Η συγκυρία που ζούμε είναι μεταιχμιακή. Τα πράγματα φαίνεται ότι δεν μπορούν για πολύ να παραμείνουν στην τωρινή τους μορφή. Σε διεθνές επίπεδο η πολιτική των ΗΠΑ ωθεί την κατάσταση σε γενικευμένη πόλωση. Παρά τις αυξομειώσεις της έντασης της αντιπαράθεσης, η στρατηγική κατεύθυνση δεν αναμένεται να τροποποιηθεί εύκολα. Πιέζει για οριοθετήσεις και στοιχίσεις και αυτό σκληραίνει τις επιλογές όλων των μερών. «Συμμάχων» και ανταγωνιστών.
Δοκιμάζονται τα όρια όλων των πλευρών: της Ρωσίας, της Κίνας, η συνοχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η πολιτική πορεία περιφερειακών παικτών. Μέσα σε αυτούς και η τουρκική πολιτική του «ενδιάμεσου» ωθείται στις ακραίες λογικές της συνέπειες. Δοκιμάζονται βεβαίως οι δυνατότητες και των ΗΠΑ.
Την ίδια στιγμή γίνεται φανερό ότι η εξέλιξη της πανδημίας μπαίνει στη νέα φάση του «μετά». Μαζί με αυτό το «μετά» προωθούνται ευρείας κλίμακας πολυεπίπεδες αναδιαρθρώσεις που πίσω τους φέρνουν τη μαζική εκτόπιση ζωντανής εργασίας, βίαιες κοινωνικές ανακατατάξεις και τραντάγματα και την επιδίωξη μονιμοποίησης μηχανισμών κοινωνικής επιτήρησης και επιλεκτικών αποκλεισμών από τον δημόσιο χώρο.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια στη χώρα μας είναι πολυπαραγοντική: Αφορά τον ενδοτισμό και τα αδιέξοδα που αυτός γεννά στα εθνικά ζητήματα, τη δυσφορία από τη διαχείριση της πανδημίας, τον αυταρχισμό και την επιθετικότητα απέναντι στη νεολαία και τις ολοφάνερα αρνητικές οικονομικές προοπτικές. Όλα αυτά, παρά το ότι επηρεάζουν ανισότροπα τις διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, γεννούν σημαντική αστάθεια μέσα στο πολιτικό σύστημα. Ακόμα και αν μείνουμε στην ανάγνωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των πρόσφατων δημοσκοπήσεων, προκύπτει ένα σημαντικό τμήμα του κοινωνικού σώματος χωρίς πολιτική έκφραση. Και αυτό το πολιτικό κενό που για την ώρα επιπλέον εμφανίζεται σε συνθήκες αδυναμίας και αποδιοργάνωσης του λαϊκού παράγοντα, οι μεν κυβερνώντες προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν, αλλά παράλληλα ανοίγει και τις ορέξεις διαφόρων πλευρών για το χειρισμό του και την κάλυψή του.
Μιλώντας πολύ χοντρικά, εμφανίζονται δύο σημαντικές ζώνες αντισυστημικής δυσαρέσκειας. Η μια σαν αντίθεση στον ενδοτισμό και τον αποδομιτισμό στα εθνικά θέματα που βγαίνει πλατιά στην επιφάνεια όποτε του δίνεται η ευκαιρία (η απήχηση που δείχνει να έχει η στάση του Ν. Δένδια είναι μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα). Συνδυαζόμενη και με τη δυσαρέσκεια από την πίεση στα εισοδήματα, και από την κοινωνική ανασφάλεια. Με δεδομένη τη στάση της Αριστεράς, αυτό το ρεύμα τροφοδοτεί σχεδιασμούς πολιτικής του έκφρασης και χειρισμού από τα δεξιά (Καραμανλισμός, Σαμαράς, και άλλοι σχεδιασμοί ‒ πολιτικός λόγος λαϊκής δεξιάς).
Η άλλη εστία αφορά αντισυστημικές διαθέσεις μέσα στη νεολαία, με πιο εμφανείς τις κινήσεις στο χώρο της φοιτητικής νεολαίας. Εδώ, η περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και η κυβερνητική πολιτική αυταρχισμού ιδιαίτερα στον πανεπιστημιακό χώρο παίζουν τον πρώτο ρόλο. Αν και η πρόσφατη κινηματική άνοδος στο φοιτητικό χώρο έδειξε αξιοσημείωτα σημάδια ευρύτητας, οι περιορισμοί που της θέτουν οι αριστερές πολιτικές εκφράσεις, τείνουν να την περιχαρακώσουν σε μονοθεματικές διεκδικήσεις δυσκολεύοντας τη συνάντηση με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Στο ενδιάμεσο υπάρχει μια πιο διάχυτη δυσαρέσκεια μαζί με έναν αμφίσημο ρεαλισμό. Το βάρος των συσσωρευμένων εμπειριών της τελευταίας δεκαετίας γεννά μεγάλη πολιτική αποδιοργάνωση και μια υποστροφή της κοινωνίας στον ρεαλισμό της επιβίωσης αλλά και αναλαμπές μεγάλων ενοτήτων για την ρεαλιστική αντιμετώπιση καταστάσεων που αξιολογούνται ότι έχουν υπαρξιακό βάρος.
Εκλογές; Ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις για το πέρασμα «επώδυνων αποφάσεων»; Κάτι άλλο;
Αυτή τη στιγμή τα εθνικά κυρίως άγουν τις εξελίξεις. Η κινητικότητα και οι πρωτοβουλίες βρίσκονται κυρίως στο χώρο της Δεξιάς. Η κεντροαριστερά είναι αρκετά αποδιοργανωμένη και οι παρούσες πολιτικές της μορφές πολύ φθαρμένες.
Ο Μητσοτάκης θα επιθυμούσε εκλογές. Υπό την προϋπόθεση ότι οι συσχετισμοί θα τον ευνοούσαν για να πάει σε διπλές εκλογές και να επιβληθεί. Το παράθυρο χρόνου για μια τέτοια εξέλιξη στενεύει όμως ταχύτατα. Η φθορά του ήδη είναι υπολογίσιμη.
Επιπλέον, η ανερχόμενη αντιπολίτευση μέσα στο κόμμα του τον πιέζει. Πρώτος σταθμός: Για να επικυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών ίσως χρειαστεί κοινοβουλευτική «βοήθεια». Οι σχεδιασμοί για ευρύτερες κοινοβουλευτικές στηρίξεις είναι επί τάπητος και προσφορές έχουν υπάρξει από το χώρο της κεντροαριστεράς («53» για το πέρασμα επώδυνων «Πρεσπών» παντός είδους). Και άλλες προτάσεις συναίνεσης μπορεί να αξιοποιηθούν αν το απαιτήσουν τα αδιέξοδα της πανδημίας. Δομικός άξονας τέτοιων συναινέσεων είναι το «εκσυγχρονιστικό» μπλοκ ή και άλλως φερόμενο ως το «Κόμμα της Χάγης» με γερά πατήματα και στους δύο χώρους. Συνεπώς μια έξοδος Μητσοτάκη από το πολιτικό σκηνικό δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί.
Λαϊκή Δεξιά. Τα όρια της
Ένα πιο ουσιαστικό θέμα είναι το που βασίζονται οι συνιστώσες στο χώρο της Δεξιάς που αντιδρούν (Καραμανλικοί, Σαμαρικοί). Τα ερείσματα κυρίως των πρώτων φαίνεται ότι αναζητούνται στη μετατροπή των ελληνοτουρκικών θεμάτων σε ευρωτουρκικά. Δεδομένης της στάσης της Γερμανίας και των ακολούθων της στην Ε.Ε., δεν φαίνονται ιδιαίτερα ισχυρά. Με την εξαίρεση της Γαλλίας και ίσως σε κάποιο βαθμό της Ιταλίας που η στάση τους δεν θα έπρεπε να παραβλεφθεί ούτε όμως και να υπερτιμάται. Πέραν της «Ευρώπης», το ποντάρισμα γίνεται στο στρίμωγμα του Ερντογάν από την προεδρία Μπάιντεν. Οι κίνδυνοι εδώ είναι πολύ μεγάλοι. Ειδικά η πίεση των ΗΠΑ για γενική στοίχιση απέναντι στη Ρωσία, αφήνει σημαντικά περιθώρια για διευθετήσεις ευνοϊκές για τις αξιώσεις της Τουρκίας. Υπό τον μανδύα της στρατιωτικής συμμαχικής αναγκαιότητας αν κριθεί ότι πρέπει να της δοθούν κίνητρα και ανταλλάγματα. Πολύ περισσότερο που φαίνεται να βασίζονται πολλά και από πολλούς σε μια εικαζόμενη (ότι τελεί υπό την εγγύηση των ΗΠΑ) προσωρινή περιστολή των τουρκικών αξιώσεων στο χώρο του Αιγαίου έτσι ώστε αυτές να ταιριάζουν σε ένα πλαίσιο συνεκμετάλλευσης και κοινού ελέγχου.
Κύκλοι πιο κοντά στον Σαμαρά (Ν. Καραχάλιος) θέτουν πέραν των εθνικών, ευρύτερα θέματα πολιτικής «λαϊκής δεξιάς». Με μια αξιοπρόσεκτη συνολική ματιά για τα πράγματα. Αντιπολιτεύονται τον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό και τον κοινωνικά αντιπαθητικό ελιτισμό του Μητσοτακισμού αναζητώντας στηρίγματα στο ρεύμα της «Μεγάλης επανεκκίνησης». Το ειδικό μνημονιακό καθεστώς που έχει επιβληθεί με την ενεργό υποστήριξη και όλων αυτών των κύκλων δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ανάληψης από τους ίδιους σοβαρών πρωτοβουλιών με ενδογενή βάση.
Σχεδιασμοί με το ζήτημα της ψήφου των αποδήμων
Η πρόσφατη ανακίνηση του θέματος με την πρωτοβουλία Βορίδη (η Τζάκρη υπήρξε άραγε ενσυνείδητος λαγός;) δείχνει να συνδέεται με ευρύτερα σχέδια μετατόπισης των αξόνων επιρροής μέσα στο σύστημα εξουσίας. Με την ανάληψη ρόλου από κέντρα που αρθρώνονται γύρω από την ελληνοαμερικανική ομογένεια. Τα σχέδια αυτά και οι όχι λίγες αντηχήσεις τους στο δημόσιο λόγο –τα όσα αναφέρονται στη διακήρυξη μιας πολιτικής κίνησης υπό το όνομα «Πρώτα η Ελλάδα» για παράδειγμα είναι ιδιαίτερα πληροφοριακά και πατάνε στον αντισυστημισμό και στην απαίτηση για εθνική κυριαρχία για να τους δώσουν «επιχειρηματικές», ολιγαρχικές διεξόδους (η «ρεαλιστική αποτελεσματικότητα του αμερικανισμού κ.λπ.)‒ φαίνεται να συναντούν ισχυρές αντιδράσεις μέσα στο πολιτικό σύστημα καθόσον θα οδηγούσαν σε αποφασιστικές ανακατανομές εξουσίας.
Δύο σύντομα συμπεράσματα
‒ Κοιταγμένες είτε από την πλευρά των εθνικών θεμάτων, είτε από την οικονομική πλευρά, οι αντιπολιτεύσεις που εμφανίζονται στο χώρο της Δεξιάς δεν φαίνεται εύκολο να μπορούν να πλησιάσουν τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού σχεδίου «εθναρχίας». Παραμένουν εξαρτώμενες από τις αμφίβολες και επισφαλείς ευχέρειες που θα τους έδινε η συγκυριακή φορά των διεθνών συνθηκών. Και έτσι τελικά καταλήγει να μην είναι καν σαφές το αν στοχεύουν στο «πριν» ή στο «μετά» μιας σοβαρής εθνικής κρίσης Υπό τις σημερινές συνθήκες πολιτικής ασφυξίας βέβαια δεν αποκλείεται η βραχυπρόθεσμη πολιτική τους απήχηση. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν αξίζουν την εμπιστοσύνη μας. Ούτε δικαιολογούν τις εκδηλώσεις ενθουσιασμού τμημάτων του προοδευτικού πατριωτικού χώρου.
‒ Γίνεται φανερό ότι δεν μπορούν να ανοίξουν δρόμους οι διάφορες «ευκαιρίες» μονοθεματικών αντιπολιτεύσεων. Απαιτείται συνολική σοβαρή πολιτική οπτική για τα πράγματα. Και σε κάθε περίπτωση απαιτούνται ρεαλιστικές τοποθετήσεις ουσίας πέρα από τελετουργικά επαναλαμβανόμενες καταγγελιολογίες και περιχαρακωμένους ακτιβισμούς. Και επιπλέον γίνεται όλο και φανερότερη η αναγκαιότητα αλλά και οι δύσκολοι όροι για ένα νέο ιστορικό τρόπο σύζευξης του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα. Για την ανάδυση δηλαδή μιας άλλης αριστεράς ανταγωνιστικής προς τις σημερινές «νεκρές» μορφές της που και όταν δεν συντάσσονται ανοιχτά με την παγκοσμιοποίηση καταλήγουν να αποδομούν τη δυνατότητα έκφρασης των κοινωνικών αντιστάσεων που έχουν αφετηρία το εθνικό επίπεδο.