Σε λίγο καιρό συμπληρώνονται τρία χρόνια πολέμου στην Ουκρανία. Δεν είναι λίγο, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν πρόκειται για μια περιφερειακή σύγκρουση «χαμηλής έντασης», αλλά για έναν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης, όπου άμεσα ή έμμεσα εμπλέκεται το σύνολο του Δυτικού κόσμου εναντίον της Ρωσίας και των συμμάχων της. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα διεθνοποιημένο πόλεμο: παράλληλα με τα πεδία των μαχών, τον οικονομικό πόλεμο και τις πολύπλευρες υβριδικές αντιπαραθέσεις, εξελίσσεται ένα παρασκήνιο συγκρότησης μετώπων και συσπειρώσεων περισσότερο ή λιγότερο σταθερών σε τούτη τη φάση. Πρόκειται για συσπειρώσεις που υποδηλώνουν αναζητήσεις και προετοιμασίες για γενικευμένη σύγκρουση, άρα προοιωνίζονται ένα ακόμα πιο δύσμορφο τοπίο.

Πολλοί υποστηρίζουν ότι το 2025 θα είναι χρονιά διευθετήσεων και τερματισμού του πολέμου. Στηρίζουν τις εκτιμήσεις τους στο γεγονός ότι σε Ανατολή και Δύση πληθαίνουν οι δηλώσεις για την ανάγκη έναρξης διαπραγματεύσεων. Πιο απλοϊκό και εξόχως απατηλό είναι το σχήμα που υποστηρίζει ότι η ανάληψη της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Τραμπ και την ομάδα του θα φιλοτεχνήσει και το τέλος των συγκρούσεων. Αλλά η Αμερική του Τραμπ δεν θα καταστεί αιφνιδίως πιο ειρηνική – το αντίθετο. Το μαρτυρά η Μέση Ανατολή και η Γάζα, το βεβαιώνουν οι απειλές για «ανάκτηση» του ελέγχου της διώρυγας του Παναμά, το υπενθυμίζει και η «διεκδίκηση» της Γροιλανδίας.

Διχασμός σε ΗΠΑ και Ε.Ε.

Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη διαπερνιούνται από ένα βαθύτατο διχασμό, μια ενδόρρηξη, οριζόντια και κάθετα. Οριζόντια με την έννοια ότι ο διχασμός αυτός διαπερνά τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα των διαφορετικών χωρών που απαρτίζουν τη λεγόμενη Δυτική συμμαχία, αλλά και κάθετα, μεταξύ των δυναμικών κέντρων εξουσίας σε κάθε χωριστή χώρα. Η διαχείριση Μπάιντεν και των κύκλων που στηρίζουν αυτήν την πολιτική επιθυμούν τη συνέχιση του σημερινού μοτίβου: διαρκής οικονομική και στρατιωτική στήριξη του Κιέβου για τη διαιώνιση ενός πολέμου με στόχο την αποδυνάμωση της Ρωσίας. Και ταυτόχρονα επιδιώκουν την πλήρη εξάρτηση της Ε.Ε. από τις ΗΠΑ, και την υπαγωγή της στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς μιας Βόρειας Αμερικής που επιχειρεί να ανακτήσει την παγκόσμια ηγεμονία της.

Το «να κάνουμε την Αμερική πάλι μεγάλη» του Τραμπ σηματοδοτεί μια ιδιαίτερη και μεταβατική στιγμή στις ΗΠΑ, που συσπειρώνει δυνάμεις οι οποίες αποζητούν μια αλλαγή στις μεθόδους διαχείρισης, της ίδιας όμως επιλογής: δηλαδή της επανάκαμψης των ΗΠΑ στην παγκόσμια ηγεμονία. Στους σχεδιασμούς τους προβλέπεται η επαναφορά των προστατευτισμών, μέσω δασμών σε Κίνα, Ε.Ε., ακόμη και Καναδά, για την αναζωογόνηση της οικονομίας των ΗΠΑ, και ο περιορισμός των στρατιωτικών δαπανών (με φόρτωμα στην Ευρώπη του κόστους του πολέμου στην Ουκρανία, και επιτάχυνση της πολεμικής οικονομίας). Η Ευρώπη επιλέγεται από όλες τις πτέρυγες της Ουάσιγκτον ως η περιοχή που θα πληρώσει τον αγώνα δρόμου ανάκαμψης των ΗΠΑ – ανεξάρτητα από το εάν ως κύρια απειλή και στρατηγικός αντίπαλος αξιολογείται η Ρωσία ή η Κίνα.

Έτσι, μεγάλος χαμένος της τρέχουσας σύγκρουσης αναδεικνύεται σαφώς η Ε.Ε. Η εμπλοκή της στον πόλεμο και οι πολιτικές κλιμάκωσης και συνέχισής του χωρίς ορατό τέλος στοιχίζουν ήδη πολύ ακριβά. Το μαρτυρά η πολύπλευρη οικονομική, κοινωνική και εσχάτως πολιτική κρίση που ταλανίζει και διαπερνά σε διάφορους βαθμούς τα κράτη μέλη της. Ο άλλοτε πανίσχυρος γερμανο-γαλλικός άξονας σήμερα μετατρέπεται σε απροσδιόριστου βάθους πληγή για το σύνολο της Ε.Ε. Η οικονομική ύφεση και η εκτόξευση του χρέους της Γαλλίας, η στασιμότητα-αποβιομηχάνιση της Γερμανίας, και η συνακόλουθη πολιτική κρίση και στους δύο πρώην πυλώνες της Ε.Ε., επηρεάζουν και απλώνονται σε όλη την Ήπειρο, δυναμώνοντας φωνές τύπου Όρμπαν και Φίτσο, ή οδηγώντας σε αυτοεξευτελισμούς όπως το θεσμικό πραξικόπημα στη Ρουμανία. Από αυτό τον δυσμενή κύκλο δύσκολα θα ξεφύγει η Ε.Ε. υπό τις σημερινές ηγεσίες της. Η ανάληψη της διακυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Τραμπ ίσως αξιοποιηθεί ως υπόδειγμα, δυσχεραίνοντας περισσότερο το άμεσο μέλλον της «Γηραιάς Ηπείρου».

Διαπραγματεύσεις με απροσδιόριστους στόχους

Τρία χρόνια πολέμου είναι όμως πολλά και για τη Ρωσία. Οι πρόσφατες επιτυχίες της και η «ήπια προέλαση» της στα Ανατολικά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την αιματοχυσία. Το καθεστώς Πούτιν το αντιλαμβάνεται, οπότε δηλώνει ετοιμότητα για διαπραγματεύσεις. Διαπραγματεύσεις όμως σημαίνει αποσαφήνιση των όρων περί του τι συνιστά επιτυχία για τη Ρωσία. Η Μόσχα δίκαια απορρίπτει μια προσωρινή εκεχειρία, ενθυμούμενη τις εξαρχής υπονομευμένες συμφωνίες του Μινσκ. Απορρίπτει ακόμα την πρόταση Τραμπ για μετάθεση κατά 20 χρόνια της προοπτικής ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Θα επιθυμούσε, πέρα από τη διατήρηση των κατακτήσεών της στα μέτωπα, αλλαγή καθεστώτος στο Κίεβο, μετατροπή της Ουκρανίας σε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη χωρίς ΝΑΤΟϊκούς πυραύλους κ.λπ. Θα επιθυμούσε ακόμα πλήρη σεβασμό των ανησυχιών της για την ασφάλεια μέσω της συμμετοχής της σε μια κοινή πολιτική που θα περιλαμβάνει το σύνολο της Ευρώπης.

Οι επιθυμίες αυτές όμως δεν ταιριάζουν στις επιδιώξεις κανενός άλλου από όσους εμπλέκονται στο πόλεμο. Και είναι γνωστό ότι οι επιθυμίες που δεν μπορούν να επιβληθούν παραμένουν χωρίς αντίκρισμα. Γεγονός που, θέλοντας και μη, σημαίνει παράταση του δράματος του πολέμου. Άγνωστο μέχρι πού…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!