του Αθανάσιου Μπόικου
Θεωρείται εντελώς απαραίτητο σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα για τις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. να γίνεται ξεχωριστή μνεία στον «Πολιτισμό». Και, ως συνήθως, με τον όρο αυτό νοούνται διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις σχετικές με μουσική, θέατρο, βιβλίο, κινηματογράφο κ.ά.
Ο όρος περιορίζεται σε δραστηριότητες που αφορούν σε ένα μερικό πεδίο της κοινωνικής ζωής, χωρίς να επεκτείνεται και να συμπεριλαμβάνει και την ίδια την πολιτική, ως θεωρία και πράξη, ως καθημερινή πραγμάτωση των συγκεκριμένων μορφών αυτοοργάνωσης, αυτοθέσμισης και αυτοδιοίκησης των δημόσιων-κοινωνικών υποθέσεων, των «πραγμάτων της πόλεως». Ο «Πολιτισμός» των εκλογικών προγραμμάτων αδυνατεί ή αποφεύγει σκόπιμα να συμπεριλάβει και την ουσία της πολιτικής πράξης ως βασικό συστατικό στοιχείο του πολιτισμού.
Αν, όμως, η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία -για την οποία τόσο πολλά και σπουδαία ακούμε σε πανηγυρικούς, κούφια συνήθως- μάς έχει κάτι κληροδοτήσει, είναι αυτή ακριβώς η διάσταση της δημόσιας πολιτικής πράξης, όπου είναι η ίδια η δημοκρατία (ο τρόπος με τον οποίο αυτοθεσμίζεται, λειτουργεί και αυτοαναπτύσσεται) που συνιστά το θεμελιακό πεδίο του πολιτισμού. Το ιστορικό-κοινωνικό φορτίο της αρχαίας δημοκρατίας δεν μπορεί να νοηθεί έξω από το τετράπτυχο «πόλις-πολίτης-πολιτική-πολιτισμός».
ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ καλῶς ἔχειν ταύτας τὰς νῦν ὑπαρχούσας, διὰ τοῦτο ταύτην δοκῶμεν ἐπιβαλέσθαι τὴν μέθοδον – αλλά επειδή δεν είναι ικανοποιητικά τα πολιτεύματα που υπάρχουν τώρα, γι’ αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι επιβάλλεται η αναζήτηση αυτή
(Αριστοτέλης – Πολιτικά Β΄)
Σε συνθήκες, τώρα, πλανητικής κυριαρχίας του καπιταλισμού-νεοφιλελευθερισμού, όπου τα πάντα έχουν αναχθεί σε εμπορεύματα –σε αξίες, δηλαδή, οι οποίες δεν παράγονται προς ικανοποίηση κοινωνικά αυτοπροσδιοριζόμενων αναγκών, αλλά προς πώλησή τους στην «ελεύθερη αγορά», με τελικό κυρίαρχο στόχο πάντα το κέρδος– ο όρος «Πολιτισμός», απογυμνωμένος από την πολιτική-κοινωνική του διάσταση, υποβιβάζεται και αυτός σε απλό εμπορευματικό είδος. Σε κάτι που μπορεί κανείς να αγοράζει και να πουλάει, να το κατέχει ως ατομική ιδιοκτησία, ως πράγμα και αντικείμενο έξω από τον εαυτό του (αλλοτρίωση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος από την ίδια του τη δραστηριότητα).
Υπό το πρίσμα του νεοφιλελευθερισμού τον «Πολιτισμό» μπορούμε να τον έχουμε χωρίς να τον είμαστε. Είναι, έτσι, δυνατό με δημόσιες πράξεις να τον απαξιώνουμε και να τον διαλύουμε καθημερινά –ως αυτοοργάνωση και αυτοδιαχείριση της κοινωνικής ζωής– και από την άλλη μεριά, κάθε φορά που κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο, όπως στην περίπτωση των εκλογικών προγραμμάτων, να τον «αγοράζουμε», για να τα «εμπλουτίσουμε». Στην ουσία για να καλύψουμε το κενό πολιτισμού. Υπάρχουν, άλλωστε, πολλές ιδιωτικές εταιρείες δημοσίων σχέσεων και οργάνωσης «πολιτιστικών εκδηλώσεων», οι οποίες λειτουργούν ως μηχανισμοί μεσολάβησης μεταξύ ιδιωτών (καταναλωτών) «πολιτιστικών προϊόντων» και «παραγωγών πολιτισμού», μέσω «χρηματοδοτικών εργαλείων», προσανατολισμένων στην εγκαθίδρυση της μονοδιάστατης και υποκριτικής κρατικής/ευρωκρατικής σκέψης. Μιας σκέψης που, για παράδειγμα, συνθέτει περίτεχνα νομοθετικά κείμενα και οδηγίες για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, αλλά είναι έτοιμη και πρόθυμη να υποκύψει στα πλουσιοπάροχα ανταλλάγματα μεγάλων εταιρειών και λόμπι που δρουν εις βάρος του περιβάλλοντος και της υγείας των πολιτών· μιας σκέψης που «ανησυχεί», τώρα τελευταία, για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και καλεί σε «κοινή δράση» εναντίον της (δήθεν), την ίδια στιγμή ωστόσο εφαρμόζει με θρησκευτικό ζήλο άγριες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, που συντηρούν και γιγαντώνουν το φασισμό σαν κοινωνικό φαινόμενο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαλύεται η πολιτική διάσταση του ήθους και της δημόσιας αρετής. Ο πολιτικός πολιτισμός, ως βασικό υπόβαθρο για την οικοδόμηση της δημοκρατίας και όλων των άλλων πτυχών του πολιτισμού, εκμηδενίζεται, με αποτέλεσμα να μην ασκεί καμιά γοητεία ούτε να μπορεί να εμπνεύσει πάθος για τη συμμετοχή στα «κοινά της πόλεως».
Έτσι, το κενό που εμφανίζεται από τον κατακερματισμό της πολιτείας σε ατομικούς, μικροσκοπικούς κόσμους ιδιωτών χωρίς συνεκτικό όραμα, μόνο με εξωτερικούς συνδέσμους μπορεί να αναπληρωθεί.
Πληρώνοντας μπορείς να αγοράσεις πολιτισμό. Όταν δεν τον είσαι, μπορείς μόνο να τον έχεις, σαν είδος που διατίθεται στο ελεύθερο εμπόριο. Δεν είναι, μάλιστα, και λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πολιτιστικές δράσεις χρησιμοποιούνται ως φύλλο συκής και άλλοθι για να καλυφθεί η πλήρης απουσία και η έλλειψη πρωτογενούς πολιτικού πολιτισμού.
Η εξουσιαστική τεχνική του «άρτος και θεάματα» διατηρεί ακλόνητη τα διαχρονικά της πρωτεία πάνω στις κοινωνίες, εφόσον αυτές συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σαν μηχανικό άθροισμα ιδιωτικών συμπεριφορών και συμφερόντων και όχι να τον θεωρούν ως λειτουργική κοινότητα δρώντων πολιτικών υποκειμένων, τα οποία αυτοοργανώνουν και αυτοδιαχειρίζονται συλλογικά τους όρους της ζωής τους.
Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε την πολιτική και τον πολιτισμό πέραν των χρηματοδοτούμενων εθνικών και ευρωπαϊκών προγραμμάτων-δράσεων; Μπορούμε να τα φανταστούμε όχι απλώς σαν κάποια από τα κομμάτια μιας κατ’ ευφημισμόν και μόνο «κοινωνίας των πολιτών», αλλά σαν πρωταρχικά, πρωτογενή στοιχεία μιας κατ’ ουσίαν αυτοδιοικούμενης κοινωνίας (για να έχει και κάποιο νόημα ο όρος «τοπική αυτοδιοίκηση»);