Η λεγόμενη «Σούπερ-Τρίτη» ήταν πράγματι σούπερ για το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος: ο εκλεκτός του, ο 77χρονος Τζο Μπάιντεν (αντιπρόεδρος των ΗΠΑ επί Ομπάμα), θριάμβευσε στις 10 από τις 14 πολιτείες όπου διεξάγονταν εσωκομματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα, ενώ ο θεωρούμενος «ακραίος» γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς επικράτησε σε μόλις 4. Έτσι ο Μπάιντεν βρέθηκε επικεφαλής στην κούρσα, απογοητεύοντας όσους έλπιζαν ότι ο Σάντερς θα διατηρήσει την απρόσμενη δυναμική που έδειξε στις πρώτες αναμετρήσεις. Από τις πρώτες ποιοτικές αναλύσεις της αναμέτρησης, φαίνεται ότι ο Σάντερς δεν καταφέρνει μέχρι στιγμής να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις δύο μεγάλες αδυναμίες του: τη νομιμοφροσύνη των περισσότερων μαύρων ψηφοφόρων προς τον εκάστοτε εκλεκτό της κομματικής ηγεσίας, και τον φόβο (ή και την απέχθεια) των μορφωμένων και σχετικά εύπορων λευκών Δημοκρατικών και των ηλικιωμένων μπροστά στο ριζοσπαστικό –για τα δεδομένα των ΗΠΑ– πρόγραμμά του. Προφανώς ο ενθουσιασμός που ξεσηκώνει στους νέους, σε τμήματα των εργαζομένων, στους Λατίνους κ.λπ. δεν αρκεί για να αντισταθμίσει αυτές τις αδυναμίες.
Ο δεύτερος παράγοντας που συνέβαλε στην ανακοπή της ορμής του Σάντερς πρέπει να αναζητηθεί στις φανερές και κρυφές ενέργειες του Δημοκρατικού κατεστημένου. Αυτό, αποφασισμένο να μην αιφνιδιαστεί ξανά, κίνησε γη και ουρανό για να συσπειρώσει κόσμο πίσω από την υποψηφιότητα ενός Μπάιντεν άχρωμου και άοσμου, που επιπλέον δείχνει σημάδια πνευματικής και σωματικής κούρασης – αλλά οποιοσδήποτε είναι προτιμότερος από τον «λαϊκιστή και σοσιαλιστή» Σάντερς. Έτσι πείστηκαν, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, να αποσυρθούν υπέρ του Μπάιντεν μια σειρά ανθυποψήφιοί του, μεταξύ των οποίων ο Πιτ Μπούτιτζιτζ και η Έιμι Κλομπουτσάρ. Έτσι αθροίστηκαν όλες οι «υπεύθυνες» δυνάμεις στην πανστρατιά κατά του Σάντερς, συμβάλλοντας στη νίκη του Μπάιντεν στις 10 από τις 14 πολιτείες της «Σούπερ-Τρίτης». Από την άλλη, δεν αποσύρθηκε η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, που και το δικό της ριζοσπαστικό πρόγραμμα απευθύνεται στο ακροατήριο του Σάντερς. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμη πιο δύσκολα για τον Σάντερς στις επόμενες αναμετρήσεις, αφού μετά την παταγώδη αποτυχία του αποσύρθηκε από την κούρσα, δηλώνοντας στήριξη στον Μπάιντεν, και ο δισεκατομμυριούχος Μάικλ Μπλούμπεργκ – ο οποίος ξόδεψε μισό δισεκατομμύριο δολάρια(!) κάνοντας τελικά μια τρύπα στο νερό…
Ο Σάντερς δεν καταφέρνει μέχρι στιγμής να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις δύο μεγάλες αδυναμίες του: τη νομιμοφροσύνη των περισσότερων μαύρων ψηφοφόρων προς τον εκάστοτε εκλεκτό της κομματικής ηγεσίας, και τον φόβο (ή και την απέχθεια) των μορφωμένων και σχετικά εύπορων λευκών Δημοκρατικών και των ηλικιωμένων μπροστά στο ριζοσπαστικό –για τα δεδομένα των ΗΠΑ– πρόγραμμά του
Δύσκολα αντιστρέφεται το αρνητικό κλίμα
Το ερώτημα τώρα είναι αν ο Σάντερς θα μπορέσει να αντιστρέψει για μια ακόμη φορά το αρνητικό κλίμα που προκάλεσε το αποτέλεσμα της «Σούπερ-Τρίτης». Ψυχολογικά, βοηθά ότι κέρδισε την σημαντική (τόσο πολιτικά όσο και σε αριθμό εκλεκτόρων) Καλιφόρνια, αλλά αυτό δεν αρκεί. Θα πρέπει να πείσει τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους ότι θα είναι αποτελεσματικότερος αντίπαλος του Τραμπ από τον Μπάιντεν, και σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται και πάλι η αντιπαράθεση: ποιος από τους δύο μπορεί να εκδιώξει τον τωρινό ένοικο του Λευκού Οίκου; Ο Σάντερς έχει ένα μόνο πλεονέκτημα μετά την «Σούπερ-Τρίτη»: το τοπίο ξεκαθάρισε από το συνωστισμό των πολλών υποψηφίων, μέσα στον οποίο χάνονταν οι πολλαπλές αδυναμίες του Μπάιντεν, που δυσκολεύεται ακόμη και να αρθρώσει ολόκληρες προτάσεις, ή μπερδεύει επί σκηνής την αδελφή του με τη γυναίκα του (έγινε κι αυτό σε προεκλογική ομιλία του Μπάιντεν στην Καλιφόρνια!). Έτσι, στα επόμενα ντιμπέιτ αυτές αναμένεται να γίνουν πιο διακριτές, δίνοντας πόντους στον Σάντερς.
Για να διατηρήσει τις ελπίδες του, ο Σάντερς θα πρέπει, ταυτόχρονα, να επιτεθεί κατά μέτωπο στη «μετριοπαθή» πολιτική και στα πεπραγμένα του εσωκομματικού αντιπάλου του – που περιλαμβάνουν την υποστήριξη του Μπάιντεν σε περικοπές κοινωνικών δαπανών, την ενθουσιώδη αποδοχή της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου NAFTA, που έπληξε σφοδρά εκατομμύρια εργαζομένων και αγροτών των ΗΠΑ, τα «ναι» που είπε σε όλους τους αποτυχημένους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, και τη διαχρονική… κατανόηση που επιδεικνύει προς τον αδηφάγο χρηματοπιστωτικό τομέα. Όμως ο εύκολος τρόπος με τον οποίο ο Σάντερς αποδέχθηκε μοιρολατρικά, το 2016, την «ενεργητική παρέμβαση» του κομματικού κατεστημένου και των ελίτ υπέρ της Χίλαρι Κλίντον, δεν βεβαιώνει ότι θα ακολουθήσει μια τέτοια επιθετική τακτική. Σε κάθε περίπτωση, μόνο τον ερχόμενο Νοέμβριο θα φανεί πόσο αλμυρός θα βγει ο λογαριασμός για τις τωρινές αδυναμίες ή/και μηχανορραφίες των Δημοκρατικών.
Περίπατος για τον Τραμπ
Και ενώ οι Δημοκρατικοί έχουν βγάλει τα μαχαίρια, το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών ζει την πιο ανιαρή εσωκομματική προεκλογική εκστρατεία του. Ο Τραμπ σαρώνει όλες τις προκριματικές εκλογές για το προεδρικό χρίσμα με… βορειοκορεατικά ποσοστά: από τις 18 πολιτείες που έγιναν μέχρι στιγμής εκλογές, στις 14 ο Τραμπ πήρε από 90% ως 100%(!). Το χαμηλότερο ποσοστό του ήταν στο Νιού Χαμσάιρ, όπου «περιορίστηκε» στο 86%. Αυτό οδηγεί ορισμένες πολιτειακές ηγεσίες των Ρεπουμπλικανών να σκέφτονται την ακύρωση μιας τυπικής αναμέτρησης: ήδη οι Ρεπουμπλικανοί της Βιρτζίνια αποφάσισαν να μην πραγματοποιήσουν προκριματικές εκλογές. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρείται εντυπωσιακός βαθμός κινητοποίησης των ψηφοφόρων του Τραμπ: πάνω από 7 εκατομμύρια πήραν μέρος στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών στις 18 πολιτείες, παρόλο που η αναμέτρηση δεν είχε ενδιαφέρον. Ενώ στις αντίστοιχες προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών πήραν μέρος λιγότερα από 4,4 εκατομμύρια ψηφοφόρων.
Αυτά τα δεδομένα βέβαια δεν αρκούν για να μειώσουν την ανησυχία του Τραμπ ενόψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου. Μπορεί να σαρώνει στις εσωκομματικές εκλογές, αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται στο επίκεντρο του ιδιότυπου βορειοαμερικανικού εμφυλίου. Ισχυρά τμήματα του κατεστημένου τον υπονομεύουν προτείνοντας μια πολιτική ανάκτησης της ισχύος των ΗΠΑ εντελώς διαφορετική από τη δική του. Εδώ εντάσσονται, μετά την πρόσφατη αποτυχημένη παραπομπή του με το ερώτημα της εκδίωξης από τον προεδρικό θώκο, και οι ανανεωμένες κατηγορίες εναντίον του ότι και πάλι δέχεται βοήθεια από τη… Ρωσία για να επανεκλεγεί. Ούτε οι δημοσκοπήσεις τον ευνοούν, αφού σχεδόν όλες τον δείχνουν δεύτερο. Το ίδιο βέβαια είχε συμβεί και το 2016, και μάλιστα οι τότε δημοσκοπήσεις επιβεβαιώθηκαν στην κάλπη. Κι όμως, εκλέχθηκε πρόεδρος χάρη στη «διαμεσολάβηση» των ψηφοφόρων από τον θεσμό του σώματος των εκλεκτόρων ανά πολιτεία.