Ο Θάνατος του συλλέκτη του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να αποτελεί και μια εισαγωγή/γνωριμία με το ελληνικό λαϊκό αστικό και το ρεμπέτικο τραγούδι του μεσοπολέμου. Η αγάπη του συγγραφέα γι’ αυτή τη μουσική και τα τραγούδια βρίσκεται άλλοτε στην «καρδιά» της υπόθεσης.
Ο ήρωας του βιβλίου, πρώην αστυνομικός και νυν ντετέκτιβ –όπου ευτυχώς αποφεύγονται τα συνήθη στερεότυπα– αναλαμβάνει να διαλευκάνει τον θάνατο ενός φίλου του που σε πρώτη ανάγνωση δεν μοιάζει με εγκληματική ενέργεια. Όμως είναι έτσι τα πράγματα;
Συναρπαστική και πρωτότυπη η ιστορία, με χιούμορ αλλά και πολλές αιχμές για την τρέχουσα επικαιρότητα, αναλύει σε βάθος τον κινητήριο μοχλό που μπορεί να γίνει η ζήλια και η ανάγκη για εκδίκηση.
Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί ακόμη μια απόδειξη της ακμάζουσας ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας, που δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από τους Σκανδιναβούς που επί της ουσίας έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται. Αντίθετα, οι Έλληνες συγγραφείς διατηρούν τη δική τους ταυτότητα και μας χαρίζουν ξεχωριστές ιστορίες που αξίζει να ανακαλύψουμε.

Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

Θα μπορούσατε να μας παρουσιάσετε τις γενικές γραμμές της ιστορίας;
Όπως γράφει και ο τίτλος, η κύρια ιστορία αφορά την έρευνα για τον αναπάντεχο θάνατο ενός συλλέκτη –ενός συλλέκτη σπάνιων δίσκων 78 στροφών– που υπήρξε φίλος του ήρωα ντετέκτιβ – πρώην αστυνομικού. Ταυτόχρονα, αναπτύσσεται και μια παράλληλη έρευνα για την εξαφάνιση μιας γυναίκας (Ουκρανής). Και τα δύο γεγονότα έχουν την ίδια χρονική αφετηρία, δηλαδή ξεκινούν την ίδια ημερομηνία. Ο ήρωας ασχολείται και με τις δύο υποθέσεις, τις οποίες «εξιχνιάζει» επίσης την ίδια μέρα. Στην πορεία των δύο αυτών ερευνών ο ντετέκτιβ θα συναντηθεί με κύρια και δευτερεύοντα πρόσωπα των δύο υποθέσεων, θα συνομιλήσει μαζί τους, θα ακούσει τις θεωρίες και τις εξηγήσεις τους, θα προσπαθήσει να καταλάβει. Το φόντο είναι η σύγχρονη Ελλάδα.

Ποιο δικό σας κομμάτι έχει ο ήρωάς σας;
Κυρίως έχει την οπτική μου πάνω στα πράγματα, αν και ο ήρωας δεν σχολιάζει αυτά που ακούει, ωστόσο αυτή ακριβώς η οπτική είναι ένα σχόλιο. Επίσης έχει και την άποψή μου πως οι άνθρωποι είναι όμηροι των παθών τους και των θεωριών που εφευρίσκουν για να δικαιολογούνται. Όλα είναι επιφάσεις και τίποτα δεν είναι αληθινό. Αυτή η ιδέα διατρέχει και το πρώτο μυθιστόρημά μου Το μνημόσυνο, που δε είναι αστυνομικό.

Γιατί διαλέξατε τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος; Πώς εξηγείτε μια γενικότερη τάση που υπάρχει προς το νουάρ;
Όπως γράφω από την αρχή του μυθιστορήματος, οι μόνες ιστορίες που αξίζουν σήμερα είναι αυτές που περιέχουν έρωτα και φόνο. Από την άλλη, η αστυνομική ίντριγκα για την λύση του μυστηρίου από μόνη της έχει μια γοητεία, όχι μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για τον συγγραφέα. Υπήρξα, και είμαι, φανατικός αναγνώστης της αστυνομικής λογοτεχνίας κάθε είδους. Επομένως ασκώ κάτι που μου άρεσε ανέκαθεν. Αλλά για μένα, κατά την ανάπτυξη της αστυνομικής ιστορίας, δεν θα πρέπει ο συγγραφέας να αποβλέπει και να αρκείται απλώς σε μια κατάληξη που θα είναι το αποτέλεσμα μονάχα λογικών σκέψεων κι επαγωγικών συμπερασμάτων πάνω στα πειστήρια και στα ίχνη. Αυτό, αν και σημαντικό, είναι δευτερεύον. Όσο με αφορά, η αστυνομική ιστορία είναι μόνο η πρόφαση για να περιγραφεί ο βυθός και η επιφάνεια των ανθρώπων και της ζωής τους. Υπό αυτήν την έννοια δεν έχει καν σημασία, τελικά, ποιος είναι ο δολοφόνος. Αυτό, μάλιστα, μπορεί να παραμένει και ως απορία στον αναγνώστη, όπως θέλω να πιστεύω ότι συμβαίνει και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Η τάση προς το νουάρ μάλλον οφείλεται στο γεγονός πως μοιάζει για κάτι εύκολο, ότι είναι μια συνταγή μυθιστορήματος που δεν θέλει πολλά – πολλά για να στηθεί, ούτε φιλοδοξεί λογοτεχνικές δάφνες.

Έντονη η παρουσία της πολιτικής και της επικαιρότητας στο μυθιστόρημά σας. Πώς βλέπετε τη «στρατευμένη» λογοτεχνία (με την ευρύτερη έννοια του όρου);
Η λογοτεχνία δεν μπορεί να είναι «στρατευμένη» με καμία έννοια γιατί αδικεί τον εαυτό της. Δεν μπορεί δηλαδή να καταντάει μπροσούρα ή εγχειρίδιο πολιτικής ανάλυσης. Ωστόσο, πολιτική και ιδεολογία παράγουν ακόμη και οι λέξεις που χρησιμοποιεί ένας συγγραφέας, οι εικόνες που περιγράφει, αυτά που επιλέγει να περιγράψει, ο τρόπος της περιγραφής. Αν αυτό μπορεί να εννοηθεί ως «στρατευμένη» λογοτεχνία, τότε δεν υπάρχει λογοτεχνία «αστράτευτη».

Μέσα από το βιβλίο περνούν οι γνώσεις και η αγάπη σας για μια μουσική που δεν ακούγεται και τόσο πια. Θέλατε να μοιραστείτε αυτή την αγάπη; Υπάρχει ανταπόκριση;
Πράγματι, αγαπώ αυτήν τη μουσική, και αναφέρομαι στο ελληνικό λαϊκό αστικό τραγούδι του μεσοπολέμου, το ρεμπέτικο –σμυρναίικο και πειραιώτικο– αλλά και το παραδοσιακό τραγούδι. Την θεωρώ γεγονός μοναδικό και ανεπανάληπτο που προοδευτικά εκφυλίστηκε λίγα μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωση, τότε που ,αφού αρχικά συρρικνώθηκε, απλώς εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Ίσως όμως αυτό να ήταν από τη μια μοιραίο λόγω της δραματικής αλλαγής στη ζωή της κοινωνίας μετά τον πόλεμο και από την άλλη απότοκο της Δυτικοποίησης των πάντων: μιας πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης που άρχισε να εμφανίζεται ήδη από τότε, πριν γίνει το δόγμα του σημερινού νεοφιλευθερισμού. Ωστόσο, με μεγάλη ικανοποίηση διαπιστώνω πως η μουσική αυτή έχει πολυπληθές ακροατήριο σήμερα, και τα νέα παιδιά (καλλιτέχνες) που παίζουν αυτά τα τραγούδια, πάνω απ’ όλα την αγαπούν, την σέβονται και είναι σπουδαίοι μουσικοί. Μέσω του καναλιού μου στο youtube (pankonstantopoulos) με χαρά διαπιστώνω, επίσης, πως αυτή η μουσική αρέσει και σε ανθρώπους από όλον τον κόσμο που την ακούν, ενθουσιάζονται και μου ζητούν πληροφορίες ακόμη και μετάφραση των στίχων.

Έντονη και η παρουσία του Χαλανδρίου στο βιβλίο σας. Είναι μόνο επειδή είναι ο τόπος κατοικίας σας;
Ναι, αυτό συμβαίνει. Επίσης, πιστεύω πως μπορείς να περιγράφεις πειστικά μόνο τους τόπους που γνωρίζεις. Από την άλλη είναι ένας τρόπος να δείχνεις την αγάπη σου στην πόλη που ζεις: μιλώντας γι’ αυτήν.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!