχι «γυναίκες υποψήφιες», αλλά πολίτισσες. Για να γίνει η ζωή μας λίγο περισσότερο ριζοσπαστική, λίγο περισσότερο αριστερή, λίγο περισσότερο πολιτική και, ίσως, λίγο περισσότερο υποφερτή για τις γυναίκες.
Σχόλια