του Τζέιμς Πέτρας*

Το 2018 έκλεισε στις ΗΠΑ με πικρούς κομματικούς καβγάδες για μικροπολιτικά ζητήματα. Την ίδια στιγμή, πάνω από το 70% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού εγκρίθηκε και από τα δύο κόμματα, Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς, ενώ η έγκριση του 29% καθυστερεί εξαιτίας μιας αντιπαράθεσης για τη «συνοριακή ασφάλεια» – ένα θέμα που αφορά δαπάνες οι οποίες αντιστοιχούν σε ποσοστό μικρότερο του 1%.

Πολλαπλοί πόλεμοι, πραξικοπήματα, κυρώσεις και εμπορικές διαμάχες κυριάρχησαν στην πολιτική ατζέντα των ΗΠΑ. Ο πολεμικός προϋπολογισμός αυξήθηκε, το ίδιο και οι πωλήσεις όπλων, ενώ οι τριβές μεταξύ των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας βγήκαν στην επιφάνεια… και διαλύθηκαν.

Θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια έναν ρεαλιστικό απολογισμό του αποτυπώματος των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή στη διάρκεια του περασμένου χρόνου, που θα είναι ταυτόχρονα και πρελούδιο όσων πρέπει να αναμένουμε για το 2019.

Στη γραμμή των προηγούμενων

Η πολιτική των ΗΠΑ βάδισε στη γραμμή που είχαν χαράξει προηγούμενοι πρόεδροι και στρατιωτικοί σύμβουλοι: συνέχιση των πολέμων στη Μέση Ανατολή, νέες στρατιωτικές βάσεις στην Ανατολική Ευρώπη και τις Βαλτικές χώρες, προώθηση των οικονομικών κυρώσεων ενάντια στο Ιράν, τη Ρωσία, την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, και επιβολή νέων κυρώσεων –μικρότερης όμως έκτασης– σε παραδοσιακούς συμμάχους της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη και την Ανατολική Ασία. Αυτά τα μέτρα δεν τροποποίησαν δραστικά τις εμπορικές σχέσεις, καθώς εμφανίστηκαν αποκλίσεις μεταξύ του Προέδρου και βασικών στελεχών της κυβέρνησής του – πολλά από τα οποία παραιτήθηκαν.

Οι παραιτήσεις και εκδιώξεις στελεχών της εκτελεστικής εξουσίας αντανακλούν το διχασμό όσον αφορά τις αποφάσεις του προέδρου Τραμπ για στρατιωτική απόσυρση από τη Συρία και το Αφγανιστάν και για μείωση του στρατιωτικού κόστους και των απωλειών σε περιοχές όπου οι ΗΠΑ δεν σημείωναν κέρδη ή προόδους. Οι αντίπαλοι του Τραμπ αμφισβήτησαν τις μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις και προσπάθειές του να χρηματοδοτήσει τις οικονομικές δαπάνες και την ανάπτυξη εντός και εκτός των ΗΠΑ. Το Δημοκρατικό Κόμμα πίεσε αποφασιστικά ώστε να αυξηθεί ή τουλάχιστον να διατηρηθεί η στρατιωτική παρουσία και ανάμειξη σε τρίτες χώρες, καθώς και να υπάρξει μια συμβολική εχθρική κίνηση εναντίον της Ρωσίας (ρωσοφοβία) και της Βόρειας Κορέας. Οι σκιαμαχίες υπογράμμισαν τις εσωτερικές κομματικές διαφωνίες σχετικά με τη μετανάστευση. Ο Τραμπ υποσχέθηκε ένα Τείχος στα σύνορα, οι Δημοκρατικοί έναν φράχτη. Και οι δύο ακολούθησαν τις ίδιες περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης και απέλασαν εκατομμύρια Κεντροαμερικανών και Μεξικανών, όπως είχαν κάνει και οι προκάτοχοί τους.

Η εσωτερική πολιτική, και ιδίως η μεγάλη μείωση φόρων για τους πολύ πλούσιους, υποστηρίχθηκε ολόψυχα και από τα δύο κόμματα. Παρά τις προπαγανδιστικές διαφοροποιήσεις τους, οι Δημοκρατικοί ψήφισαν υπέρ των πλούσιων ενώ την ίδια στιγμή κατήγγελλαν τους Ρεπουμπλικανούς. Οι Ρεπουμπλικανοί πιστώθηκαν τη φορολογική «μεταρρύθμιση» και την παρουσίασαν ως «οικονομική ανάπτυξη». Τα δύο κόμματα και τμήματα της κυβέρνησης καλούσαν για τη χρηματοδότηση υποδομών με πιστώσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων – τίποτα σχετικό δεν υλοποιήθηκε. Όλοι τους επιδόθηκαν σε έναν μικροκομματικό «πόλεμο» για την υγειονομική περίθαλψη και για μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση – ούτε στους τομείς αυτούς έγινε κάτι.

Τα έγκριτα ΜΜΕ κατηγόρησαν τον Πρόεδρο Τραμπ ότι αποφεύγει πολέμους, τα βρίσκει με τη Ρωσία και απειλεί την παγκόσμια οικονομία της ελεύθερης αγοράς, χωρίς να αναγνωρίζει τη συνεργασία των Δημοκρατικών, οι οποίοι ασχολούνται με τη δική τους εκδοχή παγκόσμιας πολεμικής αναμέτρησης. Με πραγματικούς όρους, τα δύο κόμματα ακολούθησαν παράλληλες πολιτικές εντός και εκτός ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα επιδίδονταν σε σκληρή ρητορική αντιπαράθεση. Το ζήτημα-κλειδί αφορούσε την έντονη κομματική διαμάχη για το ποιο κόμμα θα κέρδιζε τον έλεγχο των θέσεων εξουσίας, καθώς και το πατρονάρισμα και «ενοίκιο» από συναλλαγές του χρηματοοικονομικού τομέα και της αγοράς ακινήτων. Τα χρηματιστήρια ανέβηκαν και έπεσαν, αλλά οι ανισότητες βάθυναν και το χρέος πολλαπλασιάστηκε, ενώ οι αγορές εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από δημόσιες επιδοτήσεις ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων που παρέχονται από τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές.

Το 2019: Συνέχειες και ρήξεις

Οι οικονομικές στρατηγικές και πολιτικές θα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε όλη τη διάρκεια του 2019. Για την επιχειρηματική ελίτ, το επίμαχο κεντρικό ζήτημα θα είναι ο λεγόμενος «εμπορικός πόλεμος», τον οποίο ο Πρόεδρος Τραμπ και οι οικονομικοί σύμβουλοί του διεξάγουν εναντίον της Κίνας. Εάν η κυβέρνηση Τραμπ εξασφαλίσει παραχωρήσεις από τον Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ, θα περιοριστεί σε οικονομικά ανοίγματα για Αμερικανούς επενδυτές και σε ένα μεγαλύτερο ρόλο για τις αμερικανικές εξαγωγές. Οι ΗΠΑ θα προωθήσουν μεγαλύτερο ρόλο για τον κινεζικό ιδιωτικό τομέα προσδοκώντας μάλλον να μοιραστούν αγορές παρά να αναπτύξουν τον κρατικό τομέα.

Με πραγματικούς όρους, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί ακολούθησαν παράλληλες πολιτικές εντός και εκτός ΗΠΑ, ενώ ταυτόχρονα επιδίδονταν σε σκληρή ρητορική αντιπαράθεση

Εάν οι ΗΠΑ επιδιώξουν την πλήρη διάλυση της κρατικής διεύθυνσης και ρύθμισης της οικονομίας από την Κίνα, τότε ένας εμπορικός πόλεμος είναι αναπόφευκτος. Τα αποτελέσματά του θα αποσυνδέσουν ολόκληρη την παγκόσμια οικονομία και θα διαταράξουν τις επιχειρηματικές συνδέσεις των ΗΠΑ. Η χρηματιστηριακή αγορά θα βυθιστεί, οι αγορές θα γίνουν πιο ασταθείς και οι κορυφαίες 500 πολυεθνικές θα αποεπενδύσουν και θα υποστούν βαθιές απώλειες, που θα ρυτιδώσουν όλο τον επιχειρηματικό τομέα.

Οι ΗΠΑ υπολογίζουν σε διάφορους συμμάχους αμφισβητούμενης αξιοπιστίας. Ένας τομέας της κινεζικής νεοφιλελεύθερης ακαδημαϊκής ελίτ καθοδηγεί την απόπειρα περιθωριοποίησης του ρόλου του κράτους, μείωσης των ρυθμίσεων και περιορισμού των μεγάλης κλίμακας υπερπόντιων σχεδίων της Κίνας. Παρόλο που διαθέτουν επιρροή σε ορισμένους τομείς καθορισμού πολιτικών, οι φιλοαμερικανοί ακαδημαϊκοί δεν μπορούν για την ώρα να υπαγορεύσουν πολιτικές στους ηγέτες του Κινεζικού Κ.Κ. Οι ΗΠΑ επιχείρησαν επίσης να συμπήξουν μια αντικινεζική συμμαχία με ασιατικές και ευρωπαϊκές χώρες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η προστατευτική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ είναι επιζήμια και για αυτούς τους πιθανούς εμπορικούς συμμάχους.

Χωρίς ισχυρούς συμμάχους μέσα και έξω από την Κίνα, οι ΗΠΑ μπορεί να επιχειρήσουν το βάθεμα της εσωτερικής τους αγοράς ή/και να στραφούν στην αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας τους για την περικύκλωση της Κίνας. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Ουάσιγκτον υπό τον Τραμπ απομακρύνεται από τη στρατιωτική επέμβαση στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία και στρέφεται προς μια ατζέντα «Πρώτα οι επιχειρήσεις». Σε κάθε περίπτωση, το κλειδί για την πρόοδο ή την παρακμή της αμερικανικής οικονομίας το 2019 εξαρτάται από την έκβαση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα.

Συνασπισμός κατά του Τραμπ

Η δεύτερη προβληματική περιοχή για το 2019 είναι ο πολιτικός πόλεμος μεταξύ (και στο εσωτερικό) του Πενταγώνου και των συμβούλων ασφαλείας του Προέδρου Τραμπ. Οι επιχειρηματικές προτεραιότητες του Αμερικανού Προέδρου και η κατά ριπάς έξωση στρατηγών που προωθούσαν χαμένους και κοστοβόρους πολέμους –στο Αφγανιστάν, τη Συρία και αλλού– έχει προκαλέσει την ανάδυση ενός εκπληκτικού εχθρικού προς τον Τραμπ συνασπισμού μεταξύ των Δημοκρατικών που ελέγχουν το Κογκρέσο, της πλειοψηφίας του Πενταγώνου και των στρατιωτικών συμμάχων τους στα ΜΜΕ.

Εάν ο Τραμπ αποδειχθεί ικανός να μεταπηδήσει από έναν «στρατιωτικό» σε έναν «οικονομικό» ιμπεριαλισμό, θα καταφέρει να ανασυγκροτήσει την εσωτερική του υποστήριξη και να χρηματοδοτήσει δημοφιλή σχέδια υποδομών αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Εάν όμως υποκύψει στη στρατιωτική μεταφυσική που προωθείται από τον φιλελεύθερο-νεοσυντηρητικό-σιωνιστικό συνασπισμό και καταστεί έτσι θήραμα των μεσανατολικών πολέμων, της ρωσοφοβίας και της πρόκλησης σύγκρουσης με την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, η συμμαχία «Πρώτα οι επιχειρήσεις» του Τραμπ θα διασπαστεί και θα καταρρεύσει.

Η εγχώρια οικονομία πιθανά θα τερματίσει την ανάπτυξή της και θα τελματωθεί, εκτός εάν ο Τραμπ μπορέσει να πείσει την επιχειρηματική ελίτ να επενδύσει σ’ αυτήν, περιλαμβάνοντας υψηλότερους μισθούς και κοινωνικές δαπάνες. Μια αμφίβολης ελκυστικότητας πρόταση! Εάν ο Τραμπ βασιστεί στο «αόρατο χέρι της αγοράς», η εγχώρια προστατευτική στρατηγική θα αποτύχει να διατηρήσει την ανάπτυξη, ανεξάρτητα από τη νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.

Συμπέρασμα

Το 2019 θα υπάρξουν μεγαλύτερες εγχώριες συγκρούσεις σε θέματα που διασταυρώνονται μεταξύ εμπορικών και στρατιωτικών πολέμων. Οι κομματικές διαμάχες θα ενταθούν και θα παραλύουν τη χάραξη πολιτικής. Η αδυναμία να διαμορφωθούν διακομματικές οικονομικές συμμαχίες θα συνεχιστεί, αλλά ο κομματικός πόλεμος δεν θα αποτρέψει αλλαγές στους στρατιωτικούς και τους κοινωνικούς προϋπολογισμούς.

Εάν οι Δημοκρατικοί πάρουν την πρωτοβουλία και επιβάλουν την στρατιωτική τους ατζέντα, θα γίνουμε μάρτυρες της παράτασης των περιφερειακών πολέμων και της οικονομικής στασιμότητας. Εάν ο Τραμπ θριαμβεύσει επιβάλλοντας την οικονομική του ατζέντα και φτάσει σε μια στρατηγική εμπορική συμφωνία με την Κίνα, η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με ρυθμό σαλιγκαριού: δεν υπάρχει φορολογικό κίνητρο που να ευνοεί την αύξηση των επενδύσεων, αφού τα κέρδη μπαίνουν κατευθείαν στις τσέπες.

Εν ολίγοις, το 2019 θα είναι χρονιά μεγάλων αβεβαιοτήτων, χρονιά όπου θα βαθύνουν οι διαιρέσεις μεταξύ κομμάτων, οι αντιπαραθέσεις για τις αγορές και τον μιλιταρισμό, και θα αποφευχθεί οποιαδήποτε αποφασιστική στροφή των στρατηγικών πολιτικών. Μόνο μια δραματική απομάκρυνση από την εξουσία των βασικών πολιτικών παραγόντων και στα δύο κόμματα θα μετατοπίσει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των πρωταγωνιστών πολλαπλών πολέμων και της αντιπολίτευσής τους στα λαϊκά κινήματα.

* Ο Τζέιμς Πέτρας, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας πολλών βιβλίων, ασχολείται επί δεκαετίες με τη θεωρία της ταξικής πάλης και είναι σύμβουλος σημαντικών κοινωνικών κινημάτων. Το παρόν άρθρο του γράφτηκε ειδικά για τον Δρόμο της Αριστεράς στα πλαίσια του αφιερώματος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!