Πριν από λίγες ημέρες βρέθηκα στη Λευκωσία καλεσμένος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.
Ήταν η πρώτη μου φορά στην Κύπρο, παρά το γεγονός πως δεν είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι βρίσκεται μακριά. Τα ποιήματα του Σεφέρη, αναμνήσεις από τις μέρες της εισβολής, διαδηλώσεις και πορείες στην Αθήνα, το αυτοκόλλητο «Δεν Ξεχνώ» στο εφηβικό μου δωμάτιο, μελέτες και αναγνώσματα για το πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, μυθιστορήματα και μελέτες…
Τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να περιγράψει το συναίσθημα του ανθρώπου που περπατά στην οδό Λήδρας για να φτάσει ξαφνικά στο φυλάκιο και στον δρόμο που οδηγεί στα Κατεχόμενα.
Ήταν Νοέμβριος – σαν καλοκαίρι. Με 30ο C θερμοκρασία. Στην πόλη που έχει σκιστεί στα δύο. Ο Μπίρμαν για το Βερολίνο έγραφε, όμως κι εδώ, ας μην υπάρχει τείχος, μια μαχαιριά κόβει την πόλη στη μέση.
Τείχος, τα «Τείχη» του Καβάφη, το Wall των Pink Floyd, το συρματόπλεγμα.
Και να το φυλάκιο της οδού Λήδρας.
Τουρίστες μπροστά μας με ξεναγό.
Και η τραγωδία, η οδύνη μπορούν να γίνουν τουριστικό αξιοθέατο.
Δεν ξέρω τι σημαίνει γι’ αυτούς τους τουρίστες –από κάποια ευρωπαϊκή χώρα– το μνημείο για το οποίο τους μιλά κι έχει κομμάτια και θρύψαλα τα χωριά από τα Κατεχόμενα.
Μπροστά κόσμος περνάει δείχνοντας ταυτότητα ή διαβατήριο. Εύκολη η πρόσβαση στην άλλη μεριά.
Δεν τους κατηγορώ, αλλά διστάζω. Δεν ξέρω αν θέλω να βρεθώ απέναντι, όμως με τρώει η περιέργεια.
Δίπλα ένα ζαχαροπλαστείο. Ο νεαρός σερβιτόρος μας δείχνει τα νόστιμα και λαχταριστά χειροποίητα γλυκά.
Ο κόσμος κάθεται ανέμελα δίπλα στο συρματόπλεγμα και στους σάκους με άμμο.
Αποφασίζουμε να περπατήσουμε παράλληλα με την πράσινη γραμμή. Στη γραμμή των συνόρων που χαράχτηκαν με αίμα και αυθαιρεσία.
Σε κάποια σημεία μοιάζει να περπατάς σε πόλη-φάντασμα, αν και μόλις ένα στενό πιο πέρα ο τόπος σφύζει από ζωή.
Φανταστείτε την Ερμού να σταματάει απότομα λίγο πριν από το Μοναστηράκι και να μη μπορείς να περάσεις πια. Η Αθήνα του Ψυρρή, του Μεταξουργείου να είναι μια άλλη χώρα.
Ένας φαντάρος μάς χαιρετά από το φυλάκιο.
Πιο δίπλα ένα Μουσείο παραμυθιού. Μοιάζει τόσο παράταιρο.
«Αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι», θυμάμαι τον στίχο του Σεφέρη.
Κι ύστερα τις «Γάτες του Άι Νικόλα» που διάβασα στα «18 κείμενα» κάπου έναν χρόνο μετά την εισβολή
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.
Σκοτεινιάζει στη Λευκωσία. Ένα τούνελ φωτισμένο κι αυτό περιτριγυρισμένο με συρματόπλεγμα…
Ακούγονται ταυτόχρονα καμπάνες αλλά κι η φωνή του μουεζίνη. Έτσι που να μη ξέρεις πού στ’ αλήθεια βρίσκεσαι.
Και στο τέλος της περίεργης διαδρομής το ξενοδοχείο-φάντασμα: Το Λήδρα Πάλας. Μας λένε πως μπορούμε να δούμε τρύπες από τις σφαίρες. Δεν βλέπουμε τίποτα.
Πίσω νεαρά κορίτσια από κάποια ΜΚΟ. Στη μέση τη διαδρομής, στην «ουδέτερη ζώνη» ένα καφενείο συμφιλίωσης.
Ένα παιδάκι με κοιτάζει τρομαγμένο. Συνήθως με συμπαθούν.
Δεν καθόμαστε. Δεν περνάμε στα Κατεχόμενα. Βλέπουμε όμως στο τείχος πάνω λαμπιόνια που μοιάζουν βγαλμένα από άλλη, ειρηνική, ζωή. Από παλιά ταινία. Ταβερνάκια;
Επιστρέφοντας, βλέπουμε στο σκοτάδι το Αρμένικο Νεκροταφείο.
Δίπλα στο ξενοδοχείο στο κινηματοθέατρο Παλλάς, σε ένα γκράφιτι κάποιος έσβησε το «ΔΕΝ» κι έμεινε μόνο του το «ΞΕΧΝΩ» με τη διχοτομημένη και αιματοβαμμένη Κύπρο.
Παρασκευή βράδυ κι η πόλη ζωντανεύει. Πίνουμε κυπριακή μπύρα σε ένα μπαράκι.
Παίζει παλιά κλασική ροκ. Ούτε εγώ να έβαζα μουσική.
Νέοι άνθρωποι διασκεδάζουν. Κι εγώ μαζί τους. Κι ας είμαστε μόλις δυο δρόμους από τα Κατεχόμενα.
Η Ιστορία είναι παρούσα κι ας μην το γνωρίζω. Όταν επιστρέφω στην Αθήνα ανακαλύπτω πως μια κυρία της συντροφιάς μας, μόλις λίγων μηνών τότε, το 1974, είχε χάσει τον πατέρα της δολοφονημένο από την ΕΟΚΑ Β την περίοδο του Πραξικοπήματος.
Ξέρω πως οι μνήμες δεν σβήνουν. Κι η ίδια τις κρατάει ζωντανές. Δεν μπορείς να ζεις όμως συνέχεια με το βάρος. Κι ας υπάρχει πάντα κάπου κρυμμένη η σκοτεινή σκιά.
Η ροκ τα σκεπάζει όλα. Μια μεθυσμένη τουρίστρια χορεύει και γελάει. Θα τη συναντήσω τυχαία την επόμενη μέρα. Δεν θα με θυμηθεί. Η λήθη είναι τόσο απλή μερικές φορές…
Δεν νυστάζω. Δεν θέλω να κοιμηθώ. Κι ας έχω δουλειά την άλλη μέρα.
Υποκύπτω σε υποχρεώσεις και κανόνες.
Περπατάω πια μόνος στην πόλη.
Με πιάνει ένας φόβος που δεν έχει λογική, ούτε εξήγηση.
Επιστρέφω στο ξενοδοχείο ανακουφισμένος. Όμως ο ύπνος αρνείται να έρθει. Όλα στριφογυρίζουν στο μυαλό μου.
Η πόλη. Οι άνθρωποι. Οι κουβέντες μας. Η επιθυμία για να φτιάξουμε έναν άλλο κόσμο. Είναι εφικτός;