Τα τελευταία χρόνια, ο αντιεξουσιαστικός χώρος απλώνεται. Κι όσο απλώνεται αλλάζει. Δεν αποτελείται, όπως στα χρόνια της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, από μικρές ομάδες διανοουμένων με υψηλή θεωρητική κατάρτιση, με άποψη και στόχους. Τώρα έχει μάζα, πλήθος. Δεν του λείπουν οι διανοούμενοι, αλλά αυτοί πλέον αποτελούν μία σταγόνα με μειούμενη επιρροή, μέσα σε ένα χώρο που όσο μεγαλώνει τόσο πιο χαοτικός γίνεται.

 

Προσπάθειες να οργανωθεί με παλιές και νέες μορφές βρίσκονται σε εξέλιξη. Ορισμένα «στέκια» έχουν διάρκεια και παράγουν πολιτική και πολιτισμό. Ορισμένα -από τα πολλά- έντυπα αναπτύσσουν μια προβληματική, φέρνουν ιδέες απ’ το εξωτερικό, δημιουργούν δικτυώσεις. Ορισμένες δράσεις έχουν αποτελέσματα. Το Νοσότρος στα Εξάρχεια, το Πάρκο στη Ναυαρίνου, το Β-Fest είναι από τις πιο ορατές και δημιουργικές περιπτώσεις. Σε όλη την Ελλάδα παρατηρείται μία κινητικότητα, άνιση και όχι πάντα πολιτικά/πολιτιστικά παραγωγική. Αλλά ο χώρος μεγαλώνοντας, έχει το σοβαρό πλεονέκτημα και ταυτόχρονα το πολύ σοβαρό μειονέκτημα της πολυσπερμίας. Ο καθένας μπορεί να λέει και να κάνει ό,τι θέλει. Kάποιοι θα διαφωνήσουν, αλλά κανένας δεν θα εμποδίσει τον άλλον να δρα κατά βούληση. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας είναι πολύ ελκυστική, ιδιαίτερα σε νέα παιδιά και, ταυτόχρονα, πολύ παραπλανητική. Η πραγματική ελευθερία που δεν μπορεί να υπάρχει μέσα σε συστήματα που στηρίζονται στην ανισότητα και την εκμετάλλευση, αναπληρώνεται από την ψευδαίσθηση της ελευθερίας που αποκτάει κανείς συμμετέχοντας σε ένα χώρο που επικρατεί χάος, αλλά και αλληλεγγύη.

Με δεδομένα τα αξεπέραστα προβλήματα της Αριστεράς, η απογοήτευση από έναν τρόπο ζωής που, σήμερα, δεν καλύπτει ούτε τις βασικές βιοτικές ανάγκες θα συνεχίσει να οδηγεί πολλά παιδιά στο «χώρο». Παιδιά που έχουν όραμα, βαθιά πολιτικοποιημένα, αλλά και παιδιά που έχουν, βασικά, την ανάγκη να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους με ό,τι συνδέεται ή φαίνεται να συνδέεται με το κοινωνικό και συναισθηματικό αδιέξοδό τους. Από την οικογένεια, το σχολείο, το στρατό, το αφεντικό και το πολιτικό κατεστημένο, ώς τα καθίσματα ενός γηπέδου και τη βιτρίνα μιας μπουτίκ ή ενός βιβλιοπωλείου. Ο εχθρός τους είναι οι πάντες και τα πάντα. Η ευχαρίστηση από το σπάσιμο μιας τζαμαρίας, οποιασδήποτε τζαμαρίας, είναι πρόσκαιρα λυτρωτική. Κι όταν αυτό παύει να ικανοποιεί, έπεται η πυρπόληση ενός κτιρίου. Και μετά, τα καλάσνικοφ. Κι όποιον πάρει ο χάρος, αφού φταίνε όλοι το ίδιο.

Ο αντιεξουσιαστικός χώρος έχει πρόβλημα εσωτερικό. Μεγάλο πρόβλημα. Όσο κι αν προσπαθούν μερικοί θεωρητικοί τού «χώρου» να παντρέψουν τον Ζιν με το πετροβόλημα των μπάτσων, την υπεράσπιση των ελεύθερων χώρων με τα γκαζάκια, τη συστηματική και επίπονη οργάνωση στους χώρους δουλειάς με το κάψιμο των αυτοκινήτων, θα καπελώνονται πάντα από τα απολίτικα τσογλάνια που θα κατεδαφίζουν το «χώρο» με βαριοπούλες και θα καίνε ζωντανούς εργαζόμενους των χιλίων διακοσίων ευρώ.

Με αδιέξοδο,

Γκαούρ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!