Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ για να βρεις παραδείγματα κατάχρησης εξουσίας. Παραλίες που κλείνουν, εκτάσεις που βαφτίζονται «ιδιωτικές», ξενοδοχεία που καταπίνουν ακτές. Μικρές επιχειρήσεις που φιμώνονται επειδή τόλμησαν να σταθούν απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο. Αυτή είναι η Ελλάδα των ολιγαρχών. Των προστατευμένων από το σύστημα, όπου η αυθαιρεσία δεν είναι εξαίρεση, αλλά κανόνας.
Κι αν όλα αυτά ακούγονται μακρινά, ιδού η απόδειξη. Στην Ηλεία, ένα πολυτελές (με ονοματεπώνυμο) συγκρότημα ύψωσε πραγματικούς φράχτες στην παραλία. Η θάλασσα, που το Σύνταγμα αναγνωρίζει ως κοινό αγαθό, έγινε ιδιωτική «πίστα» για λίγους, αφού πίσω της στέκεται δύναμη, χρήμα και πολιτική κάλυψη.
Απέναντι, μια οικογενειακή ταβέρνα τόλμησε να σταθεί όρθια. Χτίστηκε με φρέσκο ψάρι και σκληρή δουλειά. Η επιτυχία της ενόχλησε. Η διεύθυνση του συγκροτήματος πρότεινε στον ιδιοκτήτη να παραδώσει τα κλειδιά και να γίνει υπάλληλος. Όταν αρνήθηκε, ξεκίνησε η λάσπη˙ φήμες, ψέματα, ύπουλες διαδόσεις. Ο στόχος προφανής: να καταστραφεί η επιχείρηση, να συνθλιβεί ο μικρός από τη «μαφία» του μεγάλου.
Μάντρες σε παραλίες. Τρένα που γίνονται φέρετρα. Επιδοτήσεις που μοιράζονται με όρους πελατειακούς. Κανένας να μην λογοδοτεί. Η χώρα κυβερνιέται από μια διεθνή «μαφία» με ντόπιους συνεργάτες.
Θα μείνουμε θεατές ή θα βρεθεί ξανά η δύναμη να σπάσει αυτός ο κύκλος; Όσο ισχυρό κι αν είναι το πλέγμα της διαπλοκής, η πίεση από τα κάτω -η κοινωνία που δεν θέλει να ζει με φράχτες στις παραλίες και αίμα στις ράγες- είναι η μόνη που μπορεί να το ραγίσει. Όσο μένουμε θεατές, τόσο θα μας πείθουν ότι η αμμουδιά δεν είναι για όλους, ότι τα τρένα εκτροχιάζονται «κατά λάθος» και ότι οι επιδοτήσεις χάνονται σε «γραφειοκρατικές αστοχίες».
Η αλήθεια όμως είναι απλή˙ μας κυβερνά η διαπλοκή και η σιωπή μας είναι το οξυγόνο της.