Του Σταύρου Γεωργά. Ας το επαναλάβουμε: Η αχρήστευση όλων ανεξαιρέτως των κριτηρίων, βάσει των οποίων ήταν δυνατόν ν’ αξιολογούμε τον κόσμο μας, δεν θα ήταν ολοκληρωτική αν δεν είχε εξαλειφθεί και το έσχατο όριο: το όριο μεταξύ σοβαρού και γελοίου.

Eδώ πια η βλάβη καθίσταται μη αναστρέψιμη. Eπειδή εδώ, πάνω σ’ αυτό το έσχατο όριο που σβήνεται, παραλύουμε οριστικά, κυριευμένοι από ένα αίσθημα απόλυτης ματαιότητας. «Mα είναι τόσο γελοία, τόσο ολοφάνερα γελοία τα πρόσωπα αυτής της τραγωδίας», σκεφτόμαστε… Όμως η τραγωδία είναι αυθεντική. Έτσι υποχρεωνόμαστε να συμφιλιωθούμε μ’ ένα παράδοξο, το οποίο αποτελεί ίσως την ουσία της «μετα-νεοτερικότητας»: Eφεξής, η γελοιογράφηση της ζωής κι η λεηλασία της θα συντελούνται ταυτοχρόνως. Kαι θα οφείλονται στον ίδιο φαιδρό και ληστρικό συρφετό. Tα ίδια άτομα θα εμφανίζονται συγχρόνως αξιοθρήνητα κι επικίνδυνα, «για γέλια και για κλάματα», έτσι ώστε δεν θα καταφέρνουμε να μην καγχάζουμε τη στιγμή ακριβώς που θ’ αναγγέλλουν τον όλεθρο. O Xίτλερ και η καρικατούρα του, ο Xίνκελ, πάνε να συμπέσουν-όπως το διαισθάνθηκε ο Tσάπλιν στον Δικτάτορα! Γι’ αυτό και ο κλόουν ήταν έμμονη, αν και ασύνειδη ακόμα, ιδέα της αβάν γκαρντ καθ’ όλο το διάστημα που εκκολαπτόταν ο φασισμός.
Αυτή η «αλλαγή πίστας», όπως θα λέγαμε αν επρόκειτο για βίντεο γκέιμ, έχει ένα απροσδόκητο, φαινομενικά, αποτέλεσμα: Η παρωδία τείνει ν’ αποδειχτεί ανέφικτη, αφού κάθε τι παρωδεί, άμα τη εμφανίσει, τον εαυτό του. Ακόμη όμως κι αν αποδειχτεί εφικτή, θα εγγίζει τη βίαιη γελοιογράφηση-ειδάλλως θα ήταν αόρατη: Όπως στον Μεσαίωνα (μια και, στη γλώσσα της ΑΔΕΔΥ, «πάμε σε εργασιακό Μεσαίωνα», φράση ανιστόρητη και ηλίθια, ας χρησιμοποιήσουμε κι εμείς την διαθέσιμη αυτή κοινοτοπία), όπως στον Μεσαίωνα λοιπόν, έτσι και σήμερα, η χοντροκομμένη διακωμώδηση, οι κωλοτούμπες των διαβόλων, η μεγαρική φάρσα, ξανακερδίζουν έδαφος… Το πιο απροσδόκητο όμως, είναι ότι τούτη η επιτέλους ορατή παρωδία απειλείται με καταστολή αδιανόητη ώς χθες: τίποτα πια δεν μπορεί να γίνει ανεκτό – γιατί η υπερσυσσώρευση του αυτόχρημα γελοίου δεν διέφυγε της προσοχής των γελοίων διακινητών του: Κατά βάθος ξέρουν πόσο γελοίοι είναι – και το παιδί που θα δείξει με το δάχτυλο τον γυμνό βασιλιά κρίνεται εξαιρετικά επικίνδυνο…
Μπορούμε, λοιπόν, αν θέλουμε να καγχάζουμε κατά μόνας μελετώντας τις σοφίες του κάθε Παΐσιου. Μπορούμε να βρεθούμε, δυο-δυο, τρεις-τρεις, στο σαλόνι μας και να διασκεδάσουμε ιδιωτικά, δηλαδή με τρόπο μη κοινωνήσιμο, χαζεύοντας τις αγοραπωλησίες του Λιακόπουλου, το στοκ του οποίου άλλωστε αποτελεί ουσιώδη έκφανση του ιδεολογικού οπλοστασίου της Χρυσής Αυγής (εξού και η αιφνίδια έγνοια της, η ουσία της οποίας διέφυγε όσων χλεύαζαν περί δωδεκαθεϊσμού: πρώτον, είμαστε εντελώς γελοίοι, άρα στην πρωτοπορία της σχετικής δίωξης του παιδιού που δείχνει, δεύτερον, είμαστε υπέρ της καταστολής της γνώμης για λόγους αρχής, τρίτον, σημασία έχει να σκέπτονται οι άνθρωποι σαν θεούσες, τ’ άλλα τα βρίσκουμε…). Αν όμως το βραχνό, χοντροκομμένο, πρωτόλειο γέλιο μας διαχυθεί στην αγορά, όπου το κάθε τι είναι πλέον ταμπού γιατί όλα μετέχουν της Θεότητος και συναιρούνται, σε μία, ενιαία αποβλάκωση-ουαί και αλίμονό μας!

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!