«…Το ν’ αναβάλλεις είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Η μεγάλη αναβλητικότητα που έχει ο άνθρωπος είναι απέναντι στον θάνατο, κανείς δεν θέλει να τον αντιμετωπίσει…»
Μένης Κουμανταρέας,
συνέντευξη στον Δρόμο της Αριστεράς
Το πρωί του περασμένου Σαββάτου, που κατά τραγική σύμπτωση παρουσιάζαμε την έκδοση της αλληλογραφίας του Μένη Κουμανταρέα με τον Βασίλη Βασιλικό, ήρθε η είδηση της δολοφονίας του μεγάλου συγγραφέα, που μας συγκλόνισε και μας γέμισε θλίψη. Πριν τέσσερα ακριβώς χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2010, λίγο μετά την απώλεια της γυναίκας του της Λιλής, ο Μένης Κουμανταρέας είχε μιλήσει στον Δρόμο και στον Γιάννη Αντωνόπουλο, με αφορμή την επανέκδοση τότε κάποιων εμβληματικών βιβλίων του.
Έγραφα στο προηγούμενο φύλλο για τη νεανική αλληλογραφία Βασίλη Βασιλικού-Μένη Κουμανταρέα. Την ώρα που η εφημερίδα μας έφτανε στα περίπτερα ο Μένης Κουμανταρέας είχε φύγει από τη ζωή με βάναυσο τρόπο.
Οι άθλιες σκανδαλοθηρικές φυλλάδες, για πρώτη φορά, έβαλαν έναν ξεχωριστό άνθρωπο στα πρωτοσέλιδά τους. Άθλια, κίτρινα, δημοσιογραφικά κοράκια…
Δεν θέλησα να διαβάσω λεπτομέρειες για το τι ακριβώς συνέβη. Για το πώς η βία έσβησε μια από τις σημαντικότερες φωνές των ελληνικών γραμμάτων…
Κοιτάζω τα βιβλία του στη βιβλιοθήκη.
Κάθε τίτλος και μια διαφορετική εποχή στη ζωή μας.
Στα Δεκαοχτώ κείμενα με την Άγια Κυριακή στο βράχο. Ένα βιβλίο-πράξη αντίστασης που βρέθηκε στα χέρια μου ως δώρο στα πρώτα γενέθλιά μου, μετά την πτώση της δικτατορίας.
Μετά, στις λογοτεχνικές αναζητήσεις ανακάλυψα τα Μηχανάκια και την Βιοτεχνία Υαλικών. Στα δεκαοχτώ μου την Κυρία Κούλα…
Στην εποχή των καταλήψεων του ’79, ο συγγραφέας είναι ανήσυχος κάπου εκεί. Παρακολουθεί. Γράφει τους περίφημους Νεολαίους στο Αντί. Κείμενο που θα συζητάμε καιρό και θα ανακαλύψουμε πάλι στην έκδοση Πλανόδιος σαλπιγκτής…
Το 1982 έρχεται ο παράξενος Ωραίος λοχαγός. Θα έχω την τύχη να βρεθώ στο Θέατρο Αποθήκη και να ακούσω τον ίδιο τον συγγραφέα να διαβάζει το κείμενό του.
Μεγαλώνω… Βγαίνει το Τέταρτο του Χατζιδάκι και εκεί διαβάζουμε σε συνέχειες τη Φανέλα με το εννιά. Ένας άλλος Κουμανταρέας μπροστά στα μάτια μας.
Το 2001 θα σκύψω πάλι στα γραπτά του με το Δυο φορές Έλληνας. Η Μακρόνησος ζωντανεύει μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο.
Δέκα χρόνια αργότερα, Οι Αλεπούδες του Γκόσπορτ, ένα νεανικό του μυθιστόρημα που δεν είχε αποφασίσει να εκδώσει και το αφιέρωσε στην αγαπημένη του Λιλή «που δεν θα το διαβάσει ποτέ».
Και τώρα, αυτές τις μέρες, η «νεανική αλληλογραφία» που με έκανε να θέλω να επιστρέψω στα γραπτά του. Και ο θάνατος…
Παράξενο. Αν και δεν θα τον χαρακτήριζες «αριστερό», έχω την εντύπωση πως, στην ουσία, υπήρξε από τους πιο αριστερούς συγγραφείς. Όχι μόνο στα γραπτά, αλλά και στις θέσεις που έπαιρνε στις κρίσιμες στιγμές.
Έλεγε σε μια πριν τέσσερα χρόνια συνέντευξή του στον Δρόμο και στον Γιάννη Αντωνόπουλο:
«…Η απόφαση που μου άλλαξε τη ζωή ήταν να μείνω πάντα πιστός στο γράψιμο και στους ανθρώπους που αγάπησα. Το να μείνεις πιστός σε κάτι, το να ιεραρχείς τις αξίες αυτής της ζωής και να τις υπηρετείς είναι το σημαντικότερο πράγμα. Ναι, διάλεξα να κάνω μια ζωή, από πρώτη όψη ήρεμη και τακτοποιημένη, αστική αν θέλεις. Κάθισα πολλά χρόνια υπάλληλος μετά έζησα ως συνταξιούχος, αλλά όχι ως συνταξιούχος της ζωής ούτε της τέχνης…».
Η τύχη και η βία
Η δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα μου έφερε στο μυαλό μια σκηνή από την ταινία Η τύχη και η βία (Le hasard et la violence) του Philippe Labro. Ο πρωταγωνιστής, τον οποίο υποδύεται ο Ιβ Μοντάν, είναι ένας εγκληματολόγος που πηγαίνει στην Κυανή Ακτή να ολοκληρώσει το γράψιμο ενός δοκιμίου για τη βία. Στο τέλος της ταινίας, μια ομάδα νεαρών, εντελώς αναίτια του επιτίθεται. Ο πρωταγωνιστής πέφτει νεκρός και ο άνεμος σκορπίζει τις σελίδες του δοκιμίου του.
Ευτυχώς, οι σελίδες του Μένη Κουμανταρέα δεν θα χαθούν στον άνεμο. Τα βιβλία είναι πάντα εκεί.
«…Το ένα χέρι βοηθάει το άλλο. Αν το αριστερό δεν βοηθάει το δεξί και το δεξί το αριστερό, δεν γράφεις. Γράφεις και με τα δύο χέρια. Κι αν βάλεις κι ένα τρίτο της καρδιάς, της ψυχής, όπως θέλεις πες το, τότε γράφεις με τρία χέρια…». (Από τη συνέντευξη στον Γιάννη Αντωνόπουλο)
Μια έκθεση κι ένα βιβλίο μας ταξιδεύουν στην Ισλανδία
Ο ζωγράφος Λευτέρης Γιακουμάκης έζησε για ένα εξάμηνο σε ένα ψαροχώρι της Ισλανδίας, με το μάλλον δυσκολοπρόφερτο όνομα, Σίκλουφιορδουρ. Δεν πραγματοποίησε ταξίδι αναψυχής, αλλά δούλεψε στα ψάρια σε μάλλον δύσκολες συνθήκες. Στις συνεντεύξεις του δεν δίνει έμφαση στις δύσκολες συνθήκες, αλλά στον τρόπο που βίωσε την παρουσία των ανθρώπων γύρω του. Άλλωστε, όπως δηλώνει, είναι έτοιμος να επιστρέψει εκεί τον Ιανουάριο.
Το καλό για εμάς είναι ότι τις συγκεκριμένες εμπειρίες του τις κατέγραψε και τις ζωγράφισε κι έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε τη δουλειά του να εκτίθεται στο Βιβλιοπωλείο-Αίθουσα Τέχνης Φωταγωγός, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Το Ροδακιό, μέχρι της 10 Ιανουαρίου.
Τίτλος της έκθεσης και του βιβλίου που κυκλοφορεί είναι 55 τρόποι να προφέρετε τη λέξη Σίκλουφιορδουρ.
Πληροφορίες: Στοά Κουρτάκη (Κολοκοτρώνη 59Β και Λιμπονά), τηλ.: 210-3839355.