Γράφουν: Βασίλης Γεροδήμος, Δημήτρης Γκάζης
Από το αεροδρόμιο της Λάρνακας, στο δρόμο για Λευκωσία, στα δεξιά μας, μας «καλωσορίζει» φωτισμένη η σημαία του Αττίλα, στην πλαγιά του Πενταδάκτυλου. Φτάνοντας στη Λευκωσία, από τις πρώτες στιγμές, όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, στο δημόσιο χώρο, τη δραστηριότητα των ανθρώπων, τη λειτουργία της πόλης, ειδικά συγκρίνοντας με το συνηθισμένο χάος της καθημερινότητας της Ελλάδας. Μαζί και μια αίσθηση οικονομικής ευμάρειας, αποτυπωμένη στην ανοικοδόμηση και τα σύγχρονα κτίρια. Τις επόμενες μέρες θα διαπιστώσουμε πόσο εύθραυστη είναι αυτή η ευμάρεια, κοιτώντας πίσω από τη βιτρίνα.
Λευκωσία: Η τελευταία μοιρασμένη πρωτεύουσα
Στην παλιά πόλη της Λευκωσίας, πλάι στην πράσινη γραμμή και τα οδοφράγματα, συνυπάρχουν μαγαζάκια μεταναστών, εναλλακτικά καφενεία και μπαρ, γραφεία ΜΚΟ. Μια πόλη που πασχίζει να συμφιλιώσει παρελθόν, παρόν και μέλλον με τα κονδύλια της USAID και των ανθρωπιστικών fund, κλείνοντας τα μάτια στα ζωντανά νήματα της ιστορίας που είναι πανταχού παρόντα. Το γκράφιτι σε ένα τοίχο γράφει «Ξεχνώ» παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα.
Και όμως στην επόμενη στροφή βρίσκεσαι στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, να θυμίζει τις συγκρούσεις των μαθητών με τις δυνάμεις των Βρετανών αποικιοκρατών. Και λίγο πιο κάτω το Μουσείο Εθνικού Αγώνα, να εξιστορεί των ηρωικό αγώνα του κυπριακού λαού την περίοδο 1955-1959, τη δράση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, τη μνήμη των νεκρών –νέων στην πλειοψηφία παιδιών– που αψήφησαν τον φόβο και τον συσχετισμό δύναμης και ρίχτηκαν στη μάχη για τη λευτεριά και την πατρίδα. Φτάνει μια στιγμή μόνο στην τελευταία αίθουσα του Μουσείου, με τις αγχόνες και τις φωτογραφίες των πεσόντων, για να νοιώσει κανείς το χρέος που έχουμε όλοι μας απέναντι στη μνήμη.
Και λίγο πιο κάτω, να το πάλι το οδόφραγμα. Βαρέλια, συρματόπλεγμα, στο βάθος το εγκαταλειμμένο φυλάκιο. Ο Αττίλας πανταχού παρών, όσο και να μην θες να τον δεις. Στο πέρασμα του Λήδρα Παλάς, πάνω από το τουρκικό τσεκ πόιντ, η επιγραφή «Turkish Republic of Nothern Cyprus FOREVER» («Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ»). Και στη νεκρή ζώνη, η προτροπή του ΟΗΕ, «Χτίζουμε γέφυρες»…
Λεμεσός: Η «ανάπτυξη» των golden visa
Οι Κύπριοι φίλοι μας προσπάθησαν να μας αποτρέψουν να επισκεφτούμε τη Λεμεσό. «Τι να δεις; τα κότερα των Ρώσων;». Θέλαμε να δούμε κι αυτή την πλευρά. Αυτό που διαφημίζεται ως το Ντουμπάι της Μεσογείου. Στο λεωφορείο οι επιβάτες μετανάστες και εξοδούχοι φαντάροι της ΕΛΔΥΚ. Από την είσοδο στην πόλη φαίνεται η διαφορά. Οργιώδης ανοικοδόμηση, ψηλά και πολυτελή κτίρια, μαρίνα με ακριβά κότερα, φυλασσόμενη γειτονιά με πολυτελείς κατοικίες, διαφημιστικά μπάνερ εταιρειών real estate και γύρω σου ακούς ρώσικα, ουκρανικά και εβραϊκά. Το αεριτζίδικο διεθνές (σχεδόν) κεφάλαιο έχει καταλάβει μια ολόκληρη πόλη, εξαγοράζοντας ευρωπαϊκό διαβατήριο, γη και συνειδήσεις. Και οι κάτοικοι «εξόριστοι» λόγω των απλησίαστων ενοικίων, κάπου στις παρυφές της πόλης και στα χωριά, εργαζόμενοι σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στον κλάδο των υπηρεσιών, στις κρατικές υπηρεσίες και στους κλάδους της διοίκησης επιχειρήσεων και της δικηγορίας. Και πλάι στη χλιδή η εκμετάλλευση, με μετανάστες από Πακιστάν, Μπαγκλαντές και αλλού, να μονοπωλούν τις χαμηλά αμειβόμενες εργασίες (ντελίβερι, μάγειρες, οδοκαθαριστές κ.ο.κ.).
Τόσο κοντά στο πολυπολιτισμικό Λονδίνο, που λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω είσαι απροσδόκητα σε βρετανικό έδαφος. Τη βάση του Ακρωτηρίου, από εκεί που λίγες εβδομάδες πριν απογειώθηκαν τα βρετανικά αεροπλάνα εναντίον της Υεμένης. Όπως είπε και ένας φίλος: «Κύπρος: Η Ντίσνεϊλαντ της Αποικιοκρατίας».
Χωριά της Πράσινης Γραμμής
Ακολουθώντας την πράσινη γραμμή προς βορρά, από τη Λευκωσία, προς τον κατεχόμενο κόλπο της Μόρφου, συναντά κανείς καλλιέργειες, χωριά ελεύθερα και κατεχόμενα και φυλάκια του ΟΗΕ. Στον δρόμο για το χωριό Περιστερώνα, περνάμε στη ζώνη που ελέγχεται από τον ΟΗΕ, εδώ εκτείνεται για μερικά χιλιόμετρα. Κοντά στο χωριό Δένεια που βρίσκεται ολόκληρο μέσα στη buffer zone και έξω από την κατεχόμενη Αυλώνα, εκεί που οι αγρότες προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή τη «νεκρή ζώνη», επιμένοντας να καλλιεργούν τα χωράφια τους, παρά τις παρενοχλήσεις των Τούρκων, παρά τα στραβά μάτια των κυανόκρανων, παρά την αδιαφορία της κεντρικής διοίκησης.
Από εδώ μπορείς εύκολα να περάσεις «απέναντι». Τόσο από το οδόφραγμα, όσο και από τα δεκάδες αφύλακτα περάσματα. Αυτός είναι ο δρόμος που αξιοποιούν και τα διάφορα δουλεμπορικά δίκτυα που φέρνουν μετανάστες και πρόσφυγες από τα κατεχόμενα.
Στα χωριά αυτά βλέπει κανείς την αλήθεια της Κύπρου. Εδώ που από το μπαλκόνι του σπιτιού σου, μπορείς να δεις το σπίτι των προσφύγων γονιών σου στα κατεχόμενα. Εδώ που η ζωή συνεχίζεται, χωρίς να τυφλώνεται από την ψευδαίσθηση της «ανάπτυξης». Εδώ που η σχέση με τη γη και τον τόπο, σε επαναφέρει στα μέτρα των πραγμάτων. Τα καφενεία μοιρασμένα, «αριστερό» και «εθνικόφρον», μοιρασμένες αντίστοιχα και οι οπαδικές προτιμήσεις. Μια κοινωνία που προσπαθεί να υπάρξει με τον δικό της τρόπο, κουβαλώντας εφιάλτες και έριδες του παρελθόντος, έχοντας να αντιμετωπίσει τις υπαρξιακές προκλήσεις του παρόντος, κόντρα στη διαιώνιση της κατοχής, αλλά και κόντρα στις σειρήνες μιας κάποιας προόδου που ψιθυρίζει ανέμελα «και ας παν στην ευχή τα παλιά».
Τρόοδος: Στα χνάρια του εθνικού αγώνα της ΕΟΚΑ
Εδώ κάθε χωριό κουβαλά τη δική του ιστορία. Στα Άλωνα, όπου ο Σεφέρης, απαθανάτισε την γνωστή φωτογραφία με το σύνθημα «την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν και πέτρες», στα Σπήλια και τα κρησφύγετα των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, στην Κυπερούντα όπου διεξήχθη η μάχη του Πεύκου. Άλλη Κύπρος εδώ, άλλη αρχιτεκτονική, άλλοι ρυθμοί, άλλο τοπίο, το μαρτυρά ακόμη και η θερμοκρασία, που μας θυμίζει πως είναι χειμώνας. Από μια κορυφή, βλέπεις το πανόραμα της Κύπρου, από τη μία η επαρχία Λευκωσίας και στο βάθος ο Πενταδάκτυλος χαρακωμένος από τη σημαία του Αττίλα και από την άλλη η Λεμεσός με ευδιάκριτη την αλυκή στο «βρετανικό» Ακρωτήρι. Μικρός τόπος, που να χωρέσει τόσες αντιθέσεις;
Εις το επανιδείν
Σίγουρα αν δεν την δεις από κοντά δεν μπορείς να την κατανοήσεις την πραγματικότητα της κατοχής, που στα αυτιά των Ελλαδιτών φαντάζει λέξη ενός μακρινού πια παρελθόντος παρελθόντος. Δεν μπορείς να κατανοήσεις και εκείνη την μετέωρη ύπαρξη μεταξύ της χλιδής και του κοσμοπολιτισμού από την μια και της μεσανατολίτικης και επαρχιώτικης αύρας που συνυπάρχουν από την άλλη. Φεύγοντας, μας έμεινε εκείνη η γλυκόπικρη αίσθηση. Είδαμε πολλά, νοιώσαμε αρκετά, καταλάβαμε λίγα περισσότερα από αυτά που γνωρίζαμε, μας μένουν πολλά περισσότερα ερωτήματα, μεγαλύτερη δίψα να γνωρίσουμε σε μεγαλύτερο βάθος την πραγματικότητα -ιστορική και σύγχρονη- στη δεύτερη πατρίδα του Ελληνισμού. Ας είναι η θλιβερή επέτειος του Αττίλα, η αφορμή, να πληθύνουν τα ταξίδια, οι γέφυρες, οι δίαυλοι επικοινωνίας, μέσα από τις ίδιες τις κοινωνίες σε Ελλάδα και Κύπρο.