Οι δανειστές προετοιμάζονται για σκληρή αξιολόγηση μέχρι τον Απρίλιο με κλειστή τη στρόφιγγα ρευστότητας, ενώ η κυβέρνηση απαντά με νομοθετική «καταιγίδα»
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Στο επί του πιεστηρίου -σχεδόν- κείμενο του προηγούμενου Σαββάτου για τον επώδυνο συμβιβασμό στο Eurogroup (20/2) επισημαίναμε ότι το βασικό όφελος της κυβέρνησης είναι ότι κερδίζει χρόνο για την επόμενη φάση της διαπραγμάτευσης, που θα αφορά το μείζον ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους. Ο χρόνος πράγματι κερδήθηκε, αλλά δεν μεταφράζεται στο χρήμα που έχει ανάγκη εδώ και τώρα η κυβέρνηση και εν ονόματι του οποίου συνομολογήθηκε η κατ’ αρχήν συμφωνία.
Το γερμανικό Κοινοβούλιο και το EFSF ενέκριναν χθες τη Συμφωνία αυτή, πλημμυρίζοντάς την με πλήθος ερμηνευτικών αστερίσκων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πρόσβαση στα 14,5 δισ. που διατίθενται από την παράταση της δανειακής σύμβασης (1,8 δισ. από τον EFSF, 10,9 δισ. από το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ και 1,8 δισ. από τα κέρδη της ΕΚΤ) δεν αναμένεται πριν από το τέλος Απριλίου και υπό τον όρο μιας θετικής αξιολόγησης των «θεσμών» και τελικά του Eurogroup επί των μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η κυβέρνηση.
Ένα πλήρες δίμηνο που έχουμε μπροστά μας θα κυλήσει σε συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας, μια και ακόμη και η ΕΚΤ εγκρίνει με το σταγονόμετρο τη ρευστότητα μέσω ELA, ενώ – σύμφωνα με όσα ήδη ανακοίνωσε ο Ντράγκι, τα ελληνικά ομόλογα θα είναι και πάλι επιλέξιμα «μόλις αποκατασταθούν οι συνθήκες», δηλαδή όταν γίνει η αξιολόγηση του προγράμματος. Αυτό είναι τουλάχιστον δύο «κλικ» πίσω από όσα έλεγε προ Συμφωνίας ο Ντράγκι, ότι δηλαδή προϋπόθεση για να γίνονται αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα από την ΕΚΤ είναι «να βρίσκεται η Ελλάδα σε πρόγραμμα».
Το πρόβλημα γίνεται συγκεκριμένο για την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο πρέπει να εξοφληθούν δανειακές υποχρεώσεις 2,495 δισ. (ΔΝΤ, τόκοι, ομόλογα εκτός PSI κ.ά.). Την ερχόμενη εβδομάδα ο ΟΔΔΗΧ «βγαίνει» στην αγορά για έντοκα 875 εκατ. ευρώ (26 εβδομάδων). Στο επιτόκιο που θα πάρουν θα καταγραφεί, προφανώς, και το οξύ πρόβλημα ρευστότητας που έχουν οι τράπεζες. Αν υποθέσουμε ότι το άμεσο ταμειακό πρόβλημα της κυβέρνησης αφορά μόνο την εκπλήρωση των δανειακών υποχρεώσεων, οι εναλλακτικές είναι λίγες. Τα repos έναντι διαθεσίμων δημοσίων φορέων (π.χ. ΟΑΕΔ) είναι μια εναλλακτική, αλλά δεν είναι σαφές τι θα γίνει με τις λοιπές χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους. Και, βεβαίως, η επίκληση της «ρεαλιστικής» γενναιοδωρίας των εταίρων – ελπίζω ότι η ΕΚΤ θα μας βοηθήσει να αποφύγουμε τη χρεοκοπία» (Βαρουφάκης), «θα ζητήσουμε δίμηνη παράταση από το ΔΝΤ» (Φλαμπουράρης)- μέχρι στιγμής δεν έχει αποδώσει κάποια συγκινητική αντίδραση από τους δανειστές. Το αντίθετο, μάλιστα.
Πιεστικό πλαίσιο
Στην πράξη, οι δανειστές επιδίδονται σε μια μάχη ερμηνείας της Συμφωνίας επί τω αυστηρότερω. Ενώ ο Ντράγκι περιορίζει στο ελάχιστο δυνατό την πρόσβαση της κυβέρνησης στη ρευστότητα, ο Σόιμπλε διαβεβαιώνει τους Γερμανούς βουλευτές ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να αποφασίζει από μόνη της εντός της Ευρώπης ποια είναι η σωστή πορεία». Ταυτόχρονα, η γερμανική κυβέρνηση διαψεύδει τον ισχυρισμό Βαρουφάκη περί ηθελημένης από τους εταίρους «δημιουργικής ασάφειας» στο ελληνικό αίτημα παράτασης της δανειακής σύμβασης και «κουρεύει» τις προσδοκίες για χαλαρή προσέγγιση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων, τονίζοντας ότι ο στόχος για ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% από το 2016 ισχύει, και μόνο για το 2015 υπάρχει η μέριμνα να ληφθούν υπόψη «οι οικονομικές περιστάσεις». Επομένως, το πλαίσιο της αξιολόγησης του Απριλίου από τους «θεσμούς» αναμένεται πιεστικό. Κι είναι ένα ερώτημα πώς θα υποδεχθούν οι δανειστές το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης, ιδιαίτερα αυτό που θα περιλαμβάνει την προστασία της πρώτης κατοικίας, τη ρύθμιση των 100 δόσεων, τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, την επανίδρυση της ΕΡΤ ή το πάγωμα ιδιωτικοποιήσεων που έχουν εμβληματικό χαρακτήρα (Ελληνικό, ΔΕΗ, Σκουριές κ.ά.) όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για τους εταίρους.
Το παράδοξο είναι ότι, παρά τις δραστικές «εκπτώσεις» από το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, η ρήξη ελλοχεύει σε πολλά στοιχεία ακόμη και των -μνημονιακής χροιάς- δεσμεύσεων της συμφωνίας ή των πέραν της συμφωνίας κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Πώς θα αντιδράσουν, για παράδειγμα, οι «αξιολογητές θεσμοί» σε ενδεχόμενη ακύρωση της πώλησης του Ελληνικού ή στον μηδενισμό της πρόβλεψης εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις το 2015; Και πόσο «σύμμαχοι» θα σταθούν σ’ αυτήν την περίπτωση η γαλλική ή η ιταλική κυβέρνηση που, έχοντας πάρει πια παράταση προθεσμίας στη μείωση των ελλειμμάτων τους, δεν θα έχουν ζωτικό συμφέρον να αξιοποιήσουν το ελληνικό ζήτημα;
Αυτοπεποίθηση και γραφικότητα
Το τετράμηνο που έχει κερδίσει η κυβέρνηση είναι προφανώς ναρκοθετημένο. Έχει την ευχέρεια να το «αποναρκοθετήσει» σε ένα σημαντικό βαθμό δημιουργώντας τετελεσμένα στο πεδίο των νομοθετικών πρωτοβουλιών, όσο εγγύτερα γίνεται στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και στις πιο φιλολαϊκές του διαστάσεις. Αυτό αποτελεί όρο για να ανακτηθεί και να συγκρατηθεί η ευρεία κοινωνική στήριξη που καταγράφηκε τις πρώτες εβδομάδες εκκίνησης της κυβέρνησης. Αλλά δεν είναι ο μόνος όρος.
Ένας ακόμη όρος είναι να σταματήσει η live αναθεώρηση και αναδιατύπωση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και των Προγραμματικών Δηλώσεων μέσω του καταιγισμού συνεντεύξεων, δηλώσεων, τηλεοπτικών εμφανίσεων, συγκεχυμένων και αλληλοαναιρούμενων τοποθετήσεων, ιδιαίτερα στα διεθνή ΜΜΕ, από τους κυβερνητικούς παράγοντες. Ιδιαίτερα αυτούς που έχουν αναλάβει την εκπροσώπηση της χώρας στη διαπραγμάτευση-αναμέτρηση με τους δανειστές.
Η απόσταση ανάμεσα στην υπερβολική αυτοπεποίθηση και στη γραφικότητα συχνά εκμηδενίζεται. Ιδιαίτερα όταν για την Ελλάδα των 3 εκατ. φτωχών και 1,3 εκατ. ανέργων ισχυρίζεσαι ότι «ο κόσμος δεν θέλει λεφτά ή δουλειές, αλλά αξιοπρέπεια. Κι αυτό τους το έχουμε δώσει». Αν τρωγόταν, κιόλας, η αξιοπρέπεια…