Φτάσαμε στα τέλη του Μάη και, παρά τις δεσμεύσεις του ίδιου του υπουργού, μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι δεν έχουν προσλάβει το απαραίτητο προσωπικό για να λειτουργούν με θερινό ωράριο. Όλα, εκτός από ένα. Αυτό το «ένα» είναι το εθνικό τοπόσημο, το «καλύτερο, το μεγαλύτερο, το επιβλητικότερο». Με αυτό το μύθο σχεδιάστηκε, οικοδομήθηκε και λειτουργεί. Οι όποιες κριτικές φωνές υψώθηκαν πριν από την ανέγερσή του λοιδωρήθηκαν ως μεμψίμοιρες, καθώς δεν εξυπηρετούσαν τον άλλο «μύθο» που έβλεπε την Ελλάδα ισχυρή και μεγαλουργούσα.
Αυτός, λοιπόν, ο μοντέρνος όγκος που στραγγαλίζει ό,τι τον περιβάλλει και ταυτόχρονα ασφυκτιά να αναδυθεί λόγω περιορισμένου χώρου λειτουργεί με τον κανόνα της εξαιρέσεως. Γι’ αυτό και οι προσλήψεις φυλάκων του εγκρίθηκαν ήδη από τον Γενάρη -και προσλήφθηκαν εγκαίρως- ώστε να μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα, την ίδια ώρα που στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο οι επισκέπτες συνωστίζονται για να προλάβουν να δουν τις αίθουσες μέχρι τις 3 μ.μ. Κατά διαβολική σύμπτωση, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης δημιουργήθηκε, εν μέσω πολλών αντιδράσεων, ως νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με Δ.Σ. διορισμένο από την κυβέρνηση. Ας βάλουμε ένα διορισμένο Δ.Σ. σε κάθε Μουσείο για να λειτουργεί ευέλικτα και καλύτερα, θα μας πουν σε λίγο, αν βεβαίως κι αυτό δεν έχει υποθηκευτεί ήδη στη δανειακή μας σύμβαση.
Το νέο Μουσείο Ακρόπολης λειτουργεί, όπως είπαμε, σε «καθεστώς εξαίρεσης». Ευτυχώς, όμως, δεν λειτουργεί πια σε καθεστώς έλλειψης κριτικής (και) από την επιστημονική κοινότητα. Απόδειξη ότι το ετήσιο συνέδριο των Μεταπτυχιακών Τμημάτων Μουσειολογίας Αθήνας και Θεσσαλονίκης, μετατράπηκε σε βήμα επιστημονικής κριτικής για τη σύλληψη, την αρχιτεκτονική, τη μουσειολογική πρόταση και την ιδεολογία του Μουσείου. Ευτυχώς…
Αν το πάρουμε από την αρχή, η σύλληψη του Μουσείου Ακρόπολης (που το κατατρέχει ώς σήμερα) ήταν η ιδέα της «άδειας αίθουσας»: εκείνης των γλυπτών του Παρθενώνα που λείπουν. Το Μουσείο δεν χτίστηκε για να στεγάσει, αλλά για να μη στεγάσει τα συγκεκριμένα γλυπτά, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην «ελγινοποίησή» τους και για να στεγάσει ένα εστιατόριο στον εξώστη -τόσο πεζά! Γλυπτά που αποτελούν τμήμα της αρχιτεκτονικής μορφής του Παρθενώνα και όχι έργα τέχνης, όπως παρουσιάζονται στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά πλέον και στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης.
Ο τρόπος έκθεσης των ευρημάτων στο Μουσείο Ακρόπολης, με τον τρόπο αυτό, απέχει πολύ από το «νέο» που ευαγγελίζεται. Αντιθέτως, μας γυρνά πολύ πίσω, σε εποχές που τα αρχαιολογικά ευρήματα θεωρούνταν έργα τέχνης και όχι υλικά αποτυπώματα της ιστορίας, σε εποχές που τα Μουσεία έμοιαζαν με κοσμηματοθήκες, αντί να αποτελούν χώρους εκπαίδευσης, διάδρασης και ταξιδιού των επισκεπτών στην εμπειρία και το χρόνο. Στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης η διάθεση της νεωτερικότητας εξαντλήθηκε, ως μη όφειλε, στην αρχιτεκτονική μορφή. Ούτε η ιστορία της πόλης-κράτους, ούτε οι αντιθέσεις της κοινωνίας που τον δημιούργησε, ούτε το πολιτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο και οι συμβολισμοί που γέννησαν την Ακρόπολη των κλασικών χρόνων, ούτε οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις της Ακρόπολης στα νεότερα χρόνια αποτελούν αντικείμενο του Μουσείου.
Επειδή, όμως, δεν υπάρχει η μη-ιδεολογία, τελικά ο Παρθενώνας αντιμετωπίζεται ως σύμβολο του κλασικού ιδεώδους και του ωραίου, όπως ακριβώς και στις αρχές του 19ου αιώνα. Το δε Νέο Μουσείο παρουσιάζεται ως απόδειξη του ότι «η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί…», απωθημένο αρχοντοχωριατισμού που κατάγεται από τον 19ο αιώνα, παράσημο για τις εκάστοτε κυβερνήσεις που καμαρώνουν στα εγκαίνια και τις δεξιώσεις. Όπως εύστοχα ειπώθηκε από βήματος του Συνεδρίου, μέσα στο Μουσείο ανταγωνίζεται ο Ιερός Βράχος και το Μέγαρο Μαξίμου. «Δεν ήθελα να ανταγωνιστώ τον Παρθενώνα», δήλωσε ο αρχιτέκτονας Μπερνάρ Τσουμί. Δύσκολο να το αποδείξει, με μια αρχιτεκτονική σύνθεση που μοιάζει να προσγειώθηκε ισοπεδώνοντας ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στου Μακρυγιάννη.
Αν μη τι άλλο, άμετρη και ανισόρροπη – σε αντίθεση με την αίσθηση μέτρου, σύνθεσης και ισορροπίας που προβάλλει η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα. Άμετρη και ανισόρροπη όπως η ίδια η πολιτική που το γέννησε: η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα Μουσείο που, στο όνομα του «σύγχρονου», θα ξέθαβε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας και θα ξαράχνιαζε τις πιο παλιές αντιλήψεις για την πολιτική και εμπορική εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Το νέο Μουσείο Ακρόπολης λειτουργεί, όπως είπαμε, σε «καθεστώς εξαίρεσης». Ευτυχώς, όμως, δεν λειτουργεί πια σε καθεστώς έλλειψης κριτικής (και) από την επιστημονική κοινότητα. Απόδειξη ότι το ετήσιο συνέδριο των Μεταπτυχιακών Τμημάτων Μουσειολογίας Αθήνας και Θεσσαλονίκης, μετατράπηκε σε βήμα επιστημονικής κριτικής για τη σύλληψη, την αρχιτεκτονική, τη μουσειολογική πρόταση και την ιδεολογία του Μουσείου. Ευτυχώς…
Αν το πάρουμε από την αρχή, η σύλληψη του Μουσείου Ακρόπολης (που το κατατρέχει ώς σήμερα) ήταν η ιδέα της «άδειας αίθουσας»: εκείνης των γλυπτών του Παρθενώνα που λείπουν. Το Μουσείο δεν χτίστηκε για να στεγάσει, αλλά για να μη στεγάσει τα συγκεκριμένα γλυπτά, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην «ελγινοποίησή» τους και για να στεγάσει ένα εστιατόριο στον εξώστη -τόσο πεζά! Γλυπτά που αποτελούν τμήμα της αρχιτεκτονικής μορφής του Παρθενώνα και όχι έργα τέχνης, όπως παρουσιάζονται στο Βρετανικό Μουσείο, αλλά πλέον και στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης.
Ο τρόπος έκθεσης των ευρημάτων στο Μουσείο Ακρόπολης, με τον τρόπο αυτό, απέχει πολύ από το «νέο» που ευαγγελίζεται. Αντιθέτως, μας γυρνά πολύ πίσω, σε εποχές που τα αρχαιολογικά ευρήματα θεωρούνταν έργα τέχνης και όχι υλικά αποτυπώματα της ιστορίας, σε εποχές που τα Μουσεία έμοιαζαν με κοσμηματοθήκες, αντί να αποτελούν χώρους εκπαίδευσης, διάδρασης και ταξιδιού των επισκεπτών στην εμπειρία και το χρόνο. Στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης η διάθεση της νεωτερικότητας εξαντλήθηκε, ως μη όφειλε, στην αρχιτεκτονική μορφή. Ούτε η ιστορία της πόλης-κράτους, ούτε οι αντιθέσεις της κοινωνίας που τον δημιούργησε, ούτε το πολιτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο και οι συμβολισμοί που γέννησαν την Ακρόπολη των κλασικών χρόνων, ούτε οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις της Ακρόπολης στα νεότερα χρόνια αποτελούν αντικείμενο του Μουσείου.
Επειδή, όμως, δεν υπάρχει η μη-ιδεολογία, τελικά ο Παρθενώνας αντιμετωπίζεται ως σύμβολο του κλασικού ιδεώδους και του ωραίου, όπως ακριβώς και στις αρχές του 19ου αιώνα. Το δε Νέο Μουσείο παρουσιάζεται ως απόδειξη του ότι «η σύγχρονη Ελλάδα μπορεί…», απωθημένο αρχοντοχωριατισμού που κατάγεται από τον 19ο αιώνα, παράσημο για τις εκάστοτε κυβερνήσεις που καμαρώνουν στα εγκαίνια και τις δεξιώσεις. Όπως εύστοχα ειπώθηκε από βήματος του Συνεδρίου, μέσα στο Μουσείο ανταγωνίζεται ο Ιερός Βράχος και το Μέγαρο Μαξίμου. «Δεν ήθελα να ανταγωνιστώ τον Παρθενώνα», δήλωσε ο αρχιτέκτονας Μπερνάρ Τσουμί. Δύσκολο να το αποδείξει, με μια αρχιτεκτονική σύνθεση που μοιάζει να προσγειώθηκε ισοπεδώνοντας ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στου Μακρυγιάννη.
Αν μη τι άλλο, άμετρη και ανισόρροπη – σε αντίθεση με την αίσθηση μέτρου, σύνθεσης και ισορροπίας που προβάλλει η αρχιτεκτονική του Παρθενώνα. Άμετρη και ανισόρροπη όπως η ίδια η πολιτική που το γέννησε: η ανάγκη να δημιουργηθεί ένα Μουσείο που, στο όνομα του «σύγχρονου», θα ξέθαβε από το χρονοντούλαπο της ιστορίας και θα ξαράχνιαζε τις πιο παλιές αντιλήψεις για την πολιτική και εμπορική εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Στ. Μαυροειδής
Σχόλια