Διαβάστε το Μέρος Α’
του Δημήτρη Τζουβάνου
4. Πολιτική, ξεχασμένα και παρεξηγημένα
Κεντρικό στοιχείο και αντικείμενο της Πολιτικής αποτελεί η Εξουσία ως ρυθμιστής των ανθρώπινων σχέσεων εν μέσω ποικίλων δυναμικών στην ανθρώπινη κοινωνία. Το Υποκείμενο, δηλ. ο Κοινωνικός Φορέας της Εξουσίας, οι Τρόποι Διεκδίκησής της, η Έκταση και οι θεσμοί Κατανομής κι Εξισορρόπησής της, ο Ολοκληρωτικός ή ο Περιορισμένος χαρακτήρας της υπέρ Αυτεξούσιου Προσωπικού χώρου, η Ανατροφοδότηση κι Αναδιαμόρφωσή της απ’ την υποκείμενη κοινωνική δυναμική, ειδικότεροι θεσμοί Αντιπροσώπευσης που επιβάλλουν πολιτικές και λειτουργικές ανάγκες κ.λπ., αποτελούν συνακόλουθα κρίσιμα ζητήματα στα οποία έχουν δοθεί ιστορικά ποικίλες απαντήσεις ή κι αναζητούνται περαιτέρω. Ιδιαίτερες δε ανάγκες σχετικών απαντήσεων έχει η όποια Πολιτική προσανατολίζεται στο Κοινωνικό Αυτεξούσιο (Κοινωνική Ελευθέρωση) ορίζοντάς το πέραν του επιπέδου που εξασφάλισαν-επέβαλαν τα διάφορα Πολιτικά Συστήματα (τα Συστήματα Εξουσίας) ανά τον κόσμο και την ιστορία.
Ανάμεσα στα παραπάνω ζητήματα, ιδιαίτερη σημασία έχει ο προσδιορισμός του Κοινωνικού Υποκειμένου (ΚΥ) τόσο ως Φορέα της Εξουσίας όσο κι ως «Σώματος» και «πηγαίου» τροφοδότη της αντίστοιχης Πολιτικής. Ως κύριου ποσοτικά και ποιοτικά τμήματος και δυναμικού της κοινωνίας με «κοινωνικοδικαιϊκές» τάσεις και τάσεις αυτοεπέκτασης ως την ταύτισή του με την κοινωνία, ως σώμα «Γείωσης» της Πολιτικής, ως το ζήτημα «ΠΟΙΟΣ για ΠΟΙΟΝ», ζήτημα εν πολλοίς εκκρεμές. Φυσικά, έχουν υποστηριχθεί εδώ απαντήσεις η ισχύς πάντως των οποίων, ιστορικά αλλά και θεωρητικά, έχει καταπέσει.Κι αρκεί εδώ να θυμίσουμε την αποτυχία του «εργατισμού», του «σφυρο-δρέπανου», του «ποπουλισμού», ολόκληρου του οικονομίστικου «ταξισμού» αλλά και του αλλότριου «ελιτισμού». Κι ακόμα την ανάγκη ολοκλήρωσης του «μισού βήματος» που έγινε αρχικά με τη Λενινική παρατήρηση της «απ’ έξω» συνειδησιακής τροφοδότητσης του ΚΥ κι ακόλουθα με τις Γκραμσιανές κ.ά. εργασίες.
Ιδιαίτερη επίσης σημασία έχει ο προσδιορισμός και ο ειδικότερος χαρακτήρας του Πολιτικού Υποκειμένου (με ανάλογες εκκρεμότητες, εντεινόμενες μάλιστα στα σημερινά δεδομένα της μαζικής τεχνο-δικτύωσης κ.λπ.), συνδεδεμένου πολύτροπα κι αμφίδρομα με το ΚΥ του οποίου αποτελεί το πλέον Ιδεο-πολιτικά Ενεργό τμήμα, αλλά και σε ορισμένη Αυτονομία απ’ αυτό. Αυτονομία που ουσιαστικά αφορά στη δυνατότητα συλλογικής επεξεργασίας κι άσκησης Πολιτικής ικανής να καταστήσει «Σώμα» της το ΚΥ.
Πυρήνα της όποιας Πολιτικής αποτελεί η Στρατηγική δηλ. το Γενικό Σχέδιο στην Ευρύτερη (Χωροχρονική) Συγκυρία όπου προσδιορίζονται Στόχοι, Μέσα, Χρόνοι, Δυνατότητες, Αντίπαλες Δυνάμεις, Συμμαχίες, Σταθμοί, Τακτικές (επί μέρους κινήσεις, βήματα κι ελιγμοί) κ.τ.λ. Μακροχρόνιου εν γένει χαρακτήρα η Στρατηγική, ταυτόχρονα υποχρεώνεται κι εκφράζεται σε απαντήσεις σε τρέχοντα χρόνο, είναι παρούσα στο Παρόν και την Καθημερινότητα. Κλειδί δε της Στρατηγικής αποτελεί ο (επαρκής αν κι όχι άκαμπτος) Συγκαθορισμός όλων των παραπάνω αλληλένδετων στοιχείων, διαθέσιμων ή υπό βάσιμη δυνατότητα. Συγκαθορισμός που συνοψίζεται καταληκτικά στον ίδιο τον καθορισμό της άνω Ευρύτερης Συγκυρίας (ή Στρατηγικής Περιόδου) κι εν ταυτώ στον καθορισμό του «Εχθρού» του ΚΥ, του Κύριου Στρατηγικού Αντιπάλου, της Κύριας Αντίθεσης κατ’ άλλη γνωστή διατύπωση. Καθορισμοί που ήδη περιγράφουν αδρά και τον Στρατηγικό Στόχο, του οποίου ειδικότερα κρίσιμα στοιχεία απαιτούν πρόσθετη ιδιαίτερη επεξεργασία.
Αυτονόητο στοιχείο της Στρατηγικής είναι ο Ρεαλισμός της, το αντίκρισμά της στην Πραγματικότητα, αυτό που διαφοροποιεί τη Στρατηγική από κάθε λογής ιδεοληπτικές και υπο-πολιτικές «πλατφόρμες». Αντίκρισμα όχι σε κάποια παγωμένη κι αμετάβλητη δήθεν πραγματικότητα αλλά σε μια πραγματικότητα οντολογικώς και ιστορικώς Αυθυπερβατική. Αυτή που ορίζει Περιορισμούς (εν γένει πέραν των όποιων «δυσκολιών») αλλά και Δυνατότητες Μεταβολών κι ορισμένης απόκρισης στη Δράση των Υποκειμένων και τη σχετική Στρατηγική. Δεν πρόκειται επομένως εδώ για κάποιον Στατικό Ρεαλισμό, αλλά για έναν Ρεαλισμό Υπερβατικό, πλην πάντα Ρεαλισμό και σε απόσταση από ιδεονευρωτικές Ουτοπίες και Βολουνταρεπιθυμίες ή ανυποκειμενικές Νομοτέλειες.
Είναι εδώ προφανής η εγγενής δυσκολία της Στρατηγικής κατά πρώτον απέναντι στην «αυτο-πάθεια» δηλ. την αυθυπερβατική δυνατότητα-ενυποκειμενική ροπή του Πραγματικού όπως εμπλέκει και τα Δρώντα Υποκείμενα, δηλ. και τον εαυτό της. Κι ακολούθως απέναντι σε πλήθος παραγόντων του Πραγματικού, ιδίως δε σε πτυχές του Κοινωνικού, στη δυναμική αλληλεπίδραση, την ιδιαίτερη εξέλιξή τους, την υποκειμενοποιητική (προσανατολιστική-κινητήρια) λειτουργία τους κι εν τέλει απέναντι στο στοίχημα Εξουσιαστικής Σταθεροποίησης ή Μεταβολής.
Η απόκριση απέναντι στις δυσκολίες αυτές δε μπορεί να είναι ούτε αυθόρμητη ούτε εμπειροτεχική αλλά εγείρει υψηλές απαιτήσεις. Απαιτήσεις κατ’ αρχήν Πολιτικής Θεωρίας επί πολλών Επιστημών όπως Οντολογίας, Κοινωνιολογίας, Ιστορίας, Οικονομίας, Λογικής Επεξεργασίας κ.α., θεωρίας ενίοτε καινοτομικής, χωρίς την οποία η προσέγγιση της Στρατηγικής είναι αδύνατη. Κι ακόλουθα απαιτήσεις ειδικότερης επιστημονικής Συγκυριακής Ανάλυσης (Συγκεκριμένη Ανάλυση της Συγκεκριμένης Κατάστασης) στις διάφορες φάσεις ανάπτυξης της Στρατηγικής. Απαιτήσεις ακόμα Τέχνης (Τεχνικής) κι εφαρμογής Τακτικών, μάλιστα ικανών να αποφεύγουν τη Σκύλλα-Χάρυβδη Δογματισμού και Καιροσκοπισμού. Επιπρόσθετα Ικανότητα, Φαντασία, Πείρα, Συλλογική Επεξεργασία κ.λπ. αποτελούν όρους ανάπτυξης Στρατηγικής. Τέλος, θεμελιακό στοιχείο της Στρατηγικής αποτελεί το Υπέρ-λογο (αλλ’ όχι παρά-λογο) στοιχείο του υπηρετούμενου Δικαίου ως βασικού Συν-Προσανατολιστή της στο Στόχο, στο ΤΙ, αλλά και περαιτέρω Συν-Διαμορφωτή της ως διαρκώς παρόντος στην Επιλογή Μέσων και Βημάτων δηλ. στην απάντηση του Τρόπου, του ΠΩΣ. Δικαίου, που με δίδυμη αφετηρία του τη Βιωματική και Πολιτισμική σκιαγράφησή του στη Συνείδηση κοινωνικών Τμημάτων ή Προσώπων, είναι υποχρεωμένο ωστόσο, επί ποινή αυτοαναίρεσης, σε συνολική του Μετάπλαση-Αναβάθμιση ως το Δίκαιο Όλων. Εξ ου και η κλασική επισήμανση ότι καμιά τάξη δεν θα ελευθερώσει τον εαυτό της αν όχι πριν όλη την κοινωνία…
Το σύνολο του Συνειδησιακού Εξοπλισμού, Επιστημονικού και Δικαιο-Φιλοσοφικού αποτελεί το Ιδεολογικό Πλαίσιο ανάπτυξης Στρατηγικής. Με σύνηθες βέβαια κι εκ πολλών η Ιδεολογία, σε κάθε στενο-δικαιϊκή κι αντιεπιστημονική εκδοχή, να μεταπίπτει σε Ιδεοληψία, σε «Ψευδή Συνείδηση».
Είναι εύλογο οι παραπάνω υψηλές απαιτήσεις να μην αφορούν άμεσα κι αδιαμεσολάβητα το ΚΥ, παρά μέσω του πιο Συνειδητού-Ενεργού τμήματος του, του Πολιτικού Υποκειμένου, κατάλληλα κι αυτού διαμορφωμένου, όπου κι εδώ ανάγκη νέων απαντήσεων…
Το ΚΥ, τμήμα κι όψη κι αντιφατική έκφραση της όλης κοινωνίας, διαθέτει εξ ορισμού πολύτιμη αλλά περιορισμένη και πάντως ανεπαρκή Αυτονομία. Τελεί ιστορικά υπό ορισμένως αλλότρια ιδεο-πολιτική ηγεμονία και είναι φορτωμένο Άγνοια, Επιούσιο μόχθο, Συγχύσεις περί τον Εχθρό, Αδυναμία Επεξεργασίας Μακρο-Πολιτικής και δικαιολογημένη Ανεμπιστοσύνη σε ερήμην του Μακρο-Πολιτικές και τους φορείς τους, με Μνήμη βραχεία απέναντι στα δύσβατα κι επίμονη απέναντι σε πληγές… Ρέπει έτσι φυσιολογικά προς τα χωροχρονικώς Άμεσα επίδικα (την βιούμενη υπο-πολιτικά εγγύς «Καθημερινότητα») και τα Στενά «δίκαια» κι επομένως στη σωμάτωση αλλότριων Πολιτικών, κυρίως αυτών του «μικρότερου κακού» (στην καλύτερη περίπτωση) κι αυτών του λαϊκιστικού και δημαγωγικού εκμαυλισμού, εναλλάσσοντας καταναγκασμένους μονόδρομους με απελπισμένες και κοψοχεριασμένες διαφυγές… Ενώ κάποια τμήματά του καταφεύγουν περαιτέρω σε παγανιστικό Εσχατολογικό-Ουτοπικό Υπο-πολιτικό Εξορκισμό ή σε Αυταρχικές-Ολοκληρωτικές Ιδεοπρακτικές ή και σε Λουμπενοποίηση.
Η Αυτονόμηση του ΚΥ, η όντως Υποκειμενοποίησή του (η «ωρίμασή» του κατά τον γνωστό όρο, συχνά θεωρούμενον ως επί υποκειμένων βοτανικής …) δεν αφορά λαϊκιστικά δοξαστικά και «δικαιωτικά» του συνθήματα ή εκ φιλίων ωθούμενα βιοτικά αδιέξοδα ως δήθεν «ωριμάνσεις αντικειμενικών συνθηκών». Απαιτεί συνολικά ιδεο-πολιτικά (ιδεο-θεσμικά) κοινωνικά βήματα, βεβαίως με κατάλληλες Ρήξεις και Κεφαλόσκαλα, τα οποία οφείλει να προσδιορίσει και υπηρετήσει η Στρατηγική. Αυτόνομη κατά τα άνω αλλά κι Αξιόπιστη κι Ευήκοη τόσο στα της «Καθημερινότητας» όσο και στις αλλοτριωμένες ή κι εκτροχιασμένες εκκλήσεις του ΚΥ (Ακούω κάτι απ’ την Ηχώ του Θεού στο βυθό του Εωσφόρου, θα πει εδώ ο Δ.Σ. – Εγώ με λάβα τα ’λαβα, αυτά που λέει κρυφά το πλήθος, θα συμπληρώσει η Λ.Ν.). Ιδιαίτερα δε Ευήκοη σε Συνειδησιακές πτυχές κι εκφράσεις του ΚΥ που συχνά προηγούνται, ελέω τυχόν βαθειάς πολιτισμικής προίκας και ενίοτε κοινής λογικής, του αντίστοιχου «κατακτήματος» των «πρωτοποριών».
5. Το Επαρκές Ολικό, το Κεφαλόσκαλο
Κεντρικό στοιχείο της Στρατηγικής αποτελεί ο Στόχος την αντίστοιχη περίοδο που συγκαθορίζεται μαζί του με βάση τα κύρια στοιχεία της κι όχι την ακριβή της Διάρκεια. Ο Στόχος ωστόσο, με αναφορά πάντοτε στη σχέση ΚΥ-Εξουσίας, έχει ιδιαίτερες πρόσθετες απαιτήσεις επεξεργασίας, σαφήνειας, χρονικής αντοχής και σταθεροποίησης, δηλ. τις απαιτήσεις ενός κύριου ιστορικού Σταθμού, ενός Κεφαλόσκαλου. Απαιτήσεις ενός Ελάχιστου περί την Εξουσία, Επαρκούς για τη Σωμάτωση (κεφαλαιοποίηση απ’ το ΚΥ) και Σταθεροποίησή της και ταυτόχρονα απαλλαγμένου απο αυτοακυρωτικούς ιδεοληπτικούς μαξιμαλισμούς.
Την ίδια περίοδο οι αναγκαίες ρήξεις, προσανατολισμένες σ’ αυτόν, περιλαμβάνουν τις τρέχουσες εκφράσεις τους αλλά κι ασταθείς εν γένει μεσοσταθμούς κι αντίστοιχα εγχειρήματα, ως σκαλοπάτια που αποκρίνονται σε ειδικότερες συγκυρίες κι αντίστοιχα «Κυρίαρχα» επίδικα. Με την αστάθεια να αφορά όχι τόσο κάποια τυπολογικά στοιχεία αλλά το γεγονός ότι οι όποιες συγκυριακές κατακτήσεις-σκαλοπάτια εύκολα παλινδρομούν ή ενσωματώνονται σε αντίπαλες Πολιτικές, υπενθυμίζοντας στο σημείο αυτό και τα περί απαιτήσεων Τέχνης της Πολιτικής. Και με απαραίτητη και κύρια εν μέσω αυτών «επένδυση» να παραμένει ο ιδεο-πολιτικός προσανατολισμός του ΚΥ στο Στόχο και την ίδια του την ιδεο-θεσμική και πολιτισμική Υποκειμενοποίηση.
Στοιχείο της Επάρκειας (και Υποκειμενοποιητικής Αξιοπιστίας) του Στόχου αποτελεί το Ολικό του χαρακτήρα του, η αναφορά του στο Όλον της κοινωνικής ζωής και των επί μέρους τομέων κι αλληλεπιδράσεων που την αποτελούν, η πληρότητα και συνεκτικότητά του, η μη υπο-πολιτική συρρίκνωσή του. Το Επαρκές Ολικό του Στόχου, ενσωματώνοντας Υπερβατικούς αλλά και Ρεαλιστικούς όρους, τοποθετείται αυτονόητα στο πεδίο του Όλου Πραγματικού, στις Πραγματικές Συνθήκες μ’ όλο το πλήθος των παραμέτρων, αλληλεξαρτήσεων κι αλληλοπεριορισμών τους, απ’ το Ανθρωπολογικό, το Πολιτισμικό και το Γεωπολιτικό ως τα ειδικότερα Θεσμικά, Οικονομικά κτλ. της «Καθημερινότητας». Οφείλει έτσι απαντήσεις τόσο στην Αναγκαιότητά του πέραν των υπο-πολιτικών και ψευδορεαλιστικών μινιμαλισμών ή ψευδοδίκαιων προσανατολισμών όσο και στη Δυνατότητά του πέραν ιδεοληπτικών μαξιμαλισμών, απαντήσεις δηλ. στο ΕφικτΑναγκαίο του χαρακτήρα του.
Οι παραπάνω τεράστιες απαιτήσεις Στρατηγικής εξυπακούουν ανάγκες και στάδια πολιτικής ωρίμασης και φυσικά πρόδρομες, κερματισμένες, αποστεωμένες, υπολειπόμενες του πλουραλιστικού συλλογικού διανοούμενου κτλ. και σε εξέλιξη μορφές Πολιτικού Υποκειμένου κι ανάγκες ιδεοθεωρητικών, συλ-λογικών, δια-λογικών κ.λπ. προσπαθειών. Κι εν τω μεταξύ καθιστούν φυσικές τις περιορισμένου αποτελέσματος ή κι αποτυχημένες «πολιτικές» και πρακτικές αλλά, κατά περίπτωση , και πολλαπλά διδακτικές. Ιδίως όταν υπάρχει επίγνωση Πολιτικού ελλείμματος και κατ’ αρχήν στο ίδιο το αντικείμενο του Πολιτικού.
Οι ίδιες όμως απαιτήσεις της Στρατηγικής αποτελούν και την κύρια είσοδο πρόσβασης στην Πολιτική. Ειδικότερα θεωρούμε πως δύο βασικά κι αλληλένδετα ερωτήματα και η περί αυτά διαρκής προσπάθεια (ιδεο-πρακτικών) απαντήσεων, μια προσπάθεια με εγγενή δυνατότητα αυτο-αναβάθμισης, δρομολογούν την προσέγγιση της Πολιτικής, ιδίως της Πολιτικής του Κοινωνικού Αυτεξούσιου. Το ερώτημα για το ΚΥ (Ποιός για Ποιόν) και το (εν τέλει) ερώτημα του Επαρκούς Ολικού, του Εφικταναγκαίου Κεφαλόσκαλου (Τι και Πως).
Το Επαρκές Ολικό, το Εφικταναγκαίο Κεφαλόσκαλο της Στρατηγικής, συγκροτεί επίσης αφ’ εαυτού αντίστοιχο Ιδεολογοπολιτικό Αφήγημα και οργανικό συνδετήριο λώρο με το σύστοιχο ΚΥ. Βεβαίως οι Ιδεολογίες μπορούν να διαμορφώνουν κι επεκτείνουν το ιδιαίτερο αφήγημά τους κατά το δοκούν εγείροντας πιθανόν κι αντίστοιχες πλην χωρίς σημασία ιδεο-διαμάχες. Για την όποια παραγωγική ιδεολογοπολιτική προσέγγιση ή αλληλεπίδραση (διάλογος, σύγκρουση κτλ) αρκεί καταληκτικά το ζήτημα του Επαρκούς Ολικού, όπου και μόνον μεταγράφονται πολιτικά κι αντικρίζονται πραξεολογικά οι ιδεολογίες…