Του Μάρκου Δεληγιάννη. Η μνήμη δεν ήθελε παρακάλια πολλά, να βγει και πάλι στους δρόμους.

Ήταν αρκετό εκείνο το λακωνικό μαντάτο που εξέπεμψαν τα τηλεοπτικά κανάλια: Μια λαστιχένια βάρκα ορμώμενη από τις τουρκικές ακτές μπατάρισε έξω απ’ τη Μυτιλήνη. Πήρε μαζί της καμιά εικοσιπενταριά νοματαίους. Ανάμεσά τους έξι-εφτά παιδιά. Ήταν «λαθρομετανάστες». Υπομονή, σε λίγο το μετάλλινο τείχος, θάναι έτοιμο. Κάποιος εργολάβος, ονομαστός, το φροντίζει.
Η σκέψη φτερούγισε σ’ εκείνη τη νύχτα την απέραντη. Ήταν τότε που οι ύαινες του φασισμού μάς είχαν κυκλώσει. Η φρίκη του πολέμου ξεμονάχιαζε τη ζωή. Οι κατακτητές, παρέα με τους ευπειθείς ιθαγενείς, μαστόρευαν το φέρετρο για την ταφή του ήλιου, της ζωής μας. Μα η καρδιά των λαών χτυπάει πιο δυνατά απ’ του δυνάστη τη σφύρα. Η καρδιά των λαών συγχρονίζεται με της γης τον παλμό κι η καρδιά του ανθρώπου μεγαλώνει, προσεγγίζει του κόσμου την άκρη.
Τότε κάποιοι βρήκαν ξανά τη χαμένη λέξη θάρρος, τη γλυκιά λέξη εμπιστοσύνη και κίνησαν ν’ ανταμώσουν την απολεσθείσα λέξη, ελευθερία. Είχανε γι’ άρματα μονάχα τ’ ανοιχτά μπράτσα τους, έτοιμα ν’ αγκαλιάσουν τη ζωή. Πόσοι πατριώτες με βάρκες, καρυδότσουφλα, τη νύχτα της ναζιστικής κατοχής, διαπλεύσανε την αφιλόξενη θάλασσα του Αιγαίου, να ποδίσουν στις σωτήριες τουρκικές ακτές; Και πόσοι χάθηκαν κάτω απ’ το κύμα το βουβό ή απ’ τις σφαίρες των κατακτητών; Πόσοι άλλοι, αφού πλήρωσαν αδρά τη μεταφορά, συνελήφθησαν απ’ τις κατοχικές Αρχές, πριν προλάβουν καν να ξεκινήσουν; Οι ίδιοι οι μεταφορείς κάρφωναν την επιχείρηση στους Γερμανούς! Ήταν αυτοί που αργότερα αποτέλεσαν το υλικό για το χτίσιμο της νεοελληνικής εθνικόφρονης κοινωνίας.
Άκουσα, ξανά, απ’ τ’ αδιάφορα χείλη του τηλεπαρουσιαστή το μακάβριο νέο. Φτωχέ λαθρομετανάστη, έτσι σε βάφτισαν τα βαρβαρικά χείλη. Ούτε ένα δάκρυ δεν θα κυλήσει για το χαμό σου! Ούτε μια λέξη παρηγοριάς δεν θα συνοδέψει το ταξίδι σου! Ποιος θα σε θυμάται, άραγε; Μόνο η μάνα που σε γέννα. Άλλωστε, εσύ ήσουν ανώνυμος. Ώς και τ’ όνομα, σου είχαν κλέψει! Σε ξερίζωσαν απ’ τον τόπο σου οι αφεντάδες του κόσμου. Κανένα προξενείο δεν θα υψώσει μεσίστια σημαία για τον άδικο πνιγμό σου. Κανείς δεν θα σε μνημονεύσει. Κι όμως κι εσύ, όπως όλοι, βρεθήκαμε στη γη με τον ίδιο προαιώνιο τρόπο της φύσης. Ένας άντρας αγκάλιασε μια γυναίκα, μπήκε μέσα της. Τα κορμιά τους λούσθηκαν στον ιδρώτα. Κόλλησαν το ένα πάνω στο άλλο. Ο αμοιβαίος οργασμός κλείδωσε μέσα τους την αγάπη, κι ύστερα, η γυναίκα, όταν ήλθε η στιγμή, όπως όλες του κόσμου οι γυναίκες, μ’ ένα λυγμό, με μια κραυγή, σ’ έφερε στον κόσμο. Κλαίγατε κι οι δυο: Εσύ από έκπληξη, η μάνα από ανακούφιση.
Μα η ζοφερή πλεκτάνη της νύχτας που φέρνει την κάθε στιγμή νέες μορφές απειλής και πολιορκίας, σέρνοντας μαζί της πρόθυμους βαστάζους, αποφάσισε πως εσύ κακώς υπάρχεις. Ήσουν αδύνατος, καχεκτικός, σκοτεινό το πρόσωπό σου. Μόνο τα μάτια σου, κάρβουνα αναμμένα, έκπληκτα, ατενίζανε τον ανελέητο ουρανό. Και τα χείλη σου άρθρωναν ένα πελώριο γιατί.
Αλήθεια! Γιατί εκλαμπρότατοι άρχοντες; Με ποια κριτήρια αποτιμάτε τη ζωή; Πώς τολμάτε, εσείς, ν’ αποφασίζετε για την ύπαρξη μιας ανθρώπινης οντότητας; Σας ενοχλεί το χρώμα, η καταγωγή των ξεριζωμένων αυτών ανθρώπων, των κυνηγημένων απ’ τη φρίκη του πολέμου; Του πολέμου, που και εσείς συμμετέχετε! Είσθε και εσείς συνένοχοι του ξεριζωμού και του χαμού αυτών των ανθρώπων! Αλήθεια, εξοχότατοι, τίποτα δεν σκιάζει τη ψυχή σας; Σε λίγο Χριστούγεννα έρχονται στον κόσμο της χριστιανοσύνης.
Η φοβερή δυσωδία της θριαμβεύουσας διαφθοράς δεν σας ενοχλεί; Παίρνετε, αδιάκοπα μέτρα εξόντωσης ανθρωπίνων πλασμάτων, ασυνείδητοι, ήσυχοι, κι ευτυχείς, χωρίς κάποια ταραχή, έστω και για λίγο, να σας δονήσει; Ο θάνατος φτερουγίζει, σημαδιακά, δίπλα μας και εσείς, καμώνεστε πως τον αγνοείτε. Σε λίγο θα εκφωνήσετε διαγγέλματα προς τους ιθαγενείς για τα έρμα τα Χριστούγεννα. Λέξεις νεκρές! Αλήθεια, γιατί εσείς, πρέπει θέση να έχετε κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό; Γιατί πρέπει ο ήλιος να χαρίζει και σε σας την φωτοδότρα δύναμή του; Γιατί ο αέρας πρέπει να σπαταλά τις ριπές του τροφοδοτώντας τα δικά σας πνευμόνια; Όχι! Εσείς μόνο τη νύχτα υπηρετείτε!
Κι εσείς, μεγάλοι άρχοντες της συνεπούς Αριστεράς, που ξέρετε να κύπτετε τον αυχένα σας, όταν η ομοιογένεια της τρόικας το απαιτεί, νομίσατε, ω, ευαίσθητες ψυχές, ότι η υπογραφή η δική σας δεν φιγουράρει κάτω απ’ τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου τόσων και τόσων συνανθρώπων μας;
Χριστούγεννα, φίλοι μου, κι εμείς ακολουθούμε τον δρόμο ενάντια στη βία. Εφόδιά μας, κάποιων λουλουδιών τ’ όνομα κι οι λέξεις αδελφός και σύντροφος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!