Ταυτόχρονα, όμως, το γεγονός μιας τέτοιας επίσκεψης, η αναγκαιότητά της για αυτούς που τη σχεδίασαν και την υλοποίησαν, γνωρίζοντας εκ των προτέρων το επικοινωνιακό κόστος των εικόνων που θα αναμετέδιδαν τα διεθνή ΜΜΕ εκείνη την ημέρα, υποδηλώνει και κάτι περισσότερο: τη συνειδητοποίηση ότι η ελληνική κατάσταση είναι κρίσιμη, δυνάμει εκρηκτική. Άρα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να παραμείνει υπό έλεγχο.
Η κατάρρευση
Και όμως, αυτή η ξεκάθαρη πολιτική βούληση είναι ανεπαρκής για να λύσει τις οξυνόμενες αντιθέσεις της συγκυρίας. Κατ’αρχήν γιατί οι μνημονιακές πολιτικές έχουν πλήρως αποτύχει στο βασικό τους δεδηλωμένο τους στόχο, τη διαχείριση του χρέους. Είναι προφανές ότι, παρά ή μάλλον λόγω της κατάρρευσης της οικονομίας, το ελληνικό χρέος είναι μη-βιώσιμο, κάτι που θα αναγκάσει το ΔΝΤ να αποσυρθεί, όπως το ορίζουν οι καταστατικές του υποχρεώσεις (αλλά και οι πιέσεις των άλλων οφειλετών), από το πλαίσιο χρηματοδότησης. Ένα νέο κούρεμα είναι αναπόφευκτο αλλά έχει κόστος, και μετά το PSI, τα ομόλογα είναι στα χέρια των επίσημων δανειστών, δηλαδή των ευρωπαϊκών θεσμών και της ΕΚΤ, που θα πρέπει να πληρώσουν τη ζημία. Και η Γερμανία, που θα κληθεί να καταβάλει το μεγαλύτερο μερίδιο, αντιδρά και θεωρεί πολιτικά αδύνατο να προβεί σε τέτοια κίνηση πριν από τις επερχόμενες εκλογές.
Κατόπιν όλων αυτών η έκθεση της τρόικας καθυστερεί, μαζί και η δόση, ενώ εντείνεται το κύμα ύφεσης, η ανεργία και η διάλυση του κράτους, αρχίζοντας από βασικές για την επιβίωση του πληθυσμού υπηρεσίες όπως η Υγεία. Χωρίς να αποτελεί συνειδητή επιλογή, το ενδεχόμενο της κατάρρευσης μοιάζει όλο και πιθανότερο και μαζί μ’αυτό η στάση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ. Πολλώ δε μάλλον όταν η κρίση παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία, όπου το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα «ελληνοποιείται» ραγδαία.
Με δυο λόγια, τόσο το εγχώριο μνημονιακό μπλοκ όσο και το ευρωπαϊκό ηγεμονικό κέντρο αδυνατούν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση, αρχίζοντας από την οικονομία. Παρόλο, ή μάλλον αδυνατούν ακριβώς στο βαθμό που καταφέρνουν και υλοποιούν όλα τα μέτρα που έχουν αποφασίσει, διαλύοντας μέσα σε δυόμιση χρόνια τις κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις δεκαετιών. Γι’ αυτό και η αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος θα συνεχιστεί, καθώς και η αποσάθρωση του ίδιου του κράτους, που τροφοδοτεί την αυταρχική φυγή προς τα εμπρός και την παγίωση των όψεων καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.
Η ριζοσπαστικοποίηση
Αυτό το απολύτως εκρηκτικό μείγμα αποτελεί και το κλειδί για την κατανόηση των δύο βασικών τάσεων της περιόδου: από τη μια την άνοδο του φασισμού ως απάντηση στην ασύλληπτα βίαια ρήξη της κανονινότητας σε όλα τα επίπεδα της ατομικής και συλλογικής δραστηριότητας, στην ανομία που προκαλεί η αποσάθρωση των κρατικών λειτουργιών και στο ιλιγγιώδες ιδεολογικό κενό που δημιουργεί η καταβαράθρωση όλων των αξιών και παγιωμένων πρακτικών που όριζαν μέχρι πρόσφατα τις βασικές ισορροπίες της ελληνικής κοινωνίας. Η δυναμική της φασιστικοποίησης βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που τέμνεται αυτή η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση «από τα κάτω», με την «από τα πάνω» αυτονόμηση και απόσχιση από το αστικοφιλελεύθερο πλαίσιο τμημάτων του ίδιου του κράτους, αρχίζοντας βέβαια με τους μηχανισμούς καταστολής, μια διαδικασία που τροφοδοτεί (και νομιμοποιεί) η δυναμική της καθεστωτικής αποσύνθεσης.
Η άλλη πλευρά του ίδου νομίσματος είναι βέβαια το έδαφος που ανοίγεται, σε αυτές τις δραματικές και οριακές συνθήκες, σε πρακτικές αυτοοργάνωσης, αλληλεγγύης και συλλογικής αντίστασης. Αν και αυτές απέχουν ακόμη αρκετά από το να καλύψουν τις ανάγκες και να αποτελέσουν ένα ικανό αντίβαρο στην υποκατάσταση των κρατικών λειτουργιών που επιχειρούν οι φασιστικές συμμορίες, φαίνεται εν τούτοις πως υπολογίσιμα τμήματα της κοινωνίας διαθέτουν ακόμη δυνατότητες αγωνιστικής αντίδρασης.
Η πορεία προς την αναγγελία νέου πακέτου-σοκ μνημονιακών μέτρων έθεσε τέρμα στην μετεκλογική ανάπαυλα και άνοιξε, με τη γενική απεργία της 26ης Σεπτέμβρη, έναν νέο κύκλο δυναμικής αναμέτρησης. Ένας κύκλος που αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων, με μια καθοριστικής σημασίας διαφορά: το πολιτικό τοπίο έχει ποιοτικά αλλάξει. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε ένα ρήγμα και ανέτρεψε την προϋπάρχουσα διάταξη των δυνάμεων, αναδεικνύοντας ένα λαϊκό αντιμνημονιακό μπλοκ με δυναμική εξουσίας.
Η αναγκαστική επιλογή
Ποιο είναι λοιπόν, σε αυτή τη συγκυρία, το αιτούμενο για την Αριστερά και εδικότερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί τον κορμό της; Η επί της αρχής απάντηση είναι απλή, σχεδόν αυτονόητη: πρωταρχικός λόγος υπάρξης του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι η διαμόρφωση των όρων της νίκης της αντιμνημονιακής λαϊκής βούλησης που σφυρηλατήθηκε στους κοινωνικούς αγώνες της τελευταίας περιόδου.
Αυτό σημαίνει αδιάκοπη ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε τρία επίπεδα:
• Στήριξη στους αγώνες, με στόχο την κλιμάκωσή τους, για να μην περάσουν τα μέτρα και να συντομευτεί ο βίος αυτής της κυβέρνησης.
• Εμμονή στην ενωτική απεύθυνση προς όλες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που αντιμάχονται το Μνημόνιο, στην προοπτική της αριστερής κυβέρνησης.
• Πολύμορφη προετοιμασία ενόψει των συνεπειών της ρήξης με το μνημονιακό πλαίσιο. Αυτή ακριβώς η προετοιμασία είναι που μπορεί να καλύψει ένα κρίσιμο κενό στην ως τώρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ: να πείσει την κοινωνία για το πραγματοποιήσιμο της εναλλακτικής πορείας έξω από το σημερινό πλαίσιο, αλλά και να διαλύσει κάθε αμφιβολία ως προς την αποφαστικότητα για μια τέτοια ρήξη, παρά τις τερράστιες πιέσεις και αντίρροπες δυνάμεις που θα χρειαστεί να αντιμετωπιστούν.
Το τελευταίο σημείο είναι ίσως το πιο σύνθετο και απαιτεί ορισμένες συμπληρωματικές διευκρινίσεις. Προετοιμασία σε προγραμματικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο μαζικής απεύθυνσης, για τις συνέπειες της ρήξης με το Μνημόνιο σημαίνει πρώτα και κύρια ότι πρέπει να εξεταστεί με τη δέουσα σοβαρότητα το ενδεχόμενο διακοπής της τροϊκανής χρηματοδότησης που χρησιμοποιείται εντέλει σχεδόν εξολοκλήρου για την εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά που καλύπτει ενδιάμεσα τις τρύπες του Προϋπολογισμού. Η ιδέα ότι μια τέτοια διακοπή είναι μια μπλόφα των Ευρωπαίων για να μας φοβίσουν λόγω των απρόβλεπτων αποσταθεροποιητικών επιπτώσεων μιας παρόμοιας κίνησης, μοιάζει όλο και λιγότερο πειστική. Όχι πως οι συνέπειες με αρχή τη ντε φάκτο στάση πληρωμών και συνέχεια την αναγκαστική επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, δεν θα είναι απρόβλεπτες και πολύ σοβαρές. Όμως, τη στιγμή που γενικεύονται τα μνημόνια σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιφέρεια, ποιος μπορεί να πιστέψει ότι η τρόικα θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί ένα κράτος, και δη μια αριστερή κυβέρνηση, που θα έχει ακυρώσει τις θεμελιακές δεσμεύσεις στη βάση των οποίων εξασφάλιζε την χρηματοδότηση που δεν μπορούσε πλέον να εξασφαλίσει μέσω των αγορών; Αποτελεί εδώ και καιρό κοινό μυστικό για σχεδόν όλους τους αναλυτές διεθνώς ότι δεν υπάρχει καμμιά πιθανότητα να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη αν σπάσει το μνημονιακό κλοιό και, ούτως ή άλλως, ελάχιστη να παραμείνει σ’αυτήν για πολύ, με δεδομένη την οικονομική καταστροφή και την αυξανόμενη υπερχρέωση στην οποία την καταδικάζουν τα απανωτά μνημόνια.
Οι «αριστεροί ρεαλιστές» που ισχυρίζονται ότι για να αποτραπεί κάθε τέτοιο ενδεχόμενο η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να έρχεται σε ρήξη με το μνημονιακό πλαίσιο, αλλά να επιδιώκει τη «σταθεροποίηση» μέσω μιας «πιο αργής δημοσιονομικής προσαρμογής» και με ένα πιο λελογισμένο ρυθμό αποπληρωμής του χρέους αναγνωρίζουν εξάλλου, με τον τρόπο τους, αυτήν την ασυμβατότητα. Δεν αποτελεί, άλλωστε, η θέση τους μια παραδοχή ότι η ακύρωση των μνημονίων οδηγεί όντως σε μια κλιμακούμενη σύγκρουση που μπορεί να φτάσει στη στάση πληρωμών και στην έξοδο από την Ευρωζώνη;
Οι όροι του προβλήματος είναι λοιπόν οι εξής: ναι μεν έχουν δίκιο οι «ρεαλιστές» της Αριστεράς όταν λένε ότι δεν μπορούμε να έχουμε και την ακύρωση του Μνημονίου και την εξασφάλιση της παραμονής στην Ευρωζώνη, καλλιεργούν όμως τη ψευδαίσθηση ότι υπάρχει περιθώριο για μια κοινωνικά και οικονομικά αποδεκτή λύση στο πλαίσιο «καλύτερων διαπραγματεύσεων» με τους δανειστές και το ευρωπαϊκό κέντρο. Και τούτο, όχι γιατί η επιδίωξη του συμβιβασμού, ο «ρεφορμισμός» θα λέγαμε, με μια ουδέτερη έννοια, είναι εξ ορισμού παράλογος ή προδοτικός. Υπάρχουν, όμως, συγκυρίες όπου η επιλογή της ριζοσπαστικότητας και της σύγκρουσης δεν απορρέει από υποκειμενισμό ή από ιδεολογικό μαξιμαλισμό, αλλά από την ίδια τη λογική της κατάστασης. Αποτελεί, με μια έννοια, «αναγκαστική επιλογή» και μόνον μια τέτοια επιλογή είναι πραγματικά ελεύθερη, όπως τόνιζε ο Σαρτρ, γιατί μόνον αυτή είναι σε θέση να απαντήσει στην κυοφορούμενη έκρηξη των αντιθέσεων και να ανοίξει μια νέα δυνατότητα. Αν η Αριστερά, δηλαδή, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, πρώτα απ’ όλα ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν το συνειδητοποιήσει και δεν πράξει ανάλογα, τότε το γάντι θα το σηκώσει η δύναμη που στη σύγχρονη Ιστορία ενσαρκώνει τη διεστραμμένη και παραχαραγμένη ριζοσπαστικότητα που εκλύουν οι παροξυστικές μορφές της συστημικής κρίσης. Ας θυμίσουμε εδώ, για μια ακόμη φορά, τα λόγια του Βάλτερ Μπένγιαμιν: «Κάθε φασισμός αποτελεί ένδειξη μιας αποτυχημένης επανάστασης».
καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου