Αρκετός θόρυβος έγινε και σκόνη σηκώθηκε γύρω από τη φετινή επέτειο του Όχι. Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, ποιο είναι τελικά το ζητούμενο, προς τι η φασαρία και οι αντιπαραθέσεις, τι είναι αυτό που τις τροφοδοτεί;
Η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών υποθέσεων Δόμνα Μηχαηλίδου, εν μέσω γενικής θυμηδίας, δήλωσε ότι οι θυσίες του 1940 έγιναν για ένα «πλαίσιο καθημερινότητας» και ότι ότι ο εθελοντισμός είναι εθνική ευθύνη… Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως ξέχασε τελείως κι εκείνη τα ιστορικά γεγονότα και θεώρησε ότι η επέτειος είναι μια καλή αφορμή για να τα βάλει με τις «ακραίες φωνές του λαϊκισμού». Ο ευρωβουλευτής Π. Κόκκαλης επιχείρησε έναν παντελώς άστοχο παραλληλισμό του Όχι και του «Αέρα» με περιβαλλοντολογικά και οικολογικά ζητήματα…
Από κοντά, μια σειρά αοριστίες που σχετικοποιούν εντελώς την ιστορική μνήμη, ψάχνουν να βρουν μια διαφυγή από αυτήν μέσω της γενίκευσης ή της ανοιχτής διαστρέβλωσης των ίδιων των ιστορικών γεγονότων. Έτσι, στο προσκήνιο μπορεί να μπαίνει «κάθε ολοκληρωτισμός», «κάθε φασισμός», «κάθε ανελεύθερη πολιτική», υπέρ μιας θολής έννοιας ελευθερίας. Απουσιάζει η ουσία του ίδιου του ιστορικού συμβάντος, η παλλαϊκή δηλαδή υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, της πατρίδας, απέναντι σε επιτιθέμενες ξένες δυνάμεις.
Συμβαίνει ο ελληνικός λαός να έχει δυο μεγάλες εθνικές γιορτές. Μία για το Όχι του 1940 και μία για την επανάσταση του 1821. Η αλήθεια είναι ότι καμιά από τις δύο δεν πολυαρέσει σε επίσημους και ανεπίσημους συστημικούς. Ειδικά σε αυτούς που μάχονται από τα πλέον προχωρημένα χαρακώματα της παγκοσμιοποίησης.
Το 1821 σηματοδοτεί την ανεξαρτησία ενός έθνους απέναντι στην «πολυπολιτισμική» αυτοκρατορία της εποχής. Ας θυμηθούμε αντίστοιχες δηλώσεις προηγούμενων υπουργών Παιδείας, ειδικά όσων είχαν θητεύσει στην ανανεωτική Αριστερά. Το δε 1940, μια στιγμή παλλαϊκής, καθολικής αντίστασης, σε «περίεργες» συνθήκες, που δεν μπορεί εύκολα να χωρέσει σε «καθαρά» σχήματα αρκετών από το διανοητικό και πολιτικό προσωπικό. (Μα να μη γιορτάζουμε μόνο τη λήξη του πολέμου, όπως κάθε κανονικός Ευρωπαίος…)
Ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, έχοντας ενσωματώσει μεγάλο μέρος της αριστερής διανόησης, ξεκίνησε μια μεγάλη επιχείρηση αναθεώρησης σε σχέση με τις κορυφαίες αυτές «στιγμές» της ιστορίας. Συνέχισε ο Γ. Παπανδρέου και το προσωπικό που μάζεψε γύρω του, και μετά βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα ονόματα που έπαιξαν ρόλο σε αυτές τις φάσεις είναι γνωστά, η Μαρία Ρεπούση, ο Αντώνης Λιάκος και αρκετοί άλλοι.
Η γενικότερη αφήγηση είναι πάνω-κάτω γνωστή. Τα έθνη είναι ξεπερασμένα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η «μάζα», ο λαός, έλκονται συχνά από τον εθνικισμό, τον λαϊκισμό, ακόμα καλύτερα από τον «εθνολαϊκισμό», επιτυχημένη έννοια που σχετίζει τα δύο φαινόμενα. Από την ιστορία πρέπει να απαλειφθούν οι αναφορές που παραπέμπουν σε κάποια εθνική ταυτότητα και συνείδηση. Ειδικά όσες εμφανίζουν τον ελληνικό λαό σε αντιπαράθεση με εχθρούς και επιθέσεις, σπέρνουν τη μισαλλοδοξία και πρέπει να λειανθούν. Απόλυτη αξία είναι η «ατομική ελευθερία», η ελευθερία και διαφορετικότητα του ξεχωριστού ατόμου ως τέτοιου και μόνο. Επιτρεπτή είναι κι η αναφορά σε μικρά υποσύνολα και μειονότητες, κάθε αναφορά όμως σε ευρύτερα σύνολα, όπως τα έθνη, οι λαοί κ.λπ. απαγορεύεται.
Το θέμα των παρελάσεων ήρθε ξανά στην επικαιρότητα. Πιστεύει κανείς ότι σχετίζεται με το ενδιαφέρον να αποφευχθεί η «μαζοποίηση» των μαθητών; Ειδικά όταν μια σειρά από κάθε είδους «χυλούς», στοιχίσεις και τελετουργικά, δεν ενοχλούν κανέναν. Ας δούμε μια περσινή δήλωση της Μ. Ρεπούση:
«Τα παραδείγματα είναι πολλά και συγκλίνουν στην απόλυτα επιλεκτική χρήση του παρελθόντος στην ελληνική εκπαίδευση. Συμβαίνει μόνον στην Ελλάδα; Όχι, απλά στην Ευρώπη τα έθνη κράτη υποχρεώθηκαν κάποια στιγμή από τα πράγματα να αναστοχαστούν και κριτικά το παρελθόν τους και όχι μόνο δοξαστικά. Οδηγήθηκαν στο να εντάξουν και αυτήν την οπτική στην εκπαίδευση των πολιτών τους. Στην Ελλάδα, οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η ταυτότητα της διακυβέρνησης επίσης αλλά η κυρίαρχη εθνική αφήγηση παραμένει βαθιά αυτιστική.
Με βήμα στρατιωτικό οι μαθητές και οι μαθήτριες στην Ελλάδα έρχονται στις μαθητικές παρελάσεις να εγγράψουν στην ιστορική μας κουλτούρα ότι το ελληνικό σχολείο δεν τους ετοιμάζει για να γίνουν κριτικοί πολίτες αλλά πιστοί στρατιώτες».
Όσο για τον ακτιβισμό ομάδας γυναικών κατά τη διάρκεια της παρέλασης στη Νέα Φιλαδέλφεια, ξέφυγε πουθενά από αυτό το πλαίσιο ή εντάσσεται πλήρως και λειτουργικά σε αυτό; Το «μανιφέστο» που συνόδευσε την πράξη, είναι ως προς αυτό αρκετά διαφωτιστικό.
Περί παρελάσεων
Ο πραγματικός λόγος της πρότασης για κατάργηση των μαθητικών παρελάσεων δεν είναι το μιλιταριστικό πνεύμα που υποτίθεται ότι εμφυλοχωρεί μέσω αυτής της διαδικασίας. Όλοι γνωρίζουν από την εμπειρία τους είτε ως μαθητές, είτε ως γονείς, ότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρόκειται για ιδεολογική κατασκευή χωρίς κοινωνική γείωση και εμπειρική επαλήθευση. Ο πραγματικός στόχος είναι η διακοπή της συμβολικής αναπαράστασης που αναφέρεται στο έθνος, ως πολιτικο-πολιτιστική κοινότητα διακριτή, η οποία αναπαράγεται με καθημερινές πρακτικές. Η πρόταση για κατάργηση των παρελάσεων είναι μέρος της θεωρίας ότι το έθνος είναι κοινωνική κατασκευή, επινόηση που αναπαράγεται και μέσω συμβολικών πρακτικών. Τα κόμματα εξουσίας στη χώρα διαμορφώνονται ως υλικοί-ιδεολογικοί μηχανισμοί του εξαρτημένου κράτους. Η διαδικασία κρατικοποίησής τους τα μεταμορφώνει ή τα διαμορφώνει σε μεταπρατικούς φορείς του ιμπεριαλιστικού πολιτισμού μορφοποίησης της δυτικής κυριαρχίας. Είναι το πολιτικό προϊόν της επιρροής που ασκεί η γεωπολιτική κίνηση, η ειδικότερη διαμόρφωση της εστίας ενιαίου κόμματος της παγκοσμιοποίησης.
Από το άρθρο του Βασίλη Ασημακόπουλου «Εθνική επέτειος και υπουργοί Παιδείας – Η κρυμμένη ιδεολογική διάσταση» στο slpress.gr