του Σπύρου Κακουριώτη
Κάθε σκηνοθέτης, χρησιμοποιώντας κείμενα λογοτεχνικά ως πρώτη ύλη, έχει να αναμετρηθεί, κυρίως, με τις διαμορφωμένες ιδέες που κουβαλά το κοινό γι’ αυτά και ορίζουν τις «προσδοκίες» του.
Η αναμέτρηση γίνεται σκληρότερη όταν έχεις να κάνεις με το σημαντικότερο νεοελληνικό μυθιστόρημα, την τριλογία του Στρατή Τσίρκα Ακυβέρνητες πολιτείες, που το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ανέθεσαν σε τρεις νεότερους σκηνοθέτες να μεταπλάσουν σε αυτόνομες παραστάσεις.
Ήδη το πρώτο μέρος (Η Λέσχη) παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου, ενώ από 15/11 τη σκυτάλη πήρε ο Γιάννης Λεοντάρης, παρουσιάζοντας στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου τη δική του ανάγνωση για την Αριάγνη (θα ακολουθήσει στις 31/1/18, Η νυχτερίδα, σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη).
Ο λαβύρινθος της Μέσης Ανατολής, το Κάιρο του 1943, όπου κινούνται οι ήρωες του Τσίρκα, αναζητώντας απεγνωσμένα διέξοδο, συνδέεται άμεσα, ακόμη και σκηνογραφικά, με τον λαβύρινθο στον οποίο, εξίσου απεγνωσμένα, κινείται ο θεατής σήμερα: δυο χοντροί καραβίσιοι κάβοι δένουν την πλατεία με τη σκηνή από μιας αρχής.
Πλάι στους ήρωες, ο Γιάννης Λεοντάρης ενθέτει μια καθαρά θεατρική μορφή, έναν κομφερασιέ που σχολιάζει, από τη σκοπιά του παρόντος, τα διλήμματά τους, απευθυνόμενος όχι μονάχα στους ίδιους αλλά και απευθείας στους θεατές.
Διόλου τυχαία, τον υποδύεται ο (εξαιρετικός εδώ) Παντελής Δεντάκης, ο ίδιος που κρατά τον ρόλο του κυνικού πολιτικάντη Μερτάκη, ο οποίος, συνωμοτώντας σε πολυτελή σαλόνια και κρεβατοκάμαρες, θα αναλάβει στο τέλος υπουργικό θώκο στην εξόριστη κυβέρνηση. Ο κυνισμός που μοιράζεται και στους δύο ρόλους τού επιτρέπει να περνά με ευκολία από τον έναν στον άλλον, αλλά και να χρησιμοποιεί «επιθεωρησιακού» χαρακτήρα επικαιρικές αναφορές – στα «δύο άκρα» ή στο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» π.χ.
Ο Γιάννης Λεοντάρης στήνει επί σκηνής έναν θίασο που διατρέχει την ελληνική ιστορία – και δεν σταματά ούτε στιγμή να το υπενθυμίζει: είτε με τις αναφορές του στον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, είτε με τη μετωπική απεύθυνση των ηθοποιών στους θεατές, είτε με τη χρήση ένθετων κειμένων για το ρόλο και τη λειτουργία του θεάτρου. Επιλογή διόλου «εγκεφαλική», αφού η έντονη σωματικότητα με την οποία οι ηθοποιοί αποδίδουν τους ήρωες του Τσίρκα κάνει τον θεατή να αισθανθεί με τα σπλάχνα του τα διλήμματα για την τέχνη και τη ζωή που ταλανίζουν τον Μάνο Σιμωνίδη (ιδανική η επιλογή του Γιώργου Κριθάρα), τον πόθο που καίει τα σωθικά της Αριάγνης (που αποδίδει αριστοτεχνικά η Ηλέκτρα Νικολούζου), την τυφλή πορεία των στελεχών της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης, που προσπαθούν να μαντέψουν τις κινήσεις των αντιπάλων, αλλά και τη σοβιετική γραμμή, το λυσσασμένο πείσμα τους να φέρουν εις πέρας την πολυήμερη πορεία της 1ης Ταξιαρχίας στην έρημο, που επέβαλαν οι Βρετανοί για να την υποτάξουν.
Ο σκοτεινός κόσμος της Μέσης Ανατολής, οι συνωμοσίες μοναρχικών και βενιζελικών, οι αγγλικές μηχανορραφίες, αποδίδονται από ηθοποιούς που συχνά, με τις «σπασμένες» κινήσεις του σώματος, δίνουν την αίσθηση πως είναι μαριονέτες που τα νήματά τους κινεί κάποιος αόρατος κουκλοπαίκτης.
Όταν, στο τέλος, ο κομφερασιέ θα λύσει τους κάβους από τη σκηνή, αφήνοντας την πλατεία να ταξιδέψει, οι θεατές θα έχουν πάρει μαζί ατόφιο τον Τσίρκα, σε έναν εσωτερικό διάλογο που συνεχίζεται για πολύ μετά την έξοδό τους…