του Βασίλη Καφετζόπουλου

Έξι πρόσωπα έχουν παραπεμφθεί σε δίκη, ο καταστηματάρχης και ο μεσίτης που βρίσκονταν από την αρχή στον τόπο του εγκλήματος καθώς και οι τέσσερις αστυνομικοί που κατέφθασαν αργότερα. Έξι άνθρωποι, που ο καθένας από διαφορετική σκοπιά, υποτίμησε μια ανθρώπινη ζωή, δολοφόνησαν έναν νέο άνθρωπο, τον Ζακ Κωστόπουλο.

Ο Ζακ Κωστόπουλος ήταν ένας άνθρωπος, όπως όλοι μας, με πολλές ταυτότητες. Κάποιες από αυτές είχαν μεγαλύτερη αξία για εκείνον, και επέλεγε να αγωνιστεί για να μπορεί να τις εκφράζει ελεύθερα. Κάποιες θεωρούνταν από πολλούς ακόμη και «παράξενες», όπως το ότι ντυνόταν drag. Κάποιες ήταν δύσκολες, όπως αυτή του οροθετικού και του χρήστη ουσιών. Αυτοπροσδιοριζόταν ως «ούτε άνδρας ούτε γυναίκα», αυτοαποκαλούταν Ζακ και το όνομα Zackie Oh ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσε όταν ήταν σε drag, δηλαδή όταν χρησιμοποιούσε γυναικεία ρούχα, είτε για κάποια παράσταση είτε για την καθημερινότητά του.

Ο Ζακ Κωστόπουλος που μπήκε στο κοσμηματοπωλείο ήταν όλα αυτά, και πολλά άλλα που πιθανώς να μη γνωρίσουμε ποτέ. Ο άνθρωπος όμως που είδαν να μπαίνει στο κοσμηματοπωλείο οι δολοφόνοι του, καθώς και ο άνθρωπος που κλήθηκαν να «συλλάβουν» οι αστυνομικοί, δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να συμπυκνώσει όλες αυτές τις πλευρές της ταυτότητας του.

Ο άνθρωπος που είδαν να μπαίνει στο κοσμηματοπωλείο ήταν ένα «πρεζάκι». Ένας χρήστης. Ένας χρήστης που θα τους λήστευε, ή θα τους «μόλυνε», ή θα τους χαλούσε την αισθητική και τη μέρα. Η κύρια πλευρά της ταυτότητας του ήταν αυτή. Στα κλάσματα του δευτερολέπτου που αποφάσισε ο κοσμηματοπώλης ότι ο άνθρωπος που έχει κλειδωθεί στο μαγαζί του δεν αξίζει να ζει, και πρέπει να βγει πάση θυσία, ακόμη και με μαχαίρι, κατά πάσα πιθανότητα βάρυνε το ότι ήταν υπό την επήρεια.

Υπάρχει λοιπόν μία ομάδα ανθρώπων, που αν και μικρή σε σχέση με άλλες μεγαλουπόλεις, βιώνει μια σκληρή καθημερινότητα. Εκτός από την αντικειμενική σκληρότητα της χρήσης, βιώνει και έναν συνεχή κοινωνικό ρατσισμό. Υποτίμηση, περιθωριοποίηση, απομόνωση, ακόμη και στέρηση βασικών δικαιωμάτων

Στην Αττική με τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα υπάρχουν περίπου 7.000 χρήστες οπιοειδών ναρκωτικών, και πανελλαδικά ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι περίπου ο διπλάσιος. Περίπου 1.000 εξ’ αυτών είναι συχνοί χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών και κατά κανόνα ζουν σε συνθήκες αστεγίας και ανεργίας, στο κέντρο της Αθήνας. Πάνω από το 50% αυτών έχει ή είχε στο παρελθόν προβλήματα με το νόμο, που αφορούν σχεδόν αποκλειστικά μικροπαραβάσεις σχετικά με τα ναρκωτικά.

Υπάρχει λοιπόν μία ομάδα ανθρώπων, που αν και μικρή σε σχέση με άλλες μεγαλουπόλεις, βιώνει μια σκληρή καθημερινότητα. Εκτός από την αντικειμενική σκληρότητα της χρήσης, βιώνει και έναν συνεχή κοινωνικό ρατσισμό. Υποτίμηση, περιθωριοποίηση, απομόνωση, ακόμη και στέρηση βασικών δικαιωμάτων.

Ένας τέτοιος ήταν λοιπόν για τον καταστηματάρχη και τον μεσίτη ο Ζακ. Ένα «πρεζόνι». Ένα «πρεζόνι που μπήκε να κλέψει και έχει παραγίνει το κακό». Όπως «έχει παραγίνει το κακό» στα νοσοκομεία που πιάνουν κρεβάτια εάν αρρωστήσουν, όπως έχει παραγίνει το κακό που μας χαλάνε την αισθητική στις πλατείες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μνήμη του Ζακ Κωστόπουλου σκυλεύτηκε. Ότι για πολλούς θα ήταν πιο βολικό να ήταν απλά ένας ανώνυμος χρήστης. Θα ήταν πιο εύκολο να τον βάλουν κάτω από το χαλί και να μη το μαθαίναμε ποτέ. Αλλά δεν ήταν. Ήταν ένας ακτιβιστής οροθετικός, ένα ενεργό μέλος της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Είχε πολλές και σημαντικές ταυτότητες. Αυτή όμως που του κόστισε πιθανώς τη ζωή ήταν αυτή που αντιλήφθηκαν ως περιθωριακή με την πρώτη ματιά οι δολοφόνοι του: «ένα πρεζάκι μας κλέβει».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!