«Οι άνθρωποι ερωτεύονται, τραγουδούν, κάνουν τέχνη, παίζουν ποδόσφαιρο, εξεγείρονται και επαναστατούν κάποια στιγμή, απέναντι στις μονομέρειες και στα αδιέξοδα. Η ίδια η ζωή δηλαδή αντιστέκεται. Εκεί υπάρχει η ελπίδα»
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Είμαι πολύ επιφυλακτικός πλέον για κάθε είδους βιβλία που αναφέρονται στην «κρίση» η οποία έχει καταλήξει να γίνει ένα προϊόν που «πουλάει». Βρήκα πολύ εύστοχη τη σάτιρα του Ανδρέα – Μάριου Σουσουρή στις Ιστορίες του χαράματος που αναφέρεται σε έναν συγγραφέα ο οποίος εγκαλείται διότι δεν γράφει τίποτε κι αυτός για την «κρίση», οπότε κάνει κι αυτός το καθήκον του, σημειώνοντας «…Πολλά κακά πράγματα προκύπτουν από μια κρίση. Κακοί άνθρωποι ταλαιπωρούν καλούς ανθρώπους και γι’ αυτό άλλωστε έχουμε και κρίση. Η κρίση επίσης είναι κρίσιμη, αφού δεν ξέρεις πότε θα βγεις από την κρίση…»
Η αλήθεια είναι ότι η «κρίση» έχει καταλήξει να γίνει ο μαϊντανός σε κατά τα άλλα αδιάφορα πονήματα, παντός είδους: μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, εγχειρίδια αυτοβοήθειας, βιβλία ψυχολογίας, θεατρικά έργα κλπ…
Η κατάσταση είναι πιστεύω απωθητική. Και καταλήγω να μην ανοίγω καν ένα βιβλίο που δηλώνει πως μιλά για την «κρίση».
Να όμως που υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, όπως Το blues της ανεργίας του Παναγιώτη Βλάχου (εκδόσεις Κέδρος), που όχι μόνο είναι από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα που διαβάσαμε το 2016, αλλά κινούμενο μεταξύ μυθιστορίας, χρονικού και δοκιμίου καταφέρνει να μας ταξιδέψει στον χρόνο και να παρουσιάσει για πρώτη φορά ένα πορτρέτο της γενιάς που έζησε την εφηβεία της στη Μεταπολίτευση. Είναι όλα εδώ: Η πολιτική ένταξη, οι περιπέτειες της Αριστεράς, τα οράματα, οι απογοητεύσεις. Η ζωή η ίδια. Χωρίς καρικατούρες και ωραιοποιήσεις.
Διαβάζοντας θέλησα να μιλήσω με τον ίδιο τον συγγραφέα και να μεταφέρω και σε σας αυτή την κουβέντα μας:
Γιατί ένα μυθιστόρημα για την εποχή της κρίσης; Μήπως θα έπρεπε να γραφτεί σε χρονική απόσταση; Δεν είναι ένα ρίσκο;
Πόση χρονική απόσταση ακόμη; Είμαστε πλέον σχεδόν μία δεκαετία μέσα στην κρίση. Τι δεν έχουμε καταλάβει γι’ αυτήν; Έχουμε κατανοήσει τα αδιέξοδα πολιτικών, τα αδιέξοδα της ανθρώπινης ψυχής. Τα αδιέξοδα στρατηγικών. Επίσης υπάρχει παρελθόν. Τι δεν αποτελούσε κρίση στο παρελθόν; Γιατί μια κατάσταση υποτιθεμένης ή μη ευμάρειας, με ένα επηρμένο εγώ που διαρκώς πρόσταζε «απόλαυσε», δεν αποτελούσε κρίση; Μια κατάσταση ισορροπίας ήταν. Δεν έχω την άποψη πως χρειάζεται χρονική απόσταση. Αυτό που χρειάζεται είναι ρωγμές στις βεβαιότητες. Να τίθενται ερωτήματα. Είναι σίγουρο πως στο μέλλον θα γραφτούν αρκετά βιβλία. Δεν κρίνω αν θα είναι καλύτερα ή χειρότερα. Λέω ωστόσο πως σίγουρα θα είναι διαφορετικά. Τα βιβλία είναι λέξεις και οι λέξεις ακόμα και στη σκληρότητά τους χρειάζεται να προσεγγίζουν τους ανθρώπους και την ανθρώπινη κατάσταση με σεβασμό. Ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή κατά την οποία απεικονίζουν μια πραγματικότητα.
Θεωρείτε πως η γενιά σας –η γενιά μας– έχει τη δική της λογοτεχνία ή έχει συνθλιβεί μεταξύ των προηγούμενων και των επόμενων; Υπάρχει και το τραγούδι του Πορτοκάλογλου το «Υπάρχει λόγος» – Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία/της μεταπολίτευσης καημένη γενιά. Είναι έτσι τα πράγματα;
Όχι, σε καμία περίπτωση δεν το πιστεύω αυτό. Η γενιά μας, όπως και να οριστεί, δημιούργησε σημαντικά πράγματα. Σε όλα τα επίπεδα της τέχνης, ακόμα και της πολιτικής θα έλεγα. Άλλες συλλογικότητες, διαφορετικοί τρόποι συμμετοχής στα κοινά. Με αναφορές σίγουρα στο παρελθόν, με ένα πρόπλασμα που θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για το μέλλον. Όταν ο Πορτοκάλογλου έγραψε το συγκεκριμένο τραγούδι ήμασταν ακριβώς στη μέση της δεκαετίας του ’80. Πατούσε σε πολλά πράγματα. Ήδη διαμορφωνόταν μια mainstream κουλτούρα, δίπλα της χτίζονταν εκφράσεις αντισυμβατικότητας, επίσης μια αντίληψη για το τι σήμαινε εκείνη την περίοδο να είσαι πολιτικό ον. Τι σήμαινε επίσης να είσαι καταναλωτής. Πολλά πράγματα, δηλαδή, με αντιφάσεις. Θα έλεγα πάντως, όσον αφορά στη λογοτεχνία, και όχι μόνο, πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι μπήκαμε στη βασική παράμετρο του καταναλωτικού καπιταλισμού, που δεν έκρυβε τίποτα περισσότερο από τις αξίες του εγωτισμού. Αυτό προωθούσε περισσότερο συγγραφείς παρά βιβλία. Δηλαδή το πρόσωπο και όχι το έργο. Και μάλιστα συγγραφείς που εμφανίζονταν με αντισυστημικό προσωπείο ενώ ήταν κατεξοχήν συστημικοί. Αλλά αυτό είναι μια διαφορετική και μεγάλη συζήτηση.
Το μυθιστόρημά σας έχει πολιτικό πρόσημο και παρακολουθεί βήμα-βήμα την επικαιρότητα. Θεωρείτε πως θα μπορούσαμε να το εντάξουμε στη «στρατευμένη λογοτεχνία;»
Ήταν μια συγγραφική επιλογή να παρακολουθεί βήμα-βήμα τους ήρωες μέσα στην επικαιρότητα. Και όχι όλη την επικαιρότητα. Μικρά ή μεγάλα συμβάντα μέσα στους θύλακες της πόλης. Αν θέλετε πάλι, τα γεγονότα, τα τραγούδια, τα αποσπάσματα από βιβλία που διατρέχουν το βιβλίο, τα μεταχειρίστηκα σαν χαρακτήρες. Σαν αξιοσημείωτες θα έλεγα συναντήσεις των ηρώων με ιδιαίτερες καταστάσεις που είτε θα τους βούλιαζαν σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, είτε θα αποτελούσαν το στήριγμα για μια καινούργια αρχή. Πιστεύω πως το βιβλίο μπορεί να το διατρέχει η πολιτική –πώς αλλιώς να γίνει άλλωστε– αλλά δεν κάνει πολιτική. Ταυτόχρονα το διατρέχει ένας ψυχαναλυτικός λόγος που διαρκώς υποσκάπτει φαντασιακές κατασκευές. Και όταν τραβηχτεί το πέπλο της όποιας φαντασιακής κατασκευής, το κοινωνικό «πραγματικό», αποκαλύπτεται με όλη του την φρίκη. Τέλος, θα έλεγα πως μία από τις φιλοδοξίες μου σε αυτό το βιβλίο ήταν, αν θέλετε, να αποτυπωθούν, να συνδεθούν κάποιες υπαρξιακές συνθήκες σε μια συγκεκριμένη περίοδο, με το νόημα που οι άνθρωποι την ίδια εποχή έδωσαν στις ιδέες τους και πώς αυτές οι υπαρξιακές συνθήκες αφήνουν στη συνέχεια το αποτύπωμά τους πάνω στις ιδέες, τους θεσμούς και τις λειτουργίες τους. Τους αλλάζουν ή όχι. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Συνεπώς, το αν το βιβλίο θα ενταχθεί σε μια κατηγορία «στρατευμένης» λογοτεχνίας, δεν είναι δική μου δουλειά αλλά όσων κάνουν τις κατηγοριοποιήσεις. Προσωπικά πιστεύω πως τα βιβλία θα πρέπει να παραμένουν ανοιχτά, «ανένταχτα».
Η πόλη πρωταγωνιστεί στο βιβλίο –όπως και τα καλοκαίρια εκτός. Ποια είναι η δική σας σχέση με την πόλη;
Η καλύτερη. Ακόμα και όταν μιλάω για την Αθήνα που είναι από τις πιο αφιλόξενες πόλεις για τους πολίτες της. Η πόλη είναι η μήτρα πολλών πραγμάτων. Ακόμα και όταν λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης. Να μεγεθύνει ας πούμε τα ασήμαντα και να ελαχιστοποιεί τα σοβαρά πράγματα. Πάντα αισθάνομαι σαν περιηγητής μέσα της. Και στον χρόνο και στον χώρο. Την έχω δει να αλλάζει, να μεταμορφώνεται, να παραμένει η ίδια. Η πόλη επίσης κουράζει. Η υπερπροσφορά της δημιουργεί μια επαναλαμβανόμενη μονοτονία και τότε χρειάζεται να αποτραβηχτείς.
Λέει ο ήρωάς σας : «Η ελπίδα είναι ένας υποκινητής της επιθυμίας, ένας πολέμιος της αδράνειας, της απελπισίας, της απογοήτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το τελευταίο οχυρό. Για να κυβερνήσει τη διέλυσε» Εσείς συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Υπάρχει και πού η ελπίδα σήμερα;
Συμμερίζομαι το πρώτο σκέλος. Κοιτάξτε, ο ήρωας ζει την ιστορία του κολυμπώντας μέσα στη μεγάλη Ιστορία. Στο βιβλίο είναι εμφανείς οι αντιφάσεις του. Οι απογοητεύσεις του δεν είναι μεταφυσικές. Εδράζονται επί πραγματικών γεγονότων. Η φράση του είναι συγκεκριμένη: «Αν ήθελα να σωθώ όπως αποφάσισε εν τέλει να με σώσει ο ΣΥΡΙΖΑ είχα και καλύτερες λύσεις». Αυτό πιστεύει, αυτό λέει. Προσωπικά δεν συμμερίζομαι πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το τελευταίο οχυρό. Δεν είμαι τόσο απαισιόδοξος. Η έλλειψη εναλλακτικής λύσης δεν είναι μέρος της σκέψης μου. Ακόμα και όταν απαιτείται να γίνουν πολλά. Πολλά είναι, δεν είναι και ανυπέρβλητα. Σε όλους πάλι είναι γνωστό πως η Ιστορία δεν εξελίσσεται γραμμικά, προς μια κατεύθυνση. Υπάρχουν ασυνέχειες, απρόσμενες κατευθύνσεις, ακόμα και όταν μια τάση διαφαίνεται ως ισχυρή. Ζούμε βέβαια σε έναν αλλοπρόσαλλο κόσμο που όσο περνάει ο καιρός φαίνεται να σκοτεινιάζει. Ένα από τα παράγωγα της κρίσης ήταν να δημιουργήσει ενοχή. «Εσύ φταις, που ενώ ήξερες δεν μιλούσες, που βολεύτηκες μέσα σε ένα κοινωνικό και πελατειακό σύστημα», και πάει λέγοντας. Δεν είναι έτσι και δεν ήταν έτσι. Γιατί δεν είναι έτσι οι άνθρωποι. Υπήρξαν και υπάρχουν άνθρωποι, απανταχού της Γης, που αντιλαμβάνονται πολύ καλά την προσωπική ευθύνη και την προσωπική δέσμευση. Άνθρωποι που αντιλαμβάνονται την αξία της κοινωνικής συνοχής, τι σημαίνει επίσης κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιανομή. Η ελπίδα γεννιέται από την ίδια τη ζωή, που δεν ορίζεται μόνο με όρους επιβίωσης, όσο σημαντικό και να είναι αυτό. Ό,τι και να μας συμβαίνει, η ζωή πάλλεται. Οι άνθρωποι ερωτεύονται, τραγουδούν, κάνουν τέχνη, παίζουν ποδόσφαιρο, εξεγείρονται και επαναστατούν κάποια στιγμή απέναντι στις μονομέρειες και στα αδιέξοδα. Η ίδια η ζωή δηλαδή αντιστέκεται. Εκεί υπάρχει η ελπίδα.