Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’, Μέρος Δ’, Μέρος Ε’

Μεταπολεμικά, μια άλλη σοβαρή αλλαγή που έγινε στο ελληνικό τραγούδι αφορούσε τα μουσικά όργανα. Το δημοτικό τραγούδι παιζόταν ανέκαθεν με τα ακουστικά όργανα που είχαν οι τοπικοί μουσικοί. Ζουρνάδες, νταούλια, λαούτα, ασκοί, λύρες, φλογέρες, ντέφια, σαντούρια και άλλα όργανα, μερικά με μεγαλύτερη γεωγραφική εμβέλεια και άλλα πιο τοπικά, όπως τα πνευστά στη Μακεδονία, τα κουτάλια στην Καππαδοκία ή το κανονάκι στην ευρύτερη Ανατολή. Μέχρι τότε, η μεγαλύτερη καινοτομία στα όργανα με τα οποία παίζεται το δημοτικό τραγούδι ίσως ήταν η εισδοχή και ενσωμάτωση του βιολιού και του κλαρίνου που όχι μόνο «εξελληνίστηκαν» από τους μουσικούς, αλλά έγιναν πρωταγωνιστικά όργανα σε πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, από το σμυρνέικο ως το ηπειρώτικο, με καταλυτική την εισπήδησή τους και στο τραγούδι των πόλεων, λαϊκό και έντεχνο λαϊκό. Σε πολλές περιπτώσεις το βιολί και το κλαρίνο δεν εισχώρησαν απλώς, αλλά αντικατέστησαν και ορισμένα παραδοσιακά όργανα όπως ο ζουρνάς.

Επίσης, εξελικτικά, πολύ σημαντική ήταν η ενίσχυση του ρόλου της κιθάρας, του πιάνου και του ακορντεόν στο λαϊκό τραγούδι, των τυμπάνων επίσης, καθώς και η μετατροπή του τρίχορδου μπουζουκιού σε τετράχορδο που δεν επηρέασε τόσο τον ήχο της λαϊκής μουσικής όσο την αντίληψη για τη γενικότερη μεταρρύθμισή της.

Όμως, καμία απ’ αυτές τις εισαγωγές και εντάξεις δεν επέφερε τόσο δραστικές αλλαγές στον ήχο της λαϊκής μουσικής, των πόλεων και της υπαίθρου, όσο τα όργανα που προκύψανε από τις νέες τεχνολογίες και από τις νέες μόδες και τάσεις που εξελίσσονταν στη βιομηχανικά πλέον οργανωμένη μουσική παραγωγή της Δύσης και κυρίως της Αμερικής. Τα ηλεκτρικά μπάσα, οι ηλεκτρικές κιθάρες, αλλά και τα παντός είδους synthesizer, τα σύνθι που λέγαμε, ήταν ακαταμάχητα.

Εκσυγχρονισμός

Η έντονη τάση για εκσυγχρονισμό, για ήχο που ανταποκρίνεται στις δυνατότητες και τις αντιλήψεις κάθε εποχής, δεν εμπεριέχει μόνο την επιθυμία για μετεξέλιξη που έχει ο καλός τεχνίτης. Εμπεριέχει και την ζωτική ανάγκη να μην μένει ο μουσικός πίσω ως απλός παρατηρητής των σύγχρονων ρευμάτων και να μην περιθωριοποιείται καθώς άλλοι πιο ενήμεροι τον παραγκωνίζουν από τη θέση του. Αυτή είναι μια από τις πιο δύσκολες μάχες στο επίπεδο της συνείδησης, της γνώσης και της επιβίωσης που δίνει συνεχώς μέσα του ο κάθε ενεργός καλλιτέχνης. Έχοντας από τη μια την ανάγκη να υπερασπιστεί το έργο, την παράδοση, το είδος και τις γνώσεις του, ακόμα και τον τρόπο σκέψης και ζωής του που συνδέεται με ορισμένες απόψεις για την τέχνη του και με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δρα. Και έχοντας απ’ την άλλη την ανάγκη να παρακολουθεί τα βήματα που γίνονται μέσα στην κοινωνία και μέσα στο επάγγελμά του για να μην μείνει στάσιμος και ξεπεραστεί, αλλά και για να μην στερήσει από τον εαυτό του την απόλαυση της ανανέωσης που είναι ζωογόνος για κάθε οργανισμό.

Στη μουσική αυτή η εσωτερική πάλη, ανάμεσα στο καθιερωμένο και το καινούργιο, είναι διαρκής, άλλοτε σε ύφεση όταν οι καταστάσεις είναι σταθερές και οι εξελίξεις πιο αργόσυρτες κι άλλοτε σε έξαρση όταν όλα γύρω αλλάζουν με ραγδαίο ρυθμό.

Αξίζει να σκεφτεί κανείς ότι η αντιπαράθεση για το μπουζούκι, αν θα είναι τρίχορδο ή τετράχορδο, συνεχίζεται ακόμα κι όχι μόνο ανάμεσα σε παλιούς οργανοπαίχτες, αλλά και σε νεότερους μουσικούς που υποστηρίζονται και ενθαρρύνονται από ψαγμένους μουσικόφιλους που επιμένουν στο κλασικό.

Με αυτά τα δεδομένα, μπορεί να αντιληφτεί κανείς πόσο έντονες ήταν οι διχογνωμίες και πόσο δραματικές οι συνέπειες από την επιθετική εισβολή του ηλεκτρισμού στη λαϊκή μουσική, με τα μικρόφωνα, τα ηλεκτρικά όργανα, αλλά και την ηλεκτροποίηση ή τον εξηλεκτρισμό των κλασικών ακουστικών οργάνων! Κιθάρες, βιολιά, κλαρίνα, μπουζούκια και ακορντεόν καλωδιώθηκαν και συνδέθηκαν με ενισχυτές και κονσόλες, αφού σε όλα προσαρτήθηκαν κάψες, βεντούζες και μαγνήτες!

Μπροστά στο μικρόφωνο… (φωτό Νίκος Κομοντάκης, Αρχείο «ντέφι»)

Οι κλασικοί

Πόσο μπορούσε να αντέξει μεταπολεμικά μια κλασική ρεμπέτικη κομπανία σαν την περίφημη «τετράδα» του Πειραιά που έπαιζε σε μικρά στέκια, τεκέδες, καφενεία και ταβέρνες με μπουζούκια, μπαγλαμάδες και κιθάρες, δηλαδή με ακουστικά όργανα χωρίς μαγνήτες, ενισχυτές και μεγάφωνα, όταν τα κέντρα διασκέδασης μεγάλωναν σε χωρητικότητα και τοποθετούσαν μικροφωνικές εγκαταστάσεις για να ακούγεται η μουσική δυνατά και καθαρά πάνω από τις φωνές των θαμώνων μέχρι το τελευταίο τραπέζι της σάλας ή του κήπου που έστρωναν τις καρέκλες και τα τραπέζια τους το καλοκαίρι;

Κάποιοι αποφάσισαν να μείνουν στον κόσμο τους και όσο πάει. Στον παλιό και γνώριμο κόσμο που ταίριαζε στα χνώτα τους. Οι περισσότεροι, όμως, που είχαν τη βούληση να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα ή ένιωθαν πώς κάθε άρνηση ήταν μάταια, έχοντας τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις νέες επιταγές ή ευκαιρίες, ανέβηκαν στα καινούργια πάλκα με τα μικρόφωνα στα οποία λίγο αργότερα προστέθηκαν και οι ενισχυτές των οργάνων.

Στο λαϊκό τραγούδι, αυτό το πέρασμα στην ηλεκτρική εποχή που συνοδεύτηκε από το «άνοιγμα» των κέντρων διασκέδασης σε ένα πιο κοντά στο «μέσο όρο» κοινό, είχε πολύ ενδιαφέρουσα επίπτωση. Να σημειωθεί ότι έτσι και αλλιώς οι σημαντικές αλλαγές από το προπολεμικό στο μεταπολεμικό ύφος και είδος του τραγουδιού καθώς και στον τρόπο διασκέδασης ήταν ήδη σε εξέλιξη πριν από τον εξηλεκτρισμό, ο οποίος επιτάχυνε τις περαιτέρω αλλαγές.

Από το κερί στη λάμπα

Από ένα σημείο και μετά, στη δεκαετία του 1950, η επιστροφή στις λάμπες πετρελαίου είχε κλείσει οριστικά με εξαίρεση, βέβαια, μεγάλα τμήματα της επαρχίας στα οποία ο ηλεκτρισμός θα καθυστερούσε για αρκετά ακόμα χρόνια. Κι αυτή η διαφορά φαινόταν ανάμεσα στα πανηγύρια που γίνονταν σε περιοχές που δεν είχαν φτάσει οι γραμμές του ηλεκτρικού ρεύματος, ούτε καν οι γεννήτριες και στα πανηγύρια που γίνονταν σε περιοχές που είχε φτάσει το ηλεκτρικό δίκτυο και κάποια μικρόφωνα είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους προτού εμφανιστούν στα συγκροτήματα οι ηλεκτρικές κιθάρες και τα αρμόνια, και πολύ πριν όλα τα όργανα της δημοτικής ορχήστρας συνδεθούν με τις κονσόλες.

Εννοείται ότι ακόμα και μετά τον πλήρη εξηλεκτρισμό του πάλκου, σε πολλά χωριά, μικρά σε πληθυσμό ως επί το πλείστον, και μάλλον ορεινά και απόμερα, συνεχίστηκαν οι γιορτές και τα πανηγύρια με όργανα ακουστικά, χωρίς ενισχυτές και μικρόφωνα, αλλά αυτά ήταν η εξαίρεση. Όπως εξαίρεση παραμένει το παίξιμο ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών σε στέκια μουσικής και μεζεδοπωλεία με μουσικούς, καταστηματάρχες και πελάτες που προτιμούν τον άμεσο -χωρίς την αρμονική παραμόρφωση των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών μηχανημάτων- ήχο που βγαίνει από απείραχτα μπουζούκια, μπαγλαμάδες και κιθάρες, ακόμα κι αν οι τραγουδιστές πολλές φορές ξελαρυγγιάζονται και οι μουσικοί ματώνουν τα δάχτυλά τους για να φτάσουν οι ήχοι στ’ αυτιά των ομιλούντων ακροατών τους.

Όπως και να έχει, ο ηλεκτρισμός μπήκε στη λαϊκή μουσική για τα καλά. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν γύρω όλα εξηλεκτρίζονταν, από τα γραμμόφωνα που γίνονταν ηλεκτρόφωνα, από το κερί στη δισκογραφία που γινόταν βινύλιο και από τα κέντρα διασκέδασης που είχαν προ πολλού αντικαταστήσει τις λάμπες πετρελαίου με τις λάμπες που είχε ανακαλύψει ο Έντισον. Το φανάρι του Διογένη δεν ήταν πια επίκαιρο.

Η Φαρφίσα

Στο λαϊκό τραγούδι, η ορχήστρα είχε μεγαλώσει πολύ σε σχέση με την προπολεμική λαϊκή κομπανία που έπαιζε ρεμπέτικα. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, το πιο μεγάλο συγκρότημα είχε σχεδόν απ’ όλα, μπουζούκια, μπαγλαμά, κιθάρα, πιάνο, κλαρίνο, βιολί και ακορντεόν. Και μικροφωνική, βέβαια. Μάλιστα, κάποιοι καλλιτέχνες είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες για να τραγουδούν όρθιοι, όπως ο Χιώτης, η Μαίρη Λίντα, η Καίτη Γκρέυ, ο Πάνος Γαβαλάς με τη Ρία Κούρτη και άλλοι, με μικρόφωνο στο χέρι ή τοποθετημένο στην όρθια βάση του. Κάποιοι πρόσθεσαν και το όρθιο μπάσο στις ορχήστρες. Αλλά αυτό που έκανε τον πιο δυνατό ήχο και είχε τον πιο εκ πρώτης ακοής αταίριαστο ήχο στην κλασική λαϊκή ορχήστρα, το πιο ηλεκτρικό απ’ όλα, ήταν η Farfisa, αρμόνιο την μάθαμε, που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο στη δεκαετία του 1960 και μπήκε στα λαϊκά συγκροτήματα που έπαιζαν στα πάλκα των κέντρων διασκέδασης, αλλά υιοθετήθηκε και από τα δημοτικά συγκροτήματα που έπαιζαν στα πανηγύρια. Οι λαϊκοί και δημοτικοί μουσικοί γίνανε ξεφτέρια στα πλήκτρα της παίζοντας με άνεση και φαντασία τα πάντα! Θα έλεγα δε ότι αυτός ήταν ίσως ο πιο κραυγαλέος εξηλεκτρισμός της λαϊκής ορχήστρας στην πορεία του συνολικού εξηλεκτρισμού της. Με μετρ του είδους τον μουσικοσυνθέτη Βασίλη Βασιλειάδη, τον «Β.Β.», να συμβαδίζει χρονικά με τον Ray Μanzarek των Doors στη χρήση του ηλεκτρικού οργάνου! Τον θυμάμαι, επιβλητικό με τη Φαρφίσα πάνω σε ένα πολύ ψηλό βάθρο, στη μέση του πάλκου, στον κόμβο της Κηφισιάς με την Εθνική Οδό! Γεγονός που δείχνει ότι πολλές καινοτομίες τις έκαναν μόνοι τους οι μουσικοί του λαϊκού τραγουδιού και δεν περίμεναν τους σπουδαγμένους συνθέτες του έντεχνου που έμπαιναν δυναμικά στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, να τις λανσάρουν. Αλλά κι αυτή είναι μια άλλη παράμετρος, που θέλει περισσότερο ψάξιμο.

Όλοι στο ρεύμα

Πάντως, στην εξέλιξη των πραγμάτων, η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη. Αρκετοί συνθέτες και ενορχηστρωτές του ελαφρού τραγουδιού, που είχαν το μικρότερο πρόβλημα προσαρμογής γιατί η μουσική τους ήταν ανέκαθεν δυτικότροπη, χρησιμοποίησαν με φειδώ τις δυνατότητες που πρόσφερε ο ηλεκτρισμός. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικό ότι, στη φάση του ραγδαίου εξηλεκτρισμού στη μουσική, στη δεκαετία του 1960, οι συνθέτες και τροβαδούροι που δημιούργησαν το «νέο κύμα» στηρίχτηκαν -τουλάχιστον στην αρχή του- στα ακουστικά όργανα, κυρίως κιθάρα και πιάνο, χωρίς καν μικρόφωνα στις μικρές μπουάτ! Σε αντίθεση με άλλους δημιουργούς που ήθελαν να κάνουν πιο «τζαζ» τη μουσική τους, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση και στα ντραμς (που κι αυτά δέχτηκαν μικρόφωνα παρ’ όλη την έντασή τους) τα οποία, μάλιστα, πολλοί τα ονόμαζαν «τζαζ». Αλλά και άλλους μαέστρους που χρειάζονταν πιο πολλά μικρόφωνα καθώς διεύθυναν πολυμελείς ορχήστρες εμπλουτισμένες με πολλά πνευστά και βιολιά. Και, βέβαια, στο άλλο άκρο των πρώτων μπουάτ, στα χορευτικά κλαμπ και στα κυριακάτικα πρωινά, δεν υπήρχε κανένα όργανο σε ποπ συγκρότημα που να μην είναι ηλεκτρικό ή να μην περνάει ο ήχος του μέσα από μια μικροφωνική στη διαδρομή του για τα αυτιά των νεαρών θαμώνων.

Συμπερασματικά, αναπόφευκτο ήταν ότι αργά ή γρήγορα, εκούσια ή ακούσια, σε κάποιο βαθμό, όλοι θα έμπαιναν στην… πρίζα, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες, θετικές ή αρνητικές, στη μουσική που αυτοί έπαιζαν κι εμείς ακούγαμε.

Σσυνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!