Πριν από λίγες μέρες, ο Tony Abbott όχι μόνο έχασε την αρχηγία του κόμματός του, αλλά ανακλήθηκε και από την πρωθυπουργία της Αυστραλίας! Και ανακλήθηκε από πρωθυπουργός όχι μέσα από εθνικές εκλογές, αλλά μέσα από το κόμμα του, το οποίο τον αντικατέστησε στην πρωθυπουργία με τον Malcolm Turnbull μέσα από μια ψηφοφορία εσωκομματική! Ούτε καν μέσα από ένα συνέδριο! Αντικαταστάθηκε από το εκατονταμελές όργανο, που σύμφωνα με το καταστατικό του κόμματός του έχει την αρμοδιότητα να ανακαλεί ακόμα και τον πρωθυπουργό, εάν οι πολιτικές που εφαρμόζει παρεκκλίνουν από την πολιτική γραμμή του κόμματος που τον ανέδειξε. Με τον ίδιο τρόπο είχε ανακαλέσει τον εν ενεργεία πρωθυπουργό Kevin Rudd και αντικαταστήσει με την Julia Gillard, το 2010, το κόμμα των Εργατικών.
Έτσι, στην Αυστραλία, κάθε κόμμα, διά των οργάνων του, μπορεί να αλλάζει τον εν ενεργεία πρωθυπουργό της χώρας, αφού η ανακλητότητα που συνδέεται με την εσωτερική λειτουργία των κομμάτων είναι θεσμικά κατοχυρωμένη. Κανένας, δηλαδή, δεν είναι υπεράνω των συμφωνημένων κανόνων δημοκρατίας στα κόμματα που είναι θεσμοί του πολιτεύματος, ακόμα και ο πρωθυπουργός. Και αυτό συνέβη τόσο με το Εργατικό Κόμμα όσο και με το Φιλελεύθερο Κόμμα της Αυστραλίας, που είναι ένα ντούρο αστικό κόμμα που δεν φημίζεται για την προοδευτικότητά του.
Στη Μεγάλη Βρετανία, την περασμένη βδομάδα, η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος έγινε κατευθείαν από τα μέλη του κόμματος. Με το εντυπωσιακό 60% που απέσπασε ο Κόρμπιν, μεταξύ δέκα συνολικά υποψηφίων, που αντιστοιχεί σε 250.000 ψήφους, τα μέλη του κόμματος προωθούν μια αποφασιστική στροφή προς τα αριστερά κόντρα στους «Μπλεριστές» που οδήγησαν τη Βρετανία πιο βαθιά στο νεοφιλελευθερισμό και εξομοίωσαν το Εργατικό Κόμμα με το Συντηρητικό. Αυτή η δημοκρατική δικλείδα έδωσε τη δυνατότητα στα μέλη να αλλάξουν την πλεύση του κόμματος, γεγονός που, παρά την κινδυνολογία που εξαπέλυσαν οι δεξιές εφημερίδες και η συντηρητική πτέρυγα του κόμματος για τον «εξτρεμιστή Κόρμπιν», ανατάραξε τα λιμνάζοντα νερά της βρετανικής πολιτικής σκηνής και δημοσκοπικά ανέβασε αμέσως τους Εργατικούς.
Αλλά και στην Ελβετία, μου έλεγε η οικονομολόγος ακτιβίστρια Georgia Bross που συμμετείχε στο συνέδριο Democracy Rising, στην Αθήνα, στα καντόνια οι πολίτες με δημοψηφίσματα επιβάλλουν τη θέλησή τους χωρίς δυνατότητα της κεντρικής εξουσίας να παρερμηνεύσει ή να αγνοήσει το αποτέλεσμα που είναι νομικά κατοχυρωμένο και δεσμευτικό για όλους. Γι’ αυτό, όπως και σε πάρα πολλούς ξένους φίλους της Ελλάδας, ήταν εντελώς ακατανόητο, αντιδημοκρατικό και ηθικά επιλήψιμο, πώς δεν έγινε σεβαστό το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το ΟΧΙ, που αναδείχτηκε με το αδιαμφισβήτητο ποσοστό του 61,3%, με τη μεγάλη διαφορά των 23 μονάδων από το ΝΑΙ.
Παρόμοια ή αντίστοιχα παραδείγματα δημοκρατικών πτυχών βρίσκει κανείς σε πολλές χώρες του κόσμου, ακόμα και στη μητρόπολη του καπιταλισμού, την Αμερική. Για παράδειγμα, οι γερουσιαστές δεν δεσμεύονται από την κομματική τους ταυτότητα στην υπερψήφιση ή καταψήφιση των νόμων, χωρίς αυτό να θεωρείται αθέμιτο καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ούτε, βέβαια, συνεπάγεται την τιμωρία ή την αποβολή τους από το κόμμα τους. Και στην Ελλάδα, οι βουλευτές οφείλουν κατά το Σύνταγμα να ψηφίζουν κατά συνείδηση. Αυτό, όμως, δεν γίνεται αποδεκτό από τα κόμματα, ούτε τα δεξιά ούτε τα αριστερά.
Εννοείται ότι, στη Δύση, η δημοκρατία τους δεν έχει σχέση με τη γνήσια δημοκρατία, γιατί κάθε τι καλό αναιρείται από τη μέγγενη της ολιγαρχίας. Εντούτοις, αρκετοί επιμέρους δοκιμασμένοι θεσμοί με δημοκρατικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν οπωσδήποτε να υιοθετηθούν από την Αριστερά. Βλέπουμε, όμως, ότι συμβαίνει το αντίθετο και ότι η Αριστερά αντί να υιοθετήσει τα θετικά στοιχεία της αστικής δημοκρατίας, υιοθετεί τα αρνητικά.
Αριστερά και Δημοκρατία
Αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν έχει καμία σπουδαία παράδοση στη σύγχρονη Ελλάδα. Τα αστικά κόμματα λειτουργούσαν πάντα με αρχηγούς, φατρίες, καλπονοθεία και πάσης φύσεως έξωθεν παρεμβάσεις. Σκοπός των κυβερνώντων ήταν πάντοτε όχι η έκφραση και ο σεβασμός της λαϊκής βούλησης, αλλά η παραπλάνηση και η καταπάτησή της. Αλλά και τα αριστερά κόμματα έπασχαν από έξωθεν παρεμβάσεις, φράξιες και αρχηγισμούς, έχοντας, όμως, ένα πολύ σοβαρό ελαφρυντικό. Ενώ τα αστικά κόμματα έφτιαχναν τα Συντάγματα, θέσπιζαν τους κανόνες και εφάρμοζαν τους κανόνες του πολιτεύματος στην πράξη έχοντας την αποκλειστικότητα στην εξουσία, το ΚΚΕ, ευρισκόμενο συνεχώς υπό ανηλεή διωγμό (με όλη τη σημασία της λέξης) και υπό την ασφυκτική πίεση του σοβιετικού κέντρου, είχε πολύ περιορισμένες δυνατότητες εφαρμογής ακόμα και του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, γεγονός που οδήγησε σε κάθε είδους εκτροπές και καταχρήσεις εξουσίας και, τελικά, σε ένα κόμμα που είναι φυλακισμένο στη «δημοκρατία» του.
Η λεγόμενη ανανεωτική ή αναθεωρητική Αριστερά, όπως εκφράστηκε βασικά μέσα από το ΚΚΕ εσ., ενώ επικαλείτο σε επίπεδο αρχής και σε υψηλούς τόνους τη δημοκρατία, επί της ουσίας δεν την εφάρμοσε ποτέ πέρα από τα στενά περιθώρια των αστικών κομμάτων. Και μάλιστα, σε συνθήκες νομιμότητας, που οι δυνατότητες διεύρυνσης και εμβάθυνσης της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα ήταν σχεδόν απεριόριστες. Αυτή η «φο» δημοκρατία δηλητηρίασε την Αριστερά και εκτροχίασε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της μέχρι τις μέρες μας. Η ΔΗΜΑΡ, που σαν τάση αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς τη στιγμή που για πρώτη φορά γινόταν μια μεγάλη προσπάθεια για τη συγκρότηση ενός πολυφωνικού και πολυσυλλεκτικού φορέα, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ψευδεπίγραφης δημοκρατίας. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να αντιπαλέψει τα δικά του δαιμόνια, γιατί όχι μόνο το «πνεύμα» της «Ανανεωτικής τάσης» δεν έφυγε μαζί με τη ΔΗΜΑΡ, ούτε κάποια από τα βαποράκια του, αλλά και γιατί όλες οι συνιστώσες, με βασικότερη αυτή του ΣΥΝασπισμού, που συνέπραξαν σ’ αυτό το πραγματικά κοσμοϊστορικό εγχείρημα, κουβαλούσαν τα δικά τους βαρίδια που δεν ήταν καθόλου εύκολο να αποτιναχτούν. Παρ’ όλη την πρόοδο, παρ’ όλη την καλή διάθεση, η δυσκαμψία που προέρχεται από την παράδοση του δογματισμού, ο φατριασμός που ήταν εμπεδωμένος στον ΣΥΝασπισμό και η ισχυρή επιρροή του αστισμού που κυριάρχησε στην Ελλάδα με τα αρχηγικά κόμματα, ήθελε ριζικές εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που όχι μόνο δεν έγιναν, αλλά και όποιες φάνηκαν ότι μπορεί να γίνουν αχρηστεύθηκαν μέσα στην απρόβλεπτη ροή των εξελίξεων. Έτσι, αντί η απότομη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιηθεί προς όφελος της δημοκρατίας, με μεγάλο εμπλουτισμό των ιδεών, εκσυγχρονισμό των θεσμών και δυναμική ανανέωση των προσώπων αντλώντας κυρίως νέους αγωνιστές, ακτιβιστές και επιστήμονες από την τεράστια δεξαμενή της κοινωνίας που ανοίχτηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, επικράτησαν οι μηχανισμοί αναπαραγωγής της εξουσίας των ομάδων, ο άκρατος εσωτερικός ανταγωνισμός και η ακραία θεσιθηρία, η απαξίωση των οργάνων, ο αρχηγισμός και το περιβάλλον του. Δηλαδή, ένα εξαιρετικό εγχείρημα, με τις αδυναμίες του αλλά και την πρωτοτυπία του, που άγγιξε την κοινωνία σε εντυπωσιακό βαθμό και προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο εξωτερικό, με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, αντί να κάνει ένα ποιοτικό άλμα, ανέδειξε στο έπακρο όλες τις άλυτες αντιθέσεις του, όλες τις εγγενείς αδυναμίες και ανεπάρκειές του, όλες τις αναντιστοιχίες ανάμεσα στις διακηρύξεις και τις εφαρμογές τους, όλες τις αξεπέραστες κληρονομιές της παράδοσης του δογματικού συγκεντρωτισμού και του ψευτοδημοκρατικού αστισμού.
Και σ’ αυτή τη φάση της μιας στα εκατό χρόνια ευκαιρίας για το λαό, την πατρίδα, τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία και την Αριστερά, χωρίς αίμα και εμφύλιο σπαραγμό, έγινε η μεγάλη ανατροπή προς τα πίσω. Αυτό το οικοδόμημα που από ευθύνη των αρχιτεκτόνων και των μηχανικών του δεν απόκτησε γερά θεμέλια, στέρεο σκελετό και υγιεινή κυκλοφορία του αέρα στο εσωτερικό του, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος με το πρώτο ταρακούνημα, που δεν ήταν κι ο μεγαλύτερος σεισμός που έχει πλήξει τη χώρα στην ιστορία της. Ούτε η ηγετική ομάδα και ο πρόεδρος, ούτε τα μεσαία στελέχη, αλλά ούτε και τα μέλη του κόμματος δεν έδειξαν να συγκινούνται από τις διάσπαρτες επισημάνσεις και εκκλήσεις για άμεσο εκδημοκρατισμό και εκσυγχρονισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε τα ηχηρά μηνύματα από την κοινωνία, με έμπρακτη σαφήνεια από τις ακτιβιστικές ομάδες, με εκφρασμένη ανάγκη έως και παρότρυνση από τα μέλη, αλλά και με την ελπίδα και ενθάρρυνση των πλατύτερων κοινωνικών στρωμάτων για ένα φορέα επιτέλους πολύ διαφορετικό από τα κατεστημένα κόμματα εξουσίας και παραεξουσίας, δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν αυτή την ανατριχιαστική οπισθοδρόμηση.
Γιατί πρόκειται για ιστορική ήττα. Με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, όχι μόνο σύρθηκε η χώρα βαθύτερα στην εξάρτηση, αλλά γκρεμίστηκε και το φιλόδοξο –και προς στιγμήν επιτυχημένο– εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ας ελπίσουμε ότι το απαύγασμά του θα έχει αξία όπως όλα τα σπουδαία εγχειρήματα της ανθρωπότητας που άφησαν τη σφραγίδα τους κληρονομιά στην εξέλιξη, ακόμα κι αν τα ίδια δεν ευοδώθηκαν στο τέλος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές
Εμείς δεν καταφέραμε, για την ακρίβεια δεν θελήσαμε καν, να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε τουλάχιστον ένα κόμμα που θα λειτουργεί με στοιχειώδες κανόνες αστικής δημοκρατίας. Το ξέραμε ότι δεν μπορούμε να φτιάξουμε με λόγια ένα κόμμα που λειτουργεί με άμεση δημοκρατία. Αυτός είναι πολύ υψηλός στόχος, πανύψηλος, που πρέπει ένα αριστερό κόμμα να τον έχει σαν οδηγό, σαν πολικό αστέρα, αλλά, πιο ρεαλιστικά, θα ξεκινούσαμε από το σεβασμό των κανόνων που εμείς έχουμε θεσπίσει στο καταστατικό μας, με την επιδίωξη το επόμενο να είναι σαφώς ανώτερο από το προηγούμενο. Και σ’ αυτή την προσπάθεια, δεν είναι μικρό σχολείο οι δημοκρατικές εκφάνσεις των αστικών καθεστώτων που δεν έφτασαν σ’ αυτές χωρίς κόπο και πρόοδο.
Στη μεγάλη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, τον Δεκέμβριο 2012, μερικούς μήνες μετά τη νικηφόρα εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου, όπου όλα έδειχναν ότι υπάρχουν οι προοπτικές για να αναγεννηθεί και να ανοίξει δρόμους η Αριστερά, ο Αλέξης Τσίπρας είχε πει, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Ο νέος φορέας που θέλουμε να δημιουργήσουμε δεν μπορεί να είναι αντίγραφο στη δομή και λειτουργία των κόμματων του χθες. Όχι μόνο των αποτυχημένων κομματικών μοντέλων του αστικού μπλοκ, αλλά ακόμα και των δικών μας κομματικών μοντέλων… Ας προχωρήσουμε στη δημοκρατία των μελών. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, τα καλύτερα και ας μη φοβηθούμε να αλλάξουμε προς το καλύτερο. Ας κρατήσουμε τον πλουραλισμό και την πολυφωνία. Ας κρατήσουμε τη δημιουργική σύνθεση. Και ας τα μπολιάσουμε με μια νέα κουλτούρα άμεσης δημοκρατίας. Της δημοκρατίας του διαρκούς ελέγχου και της ανακλητότητας από τη βάση. Της δημοκρατίας της διαρκούς παρέμβασης των μελών στις διαδικασίες των αντιπροσωπευτικών και εκτελεστικών οργάνων».
Αλλά δεν έγινε τίποτα απ’ αυτά. Δεν έγινε καν προσπάθεια. Και το χειρότερο. Παρατηρήθηκε μεγαλύτερη υποβάθμιση του κόμματος. Και τα χιλιάδες νέα μέλη που γράφτηκαν στο κόμμα, άρχισαν να μην εμφανίζονται καν στις κομματικές οργανώσεις που λειτουργούσαν αλά παλαιά, με βάση τους εσωτερικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Με περαιτέρω υποβάθμιση του ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο μετά τη νίκη στις τελευταίες εκλογές του Ιανουαρίου. Καμία «δημιουργική σύνθεση» και κανένας «έλεγχος» δεν γινόταν αφού όλες οι σημαντικές αποφάσεις παίρνονταν ερήμην του ΣΥΡΙΖΑ. Ποτέ δεν συζητήθηκαν οι επιλογές του Προκόπη Παυλόπουλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας και πολλών άλλων σε κυβερνητικά πόστα από το χώρο της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας (Καμμένος, Κουίκ, Μάρδας, Σαγιάς, Πανούσης κ.ά.). Και ποτέ δεν τέθηκε προς συζήτηση και συμφωνία, σε κανένα όργανο, η αλλαγή γραμμής σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα, για τα οποία πάλεψε ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως το χρέος, οι αποκρατικοποιήσεις, ο βασικός μισθός και πολλά άλλα. Όσο για την «ανακλητότητα από τη βάση», πώς θα μπορούσε να τεθεί αφού και το έκτακτο συνέδριο για το οποίο πάρθηκε απόφαση από την Κεντρική Επιτροπή μετά από πρόταση του προέδρου, χάθηκε μέσα στη μαύρη τρύπα. Όταν συγκλονιστικές ανατροπές στις θέσεις που άλλαζαν ακόμα και τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, έγιναν και πάλι ερήμην του κόμματος, αλλά και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας που κλήθηκε να συναινέσει εκ των υστέρων. Ο «πλουραλισμός», η «πολυφωνία», η «διαρκής παρέμβαση των μελών» και η «νέα κουλτούρα άμεσης δημοκρατίας» έμειναν κενές εξαγγελίες και το κόμμα δεν ξέφυγε καθόλου από την τόσο ξορκισμένη «δομή και λειτουργία των κομμάτων του χθες».
Η εξουσία αγιάζει τα μέσα
Ευθύνη έχουν όλοι, με διαβαθμίσεις, αλλά όλοι. Και τα μεσαία στελέχη και τα μέλη, όλων των τάσεων και συνιστωσών, που συνήθισαν να ζουν μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον χωρίς την ισχυρή θέληση να το αλλάξουν. Κι ακόμα πιο μεγάλη ευθύνη έχουν όσοι θαμπώθηκαν από την κατάκτηση της κυβέρνησης, θεωρώντας όλα τα υπόλοιπα ασήμαντα και εκ του περισσού. Ότι η κυβέρνηση είναι κάτι ανώτερο από τη δημοκρατία και ό,τι αυτό συνεπάγεται (αξιοκρατία, συμμετοχή, συλλογικότητα, διαφάνεια, συνέπεια, κριτική κ.λπ.) και για χάρη της ηγεμονίας κάθε δημοκρατικός θεσμός, κάθε δημοκρατική λειτουργία και κάθε δημοκρατική απόφαση παραμερίζονται, αναστέλλονται ή παύουν να ισχύουν. Ότι η παραμονή στην εξουσία αγιάζει τα μέσα.
Ουδείς, λοιπόν, αναμάρτητος, όσο κι αν το βάρος πέφτει περισσότερο σ’ αυτούς που έσπρωξαν την άμαξα στον γκρεμό. Αλλά ακόμα κι αν υπήρχε τρόπος να συγχωρήσουμε όλα μας τα ανομήματα και να διαγράψουμε όλο το παρελθόν των αθετήσεων και παραβιάσεων της δημοκρατικής νομιμότητας, προκειμένου να ξεκινήσουμε από την αρχή, από παρθενογένεση, αναμάρτητοι, και πάλι θα τα είχαμε κάνει μαντάρα, σαν να είναι το αμάρτημα της Αριστεράς προπατορικό, άσβεστο και κληρονομικό. Κανένα από τα δύο κόμματα που προκύψανε από τον εκπεσόντα ΣΥΡΙΖΑ δεν ακολούθησε, μετά τη διάσπαση, κάποια στοιχειωδώς δημοκρατική διαδικασία, ούτε στη συγκρότηση των νέων φορέων, ούτε στην εκλογή των καθοδηγητικών τους οργάνων, ούτε στην επιλογή των υποψηφίων βουλευτών και τη σειρά εκλογής τους, ούτε στη διαμόρφωση των νέων προγραμμάτων τους. Απορώ και αναρωτιέμαι από πού άντλησε ο Αλέξης Τσίπρας τη δήλωσή του στην τηλεοπτική αναμέτρησή του με τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που ξέρει να λύνει τις διαφορές του με δημοκρατικό τρόπο»;(!)
Τελικά, κάναμε τεράστιες υποχωρήσεις για να αποφύγουμε την άτακτη χρεοκοπία, αλλά τίποτα για να αποφύγουμε την άτακτη διάλυσή μας, την οποία όλο το σύστημα επιθυμούσε και υπέθαλπε. Και αφού το καταφέραμε, συνεχίζουμε απτόητοι με τις ίδιες και χειρότερες προδιαγραφές, πολύ μακριά, χιλιάδες χιλιόμετρα, από τον ΣΥΡΙΖΑ που ονειρευτήκαμε και νομίζαμε, οι αφελείς, ότι χτίζουμε.
Στέλιος Ελληνιάδης