Το πένθος ενός δυνατού έρωτα, μέσα από τη μνήμη που κρύβεται στη γεύση, βρίσκεται στο επίκεντρο της συγκινητικής ταινίας Κρυφή Συνταγή, του 37χρονου Ισραηλινού Οφίρ Ραούλ Γκράιτσερ που διαμένει στο Βερολίνο.

Ένα απρόσμενο δυστύχημα θα στερήσει τον Ισραηλινό Όρεν (Ρόι Μίλερ) από την αγκαλιά της απαρηγόρητης συζύγου του Ανάτ (Σάρα Άντλερ), που ζει με τον ανήλικο γιο τους στην Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Γερμανό ταλαντούχο ζαχαροπλάστη Τόμας (Τιμ Καλκχόφ), με τον οποίο διατηρούσε κρυφό δεσμό επί ένα χρόνο στο Βερολίνο, όπου πηγαινοερχόταν για επαγγελματικούς λόγους.

***

Προσπαθώντας να διαχειριστεί την αβάσταχτη απώλεια, ο Τόμας αναζητά τα ίχνη τού Όρεν στην Ιερουσαλήμ. Προσεγγίζει την χήρα του και καταφέρνει να πιάσει δουλειά στο καφενείο της, όπου με την πρώτη ευκαιρία φτιάχνει τα μπισκότα που λάτρευε ο σύζυγός της και εραστής του, τα οποία γίνονται ανάρπαστα. Η παρουσία όμως ενός Γερμανού ζαχαροπλάστη σε εβραϊκό παραδοσιακό καφενείο αποτελεί σκάνδαλο. Το πιστοποιητικό «Κοσέρ» –πιστή τήρηση των διατροφικών εβραϊκών θρησκευτικών κανόνων– στην πρόσοψη του καφενείου της Ανάτ αποσύρεται πάραυτα, τονίζοντας την αδιέξοδη προσκόλληση της εβραϊκής θρησκείας σε οπισθοδρομικούς κανόνες παρασκευής τροφίμων, ενώ καθόλου τυχαία, το βερολινέζικο καφενείο του Τόμας, όπου παρασκευάζει και πουλάει τα παραδοσιακά γερμανικά γλυκά του, ονομάζεται Κρέντενς (πίστη), σε μια ταινία που πραγματεύεται την πίστη στον έρωτα, πέρα από κάθε ταμπού.

Μέσα από τις νοσταλγικές αναμνήσεις του Τόμας ξετυλίγονται σε μη γραμμική αφήγηση ανάκατα στιγμιότυπα της βραχύβιας συμβίωσής του με τον Όρεν, ενώ εικόνες οικειότητας στο σερβίρισμα του πρωινού μαρτυρούν τον τρυφερό δεσμό τους. Η ερωτική έξαψη των παράνομων εραστών φουντώνει με τις περιγραφές των ερωτικών συνευρέσεων του Όρεν με την σύζυγό του, στη σφαίρα ενός «φυσιολογικού» συζυγικού βίου, σε αντιδιαστολή με το φαντασιακό στοιχείο κοινής συμβίωσης ενός ομόφυλου ζευγαριού, στο στρατοκρατικό και θεοκρατικό Ισραήλ, με τη διάπραξη διπλού αμαρτήματος, μοιχεία και ομοφυλοφιλία, εκτός από τη διαφορετικότητα γλώσσας, γεύσεων και θρησκείας, που βαρύνονται και από το αποτρόπαιο ιστορικό παρελθόν.

Ο ερωτικός φετιχισμός της γλυκιάς γεύσης στην ταινία αποχτά υπαρξιακή βαρύτητα. Ο Γκράιτσερ ξεδιπλώνει μια ιστορία πένθους πλάι στην αφήγηση ενός μεγάλου έρωτα, μέσα από το αρχετυπικό δίπολο Έρως-Θάνατος, τολμώντας να απλώσει πολιτισμικές γέφυρες ανάμεσα σε Γερμανούς και Εβραίους, διερευνώντας μέσα από την ηδονή της γεύσης μνήμη, έρωτα, θάνατο και νοσταλγία για την μητέρα όσο και για την πατρίδα, που ταυτίζονται μέσα από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας.

Οι γευστικές ανταλλαγές και τα αμφίδρομα σχήματα παραπέμπουν και στα πήγαινε-έλα μεταξύ Αμβούργου-Κωνσταντινούπολης, στην ταινία Η άκρη του ουρανού (2007), του τούρκικης καταγωγής Γερμανού Φατίχ Ακίν, για τον έρωτα μιας Γερμανίδας για μια Κούρδη μαχήτρια, που εξελίσσεται σε διαφορετικούς χρόνους.

Το εύθραυστο υπόβαθρο των χαρακτήρων του Τόμας και της Ανάτ διαμορφώνεται από την απώλεια του Όρεν. Στο επίκεντρο ωστόσο, τοποθετούνται οι αντιθετικές ιδιοσυγκρασίες των δύο αντρών, του εσωστρεφή και στερημένου από μητρική αγάπη Γερμανού και του γεμάτου αυτοπεποίθηση Εβραίου, κανακεμένου και από μητέρα και από σύζυγο, δίνοντας αφορμή να αναδυθούν θέματα-ταμπού, σε μια ταινία που χρησιμοποιεί τις αισθήσεις για να εγείρει συναισθήματα.

Ο γυναικείος χαρακτήρας της χήρας Ανάτ λειτουργεί καταλυτικά, ανασυνθέτοντας στοιχεία που αποκαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, η ίδια ωστόσο, εξίσου καταπιεσμένη και μοναχική με τον Τόμας, παραμένει σε δεύτερο επίπεδο, ως ένα από τα δυο πρόσωπα που αγάπησαν τον ίδιο άντρα σε ένα ερήμην ερωτικό τρίγωνο που προέκυψε αναδρομικά, κατά το πένθος του έρωτα.

***

Σχεδόν δίχως λόγια, η ταινία αναπτύσσεται μέσα από τα συναισθήματα και τις αναμνήσεις που προκαλούν οι γεύσεις. Σιωπές και βλέμματα μεταφέρουν μια καταπιεσμένη ερωτική έλξη, ενώ κοντινά πλάνα στον τρόπο παρασκευής της ζύμης και εικόνες με λαχταριστά φρεσκοφτιαγμένα γλυκά αποκτούν μεταφορική διάσταση της ερωτικής επιθυμίας. Τελετουργικό οπτικό μοτίβο η εικόνα του Τόμας που ζυμώνει, μεταφέροντας τη βαθύτερη, σε βαθμό εθισμού, σχέση του με την παρασκευή των γλυκών του, ενώ η λαχτάρα του Όρεν για γλυκά από τα χέρια του Τόμας υποδηλώνει έμμεσα την ανομολόγητη ερωτική επιθυμία του.

Ο λιγομίλητος Τόμας «μιλάει» μέσα από το πλάσιμο της ζύμης, όπως η δίχως λαλιά πρωταγωνίστρια, στα Μαθήματα Πιάνου (1993 / Τζέιν Κάμπιον), εκφράζεται παίζοντας πιάνο.

Η ηδονή της γευστικής απόλαυσης του Όρεν εκδηλώνεται μέσα από τα κοντινά πλάνα στο πηρουνάκι που βυθίζεται στην αφράτη μπλακ φόρεστ, συνοδεία κιθαριστικού σουίνγκ, φέρνοντας στο νου και τα κιθαριστικά τσιγγάνικα μανούς στο Σοκολά (2000) του Λάσε Χάλστρομ, που αντιπαραθέτουν μια αίσθηση ελευθερίας απέναντι στις πουριτανικές αντιλήψεις για την αμαρτία της σοκολατένιας γεύσης. Το πλάσιμο της ζύμης από τα δυνατά μπράτσα του θλιμμένου Τόμας, που ξεπροβάλλουν από το λευκό κοντομάνικο, αποκτά ερωτικούς συνειρμούς, αντίστοιχους με το φετιχιστικό ερωτισμό της ταινίας Νενέτ και Μπονί (1996 / Κλερ Ντενί), όπου ένας αρτοποιός (Βίνσεντ Γκάλο) ζυμώνει με θωπευτικές κινήσεις καθώς φαντασιώνεται την αισθησιακή σύζυγό του (Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι).

Με την ίδια αγάπη που η φουρνάρισσα γιαγιά που τον μεγάλωσε, έμαθε τον Τόμας να φτιάχνει τα γλυκά που καταγοήτεψαν τον Όρεν και τον οδήγησαν στην αγκαλιά του, έτσι θέλει και ο ίδιος με τη σειρά του να μεταβιβάσει τη γνώση της κρυφής συνταγής στην Ανάτ, με την οποία μοιράστηκαν την αγκαλιά του Όρεν, αναβιώνοντας τη μνήμη του έρωτα, μέσα από τη γεύση.

Η συναισθηματική αυτή διαδικασία τελείται στη γενέτειρα του εκλιπόντος, με την Ανάτ να γεύεται τα γλυκά που λαχταρούσε ο άντρας της, από τα χέρια του Βερολινέζου Τόμας, ενώ η μητέρα του Όρεν μαγειρεύει στον Τόμας εβραϊκές παραδοσιακές γεύσεις.

Κυριευμένος ακόμα από την ερωτική ανάμνηση, ο Τόμας φορά το κόκκινο μαγιό και τις μπλε σαγιονάρες του Όρεν, που ανακάλυψε στο ντουλάπι του, στη γειτονική πισίνα, άλλη μια αναφορά στη διαδικασία πένθους και τη σταδιακή απεμπλοκή από την παρουσία του εκλιπόντος, που έχει καταγραφεί πετυχημένα και στη συγκινητική γερμανική ταινία Ανθισμένες Κερασιές (2008 / Ντόρις Ντόρι), όπου ένας απαρηγόρητος ηλικιωμένος χήρος φοράει τα γυναικεία ρούχα τής επί δεκαετίες συντρόφου του για να την ξεναγήσει στο Τόκυο, θεωρώντας πως την κουβαλάει μαζί του.

Οι μοναχικές εξορμήσεις του Τόμας στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ καλύπτονται από μελαγχολικές πιανιστικές μελωδίες, σε σκηνή όπου κάνει τζόγκινγκ ενώ τον καρφώνει επίμονα το βλέμμα νεαρού φαντάρου, σχόλιο της ασφυκτικής μιλιταριστικής πειθαρχίας. Ο 30άρης Γάλλος πιανίστας Ντομινίκ Σαρπαντιέ, συνθέτης της πρωτότυπης μουσικής της ταινίας, με μίνιμαλ φόρμες και πιανιστικά νοσταλγικά βαλς, αποδεικνύεται γνήσιος συνεχιστής του Γιάν Τιερσέν.

Μακριά από ένα τετριμμένο νοσταλγικό ρομάντζο, οι ψυχολογικές διαδρομές των πληγωμένων πρωταγωνιστών σμιλεύουν επεξεργασμένους χαρακτήρες, σε μια ταινία που αναζητά τη λύτρωση μέσα από την κατανόηση του «άλλου». Ωστόσο, στην πανέμορφη Ιερουσαλήμ αφήνεται επιμελώς απέξω κάθε αραβικό στοιχείο.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

INFO

Στα πλαίσια του κινηματογραφικού αφιερώματος «50 χρόνια από τον Μάη του ’68», στην ταράτσα του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, τη Δευτέρα 25/6/2018 στις 21:00 θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο η τελευταία ταινία του αφιερώματος Εξόριστος στην Κεντρική Λεωφόρο (1979) των Νίκου Ζερβού και Θανάση Ρεντζή. Θα ακολουθήσει συζήτηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!