της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη*

Η ανθρώπινη ιστορία, και ειδικότερα το σκέλος της ανάλυσης του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων, είναι γεμάτη στυγερά εγκλήματα, δολοφονίες, επιθέσεις, κακουργηματικές πράξεις (εγκλήματα εκ προθέσεως, εξ αμελείας, με συνείδηση ή χωρίς συνείδηση, εν ψυχρώ ή εν θερμώ). Βεβαίως, οι ακραίες συμπεριφορές και τα ξεσπάσματα βίας αποτελούν συνήθως μια εξαίρεση, η οποία κάθε φορά επιβεβαιώνει τον κανόνα της ομαλής κοινωνικής συνύπαρξης των ατόμων, παρά τους διαγκωνισμούς, τις εχθροπάθειες, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των διάφορων κοινωνικών ομάδων / τάξεων / ατόμων, τις δυστυχίες του καθενός και τις δυσκολίες του καθημερινού βίου. Παράλληλα, κάθε κοινωνία στην εκάστοτε ιστορική περίοδο έχει τις δικές της πολιτισμικώς και κοινωνικώς οριζόμενες βαλβίδες ασφαλείας και αποσυμφόρησης της έντασης, όπως έχει και τις δικές της κοινωνικές παθογένειες.

Προφανώς λοιπόν, βία υπήρχε πάντοτε. Είναι σύμφυτη με τις ανθρώπινες κοινωνίες. Υπήρχε όμως και ένα όριο διαφορετικό για τον κάθε άνθρωπο, που το καθόριζε η κοινή λογική και η κοινωνική εμπειρία και το οποίο φρόντιζε να μην ξεπεράσει κανείς. Αν κάποιος το ξεπέρναγε, έβρισκε απέναντί του την ίδια την κοινωνία. Υπήρχε δηλαδή ένα «ως εδώ και μη παρέκει» στις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών υποκειμένων.

Οφείλουμε λοιπόν να αναρωτηθούμε, διατυπώνοντας κάποια ρητορικής φύσης ερωτήματα, αναφορικά με το γενικό πλαίσιο προβληματισμού, ερμηνείας και κατανόησης των γεγονότων εγκληματικότητας, βίας και παραβατικότητας ανηλίκων:

α) Συνέβαιναν άραγε με αυτή τη συχνότητα περιστατικά σαν όλα αυτά με τα οποία βομβαρδιζόμαστε τον τελευταίο καιρό, τις δεκαετίες του 1950, ’60, ’70, όταν και οι ιστορικές συγκυρίες της ένοπλης βίας ήταν πολύ κοντά και η φτώχεια ήταν πολύ μεγαλύτερη και υπήρχε ένα πολύ μεγάλο λουμπενοποιημένο (κυρίως και βασικά σε επίπεδο κοινωνικοοικονομικών συνθηκών ζωής) κομμάτι της κοινωνίας, που ζούσε ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα; Η απάντηση προφανώς είναι όχι. Με κανέναν τρόπο! Χωρίς καμία τάση για εξιδανίκευση του παρελθόντος, δεν θα μπορούσαμε να παραγνωρίσουμε ότι οι κοινωνικές σχέσεις στις λαϊκές και μικροαστικές τουλάχιστον γειτονιές, ήταν πολύ πιο ειρηνικές και σχεδόν κανείς δεν φοβόταν να αφήσει το παιδί του να παίζει στο δρόμο ή στην πλατεία.

β) Τι άλλαξε άραγε από τότε έως τώρα, ώστε αυτή η κοινωνία να μην υφίσταται; Πολλά, πάρα πολλά. Συνοπτικά, σε σχέση με το θέμα μας, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε τα εξής: α) Η καλπάζουσα αύξηση των αναρχοφιλελεύθερων ιδεολογιών της απεριόριστης ανεκτικότητας και επιτρεπτικότητας σε πολλές μορφές μικροεγκληματικότητας και παραβατικότητας, ιδίως όταν προέρχονται από άτομα νεανικής και εφηβικής ηλικίας. β) Ένας εξίσου καλπάζων ανορθολογικός παιδαγωγισμός, που παράλληλα με την καταδίκη κάθε τιμωρητικής βίας εκ μέρους των «φορέων της εξουσίας», δηλαδή των γονέων και δασκάλων, έφτασε να καθιστά κάθε παραβατική, νεανική δραστηριότητα, ένα είδος προέκτασης του παιδικού παιχνιδιού, το οποίο οι ενήλικοι πρέπει υποτίθεται να κοιτάζουν με επιείκεια και κατανόηση.

γ) Μια τεράστια δημογραφικού και πολιτισμικού τύπου αλλαγή, που προέρχεται ιδίως από την υποδοχή πλήθους μεταναστών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη χώρα, έκαναν παιδιά, ενδεχομένως και εγγόνια, χωρίς σε πολλές περιπτώσεις να αφομοιωθούν, έστω και ελάχιστα, από τα πολιτισμικά πρότυπα, τις αξίες και τις νοοτροπίες της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Ένα σημαντικό κομμάτι των ανθρώπων της νέας γενιάς αισθάνεται μάλιστα δικαίως ή αδίκως περιθωριοποιημένο. Μεγαλώνει συχνά με πρότυπα και αξίες, όχι μόνο ξένα προς τα ήθη και τα έθιμα μιας χώρας όπως η Ελλάδα, αλλά και με νοοτροπίες που εγχαράσσονται κυρίως από τα διάφορα πολιτισμικά υποπροϊόντα της αμερικανικής κουλτούρας, τα σκουπίδια της οποίας διαχέονται συστηματικά από την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Ο κυνισμός και ο αδίστακτος χαρακτήρας του προφίλ του πετυχημένου ανθρώπου διευκολύνει τη μαφιοποίηση των νοοτροπιών των πιο λαϊκών και στερημένων στρωμάτων, τόσο των Ελλήνων, όσο και των αλλοδαπών. Κοινωνική αναγνώριση εδώ και τώρα! Πλουτισμός εδώ και τώρα! Άλλωστε, οι ινφλουένσερ και οι τράπερ, τους οποίους σε μεγάλο βαθμό μιμούνται οι υπό συμμοριοποίηση παραβατικοί ανήλικοι, λανσάρουν ως μοντέλο διάκρισης τον λούμπεν εξαμερικανισμό τους.

Τα παραπάνω τρία στοιχεία σηματοδοτήθηκαν σαν φυσική πρόοδος και εξέλιξη. Μέσα από μια τέτοια υπεραπλουστευτική, ανιστορική, νομοτελειακή αντίληψη της ιστορίας φτάσαμε σε μια συνθήκη όχι απλώς βαρβαρότητας (διότι η βαρβαρότητα υπονοεί κάτι που πολιορκεί την πόλη απέξω), αλλά αντίθετα σε μια κατάσταση κοινωνικής εξαγρίωσης και εξαχρείωσης που αποδομεί την πόλη και τους συνεκτικούς δεσμούς εκ των έσω.

Θα μπορούσε συνεπώς να τεθεί εύλογα το ερώτημα αν «θεραπεύεται» η παραπάνω κατάσταση και αν προλαμβάνεται. Πάντως, η καταστολή αποκλειστικά από την πλευρά του κράτους και η ίσως αναγκαία αυστηροποίηση των ποινών από μόνη της δεν αρκεί, διότι δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Αν η ίδια η κοινωνία δεν αποφασίσει να ενεργοποιηθεί δημιουργώντας πυρήνες θεσμοθετημένης και οργανωμένης πρόληψης και αυτοάμυνας, αντιμετωπίζοντας τις αιτίες εμφάνισης τέτοιων φαινομένων άγριας βίας και εγκληματικότητας από την πλευρά των ανηλίκων, θα καταφύγουμε σε αστυνομικά μέτρα τα οποία ή θα μένουν μόνο σε εξαγγελίες και δεν θα εφαρμόζονται ή, αν εφαρμοστούν, με στόχο την αποτελεσματικότητα, θα μετατρέψουν την κοινωνία σε ένα απρόσωπο πανοπτικό μηχανισμό αστυνόμευσης – με τον σεβασμό προς τον άλλο να είναι κρατικά επιβαλλόμενος (η λεγόμενη π.χ. στη Βρετανία μηδενική ανοχή). Σατιρίζοντας θα λέγαμε: «Αστυνόμους και στα νηπιαγωγεία! Αρχικά σύσταση και μετά αναμορφωτήριο για το νήπιο που έβαλε την ξυλομπογιά στο μάτι του συμμαθητή του»…

Με άλλα λόγια, μέσα από τέτοια γεγονότα η κοινωνία μοιάζει να αφυπνίζεται στιγμιαία και μόνο εικονικά, επειδή κάτι τραγικό χτυπάει την πόρτα της επικαιρότητας. Και όταν αφυπνίζεται έτσι, κινδυνεύει να αυστηροποιήσει το νομικό οπλοστάσιο της τυπικής προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων με τρόπο αστυνομικό. Να μεταφέρει δηλαδή τον απόντα συλλογικό κοινωνικό έλεγχο στις αρμοδιότητες και τις ευθύνες των εισαγγελέων του παρηκμασμένου ελληνικού αστικού κράτους και των διαφόρων «ειδικών». Να αναθέσει τελικά στην αστυνομία να βάλει τάξη παντού, όπου η δήθεν ανεκτική κοινωνία αποφάσισε ότι είναι καλύτερο να απουσιάζει, έτσι ώστε ο αποκαλούμενος μέσος πολίτης να διατηρήσει την «αυτιστική» ησυχία του μαζί με την «αγανάκτησή» του για τα φαινόμενα της βίας. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει πως στις παρούσες συνθήκες μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως δεν χρειάζονται και οι «ειδικοί» και η αστυνομία. Όμως, κατά πως φαίνεται, η ελληνική κοινωνία έχει μάθει για τα καλά πως «ο καλύτερος τρόπος να βγάλεις το φίδι από την τρύπα είναι με το χέρι άλλου»…

* Η Ευγενία Σαρηγιαννίδη εργάζεται ως Ψυχολόγος και είναι Επιστημονική Διευθύντρια του Δικτύου Psy-Counsellors

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!