Το να ποντάρει κάποιος στο χαρτί τού εθνολαϊκισμού ως μέσον αντίστασης στον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό έχει το ίδιο ακριβώς πολιτικό νόημα με το να ποντάρει στον φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό ως μέσον αντίστασης στον εθνολαϊκισμό: παίζει με τους όρους μιας σημαδεμένης ατζέντας που είναι ακριβώς η ατζέντα τής κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης με τις δύο αναγκαίες και αλληλοτροφοδοτούμενες όψεις της. Όρος δυνατότητας για την ολοκλήρωση των σχεδιασμών τής παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ελίτ είναι η διαρκής εκτροπή τής διαμαρτυρίας και της δυσαρέσκειας των μαζών σε ανώδυνες ατραπούς, στην καλύτερη περίπτωση, ή σε επιλογές που κατακερματίζουν περαιτέρω τις ίδιες και τις καθιστούν μακροπρόθεσμα πιο ευάλωτες, στην χειρότερη. Τα νεο-εθνικιστικά, ξενοφοβικά, υπερσυντηρητικά και ρατσιστικά ανακλαστικά ενός όλο και πιο αποπροσανατολισμένου πλήθους είναι οπωσδήποτε μια ενστικτώδης αντίδραση στους τρόμους τής παγκοσμιοποίησης, αλλά διόλου ελπιδοφόρα ούτε αξιοποιήσιμα στην κατεύθυνση μιας αξιακά προσανατολισμένης αντικαπιταλιστικής δράσης – και όποιος ελπίζει να ανταγωνιστεί την ανερχόμενη ακροδεξιά στο δικό της πεδίο πριονίζει το ίδιο το κλαδί στο οποίο κάθεται.
Τα λέω αυτά με την ανανεωμένη αφορμή που έδωσαν οι πρόσφατες αναζωπυρώσεις του «Μακεδονικού», οι οποίες μονοπώλησαν σχεδόν τη δημόσια γνώμη το τελευταίο δίμηνο και δίχασαν εγκαρσίως πολλούς πολιτικούς χώρους. Αναγνωρίζω την περιπλοκή τού ζητήματος στην παρούσα συγκυρία και υπό τους όρους με τους οποίους τίθεται, και οπωσδήποτε έχει πτυχές και φωτοσκιάσεις που δεν ευνοούν εύκολες απαντήσεις· οφείλω όμως να πω λίγες βασικές σκέψεις που μου φαίνονται αυτονόητες.
* * *
Ο πολλαπλασιασμός των μικρών και ανίσχυρων κρατών στις ημέρες μας, σαν αποτέλεσμα προφανώς της γεωπολιτικής των ισχυρών που θέλουν πάνω απ’ όλα να αποτρέψουν τον σχηματισμό άλλων ισχυρών, οιονεί ανταγωνιστικών οντοτήτων, είναι εξόχως ανησυχητικό φαινόμενο. Από αυτή την άποψη, καλύτερα θα ήταν να μην είχε διαλυθεί η Γιουγκοσλαβία και η ΠΓΔΜ να ήταν μέρος της. Δεδομένου όμως ότι διαλύθηκε, πρέπει να αντιμετωπίσουμε πραγματιστικά την κατάσταση και να δούμε τι θα ήταν καλύτερο να γίνει στο εξής. Από τη δική του –εύλογη κατ’ αρχήν– σκοπιά, ένα κράτος πρέπει να έχει όνομα, δεν μπορεί να λέγεται «πρώην». Ο μη αλβανικός πληθυσμός αυτής της περιοχής, ζυμωμένος αιώνες με τον τόπο και πριν χαραχτούν τα εθνοκρατικά σύνορα, κατανοούσε τον εαυτό του με δύο όρους, τοπικό και θρησκευτικό (Μακεντόν ορτοντόξ, όπως έλεγαν ακόμα οι γέροι μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένθεν και ένθεν των συνόρων). Ξέρουμε καλά πόση βία άσκησε το ελληνικό κράτος απέναντι σε αυτό τον σλαβομακεδονικό πληθυσμό, κάνοντάς τον να νιώθει κατατρεγμένη μειονότητα και φυτεύοντας ανάμεσά του, ως «γνήσιους Έλληνες», πληθυσμούς φερμένους από τον Πόντο και την Ανατολία, τους οποίους ευνόησε σκανδαλωδώς. Δημιούργησε δηλαδή μια παρακαταθήκη εχθρότητας μεταξύ σλαβόφωνων κι ελληνόφωνων Μακεδόνων που μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του (όπως έκανε άλλωστε και με τους Πομάκους τής Θράκης).
Νιώθω εξίσου αντίθετος με μιαν αηδιαστικά ενδοτική κυβέρνηση που σύρεται δουλικά από τη βούληση των κυρίων της, όσο και με το «εθνοπατριωτικό» ανακλαστικό μιας τυφλής και ανεγκέφαλης μάζας η οποία είναι ικανή για τις πιο φρικαλέες –και αυτοκαταστροφικές– ενέργειες
Δεν θα θίξω εδώ καθόλου το θέμα της συνυπαιτιότητας που είχε ο Σερβικός εθνικισμός (ή μεγαλοϊδεατισμός), δημιουργώντας αντίστοιχα επικίνδυνες εχθρότητες μέσα στη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία που τελικώς χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του. Από τη στιγμή τέλος πάντων που αυτό το κρατίδιο δημιουργήθηκε, έπρεπε κάπως να ονομαστεί, και το «Μακεδονία» ως τοπικός προσδιορισμός ήταν το πιο εύλογο συστατικό ενός πιθανού ονόματος, καθιερωμένο τόσο από την προηγούμενη ομοσπονδιακή του ονομασία όσο και από την πολύ παλαιότερη χρήση τού ίδιου αυτού πληθυσμού για τον προσδιορισμό τής εδαφικής και γλωσσικής του ταυτότητας. Βεβαίως δεν μπορούσε να λέγεται απλώς Μακεδονία, διότι ως μέρος θα ήγειρε αθέμιτη αξίωση επί του όλου (της συνολικής περιοχής που ήταν νομίμως μοιρασμένη πλέον σε τρεις εθνοκρατικές επικράτειες). Από άποψη αρχής, θεωρώ ότι ένα όνομα που χρησιμοποιεί το Μακεδονία με ειδικό τοπικό προσδιορισμό θα ήταν η ορθή λύση: Σλαβομακεδονία (αλλά εδώ έχει πρόβλημα με το αλβανικό στοιχείο), Μακεδονία τού Βαρδάρη, ίσως ακόμη και Βόρεια Μακεδονία – όχι βέβαια «Νέα Μακεδονία», διότι πάλι αυτό υποκρύπτει αξίωση επί του όλου… Και η γλώσσα του κάλλιστα να λέγεται –όπως και είναι– σλαβομακεδονική.
Η Ελλάδα, από τη πλευρά της, θεωρώ επίσης ότι δεν δικαιούται να μονοπωλεί το όνομα «Μακεδονία». Όχι μόνο γιατί είναι αστείο να διεκδικεί εθνική συνέχεια με τους αρχαίους Μακεδόνες (πάγια τακτική κάθε νεωτερικού εθνικισμού: όπως ακριβώς το σύγχρονο Ισραήλ διεκδικεί συνέχεια με τους Πατριάρχες της Βίβλου!) αλλά και γιατί ένα σύνθημα του τύπου «η Μακεδονία είναι ελληνική» εγείρει εξίσου αλυτρωτικές αξιώσεις επί του συνόλου τής εδαφικής περιοχής: θα νομιμοποιούσε δηλαδή –θεωρητικά– έναν «απελευθερωτικό» πόλεμο κατά της Βουλγαρίας ή των Σκοπίων (και αναμφίβολα, στα μυαλά πολλών θερμοκέφαλων εθνικιστών αυτό δεν ακούγεται διόλου παράλογο…). Τί θα έπρεπε λοιπόν να κάνει; Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς τη στιγμή που τέθηκε το ζήτημα, το 1992, να δεχθεί έναν τοπωνυμικό προσδιορισμό με δεύτερο συστατικό το Μακεδονία και να αγκαλιάσει αμέσως το αδύναμο νεοσύστατο κράτος στο όνομα μιας κοινότητας ιστορικών παραδόσεων και εδαφικών συμφερόντων, βλέποντάς το κατά κάποιον τρόπο σαν μια σλαβόφωνη Ελλάδα: να δημιουργήσει μαζί του στενούς δεσμούς οικονομικής, πολιτισμικής και στρατιωτικής συνεργασίας, να του παράσχει μια ζωτική για την υλική του επιβίωση διαμετακομιστική ζώνη (μέσω του λιμανιού τής Θεσσαλονίκης) και να το κάνει τον ασφαλέστερο σύμμαχό της στην περιοχή των Βαλκανίων, εδραιώνοντας έναν στέρεο γεωπολιτικό άξονα με τρίτο πόλο την Κύπρο. Αυτό θα ήταν μια εμπνευσμένη και μακρόπνοη εξωτερική πολιτική, μιας χώρας που δρα με αυτοπεποίθηση και όχι με το κόμπλεξ τού απειλούμενου και του καταδιωγμένου. Θα δημιουργούσε επίσης μια παρακαταθήκη αντίστασης στις επιβουλές τρίτων, περιφερειακών ή παγκόσμιων υπερδυνάμεων στην ευαίσθητη περιοχή της.
* * *
Τα πράγματα όμως έγιναν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Σήμερα η λύση αυτή φαίνεται ακόμη πιο δύσκολη διότι, πρώτον, η Ελλάδα είναι απείρως πιο αποδυναμωμένη και τρωτή· δεύτερον, η πόλωση που με ευθύνη της δημιούργησε έχει ενισχύσει τα πιο αντιδραστικά στοιχεία τής άλλης πλευράς κι ένα αντίστοιχο αλυτρωτικό ανακλαστικό εκ μέρους τους που, σε ορισμένους τουλάχιστον ιθύνοντες κύκλους, γίνεται όλο και πιο παράλογο· και τρίτον, επειδή η αμερικανική (και δευτερευόντως η τουρκική) διείσδυση στα Βαλκάνια έχει προχωρήσει υπερβολικά και ίσως μη αναστρέψιμα. Το δίλημμα τίθεται οξύ, οπότε, με τους εξής όρους: από τη μία πλευρά, η Ελλάδα οφείλει από θέση αρχής να δεχθεί ένα όνομα που σέβεται τον τοπικό αυτοπροσδιορισμό ενός λαού ο οποίος μοιράζεται μαζί της μια μεγάλη ιστορική περιοχή, γλωσσικά και εθνοτικά ανομοιογενή, αλλά στην οποία έχουν εξίσου δικαίωμα όλοι όσοι έζησαν επί αιώνες εκεί και ζυμώθηκαν μαζί της· δεύτερον, επ’ ουδενί πρέπει να το κάνει εξαναγκασμένα και κατ’ επιταγήν, τη στιγμή μάλιστα που αυτό εξυπηρετεί έναν άκρως ανησυχητικό γεωπολιτικό σχεδιασμό – να γίνει δηλαδή αυτό το μικρό κράτος πραγματικό προτεκτοράτο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και να διευκολύνει τα σχέδια περικύκλωσης της Σερβίας (η οποία θεωρείται νησίδα τής Ρωσικής επιρροής για τον Ατλαντικό άξονα). Άρα;
Δεν έχω δυστυχώς να προτείνω καμία άμεση πρακτική λύση. Μπορώ μόνο να πω ότι, βλέποντας έτσι τα πράγματα, νιώθω εξίσου αντίθετος με μιαν αηδιαστικά ενδοτική κυβέρνηση που σύρεται δουλικά από τη βούληση των κυρίων της όλο και πιο βαθιά στο τέλμα, όσο και με το «εθνοπατριωτικό» ανακλαστικό μιας τυφλής και ανεγκέφαλης μάζας η οποία, όταν δεν είναι σε θέση να δει ποιο είναι το από θέση αρχή δίκαιο και ποιος είναι κάθε φορά ο πραγματικός εχθρός της, είναι ικανή για τις πιο φρικαλέες –και αυτοκαταστροφικές– ενέργειες. Απελπιστική μοναξιά, σαν να λέμε, που είναι ωστόσο προνόμιο και καταδίκη τής σκέψης η οποία αρνείται να εκχωρήσει τα κριτήριά της στους ωμούς εκβιασμούς τής «πραγματικότητας».