Ο Ιερώνυμος Λύκαρης με το βιβλίο του «Έβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του;» μου θύμισε τα δικά μου που κόντευα να τα ξεχάσω. Ότι μια μέρα μού ήρθε η γνωστή ειδοποίηση που και μόνη η παραλαβή της ήταν αρκετή για να προκαλέσει μέγιστη ταραχή στον παραλήπτη της. Η ειδοποίηση να περάσεις από την Ασφάλεια για υπόθεσή σου! Και τελείως άσχετος να ήσουν με την πολιτική, μέσα στο γενικό κλίμα που επικρατούσε, πάλι ταραχή θα ένιωθες γιατί μια τέτοια κλήση χωρίς κάποια αιτιολογία μόνο για καλό δεν μπορούσε να είναι. Κάποιος λόγος που είχε εκτιμηθεί ως ερευνητέος από τους ασφαλίτες θα υπήρχε. Κι εγώ δεν ήμουν τελείως αθώος. Δεν ήμουν στέλεχος σε καμία οργάνωση, δεν είχα οικογενειακό προηγούμενο, όπως είχε, ας πούμε η Μίτση, που ο πατέρας της είχε περάσει από τη Μακρόνησο και παρέμενε αφοσιωμένος τροτσκιστής. Απ! Μήπως ήταν απ’ αυτό; Μήπως με καλούσαν γιατί η Μίτση ήταν κολλητή μου φίλη και βρισκόμασταν πολύ συχνά στο σπίτι που έμενε με τους γονείς της; Μήπως με είχαν εντοπίσει και πριν από τη δικτατορία; Τότε που καθόμασταν τα βραδάκια στις καρέκλες του Σαραφείδη, στην πλατεία μας, την Καλλιγά, έφηβοι εμείς, τρελαμένοι με τη μουσική, την μπάλα και τα κορίτσια, παρέα με τον πατέρα της, τον κύριο Γιώργο, τον Βρασιβανόπουλο; Τότε που μας έλεγε πολύ παραστατικά ιστορίες από το θέατρο και τις ταινίες που είχε παίξει, αλλά και τις συζητήσεις που κάναμε φέρνοντάς του αντιρρήσεις στα πολιτικά που τον ψιλοτσάντιζαν επειδή ήμασταν άσχετοι και καταλαβαίναμε τα μισά απ’ όσα μας έλεγε;
Όμως, όχι, δεν μπορεί να ήταν αυτό γιατί θα με είχαν καλέσει νωρίτερα, στην αρχή της δικτατορίας. Κι εμένα σίγουρα με ήξεραν γιατί ήμουν εκδηλωμένος ροκάς, πολύ εκδηλωμένος, αφού ήμουν πάντα αναμειγμένος σε κάθε γεγονός που είχε σχέση με τη ροκ μουσική. Από τη συναυλία των Forminx στο «Κεντρικόν» που με είχε βάλει φωτογραφία το περιοδικό «Μοντέρνοι Ρυθμοί» πάνω στη σκηνή ή τη συναυλία των Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού που τις προηγούμενες μέρες μοίραζα διαφημιστικά φυλλάδια στο Σύνταγμα ή τις φασαρίες στη Βουκουρεστίου με την ταινία για το Γούντστοκ. Αλλά ήταν και τα σούρτα-φέρτα στα Αναφιώτικα με Έλληνες και ξένους μακρυμάλληδες, δηλαδή ύποπτους. Κι όταν έπιασα δουλειά ως ντι-τζέι στο «Φαληρικόν Δέλτα» (ήταν στη θέση περίπου του Τε Κβο Ντο) απέναντι από τον Ιππόδρομο (εκεί που είναι το μέγαρο του Ιδρύματος Νιάρχου τώρα), δεν θα τους έκανε εντύπωση που ξενυχτούσα κάθε βράδυ;
Με τους άπλυτους
Η Ασφάλεια επόπτευε όλους αυτούς τους χώρους, της μέρας και της νύχτας, με σπιούνους που είχε παντού. Αυτό ήταν γνωστό. Και στις μπουάτ που πηγαίναμε για να ακούσουμε την Αρλέτα, τον Ζωγράφο, την Αστεριάδη και τον Γιάννη Αργύρη, δεν μας είχαν πάρει τις ταυτότητες πολλές φορές; Ή μήπως τους είχε ενοχλήσει ότι είχα προχωρήσει σε πιο τολμηρές ενέργειες; Όταν, για παράδειγμα, έκανα ραδιοφωνικές εκπομπές στον ισχυρό πειρατικό σταθμό του «Φοίνικα» στα Πατήσια με μουσικές που θεωρούνταν αντιδραστικού περιεχομένου, όπως τα τραγούδια του Σαββόπουλου και του Ντίλαν που τα παρουσίαζα με σχόλια. Ή επειδή το 1971 έκανα συναυλίες με τους Socrates Drank The Conium και τον Εξαδάκτυλο του Πουλικάκου που είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί για χασίσια, μαζεύοντας χιλιάδες πιτσιρικάδες από τα γυμνάσια Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων που ξεσάλωναν στους διαδρόμους των σινεμά μέχρι να μπουκάρουν οι καθηγητές και να τους σέρνουν έξω τραβώντας τους από τ’ αυτιά. Και μήπως το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι έφτιαξα μια πολύ μεγάλη παρέα ομοϊδεατών για να βγάλουμε στην αρχή του 1972 την πρώτη ροκ εφημερίδα, τη «Μουσική Γενιά», η οποία γραφόταν σε δημοτική γλώσσα και πρόβαλε όλους αυτούς που οι μπάτσοι και οι συνταγματάρχες θεωρούσαν άπλυτους και αναρχικούς.
Όλα, αυτά και άλλα παρόμοια, περνούσαν από το μυαλό μου και ξαναγυρνούσαν ανακατεμένα, ανιεράρχητα, τροφοδοτώντας την ταραχή μου. Όλα αυτά που σήμερα ακούγονται τόσο αθώα, ενώ τότε ήταν υπεραρκετά για να σε βάλουν σε ταλαιπωρίες.
Επειδή η πιο δημόσια δράση μου οριζόταν από την εντονότατη συμμετοχή μου στην ελληνική ροκ σκηνή, που ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη και στην αισθητική της κοινωνίας, οι πρώτες σκέψεις με οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι αυτή η ακτιβιστική πλευρά μου ενοχλούσε τις αρχές και γι’ αυτήν με καλούσαν με την ειδοποίηση να παρουσιαστώ στο κτήριο της οδού Μεσογείων. Μπορεί να ήθελαν να μάθουν αν παίρνω ναρκωτικά, αν και φαντάστηκα ότι θα ήξεραν ότι δεν πίνω ούτε καπνίζω. Αλλά θα ήξεραν επίσης ότι κάποιοι απ’ αυτούς που συναντώ σε παρέες, εκδηλώσεις, συναυλίες και άλλες συναναστροφές, πράγματι ήταν χρήστες ουσιών. Από τα πιο καθωσπρέπει κλαμπάκια, όπως το Whisky–A–Go–Go στο Πεδίον του Άρεως, στη Μαυροματαίων, ως τα πιο υπόγεια, π.χ. το Hobby στην Κύπρου ή το άντρο των περιπλανώμενων χιπαριών στην Πλάκα, το Folk 17, που το είχαν ο παντοτινός μου φίλος Χιου, μισός Ινδός – μισός Εγγλέζος, και ο Δημήτρης που έμπλεξε με drugs και τον πήρε η κάτω βόλτα. Εκεί σύχναζαν πολλά αγόρια και κορίτσια σαν αυτά που είχα γνωρίσει το καλοκαίρι του 1970 στην Ίο, την ανέγγιχτη τότε από τη λαίλαπα της τουριστικής οικοδόμησης και των μαγαζιών με σουβενίρ που της άλλαξε τα φώτα. Αράζαμε σε μια πελώρια παραλία , στο Μυλοπότα, άχτιστη απ’ άκρη σ’ άκρη, με τα παιδιά με τα μακριά μαλλιά, τις χάντρες, τις κιθάρες και το LSD που το παραλάμβαναν σε κάρτες ποστ ρεστάντ κολλημένο πίσω από τα γραμματόσημα! Κολυμπούσαμε τη μέρα, τραγουδούσαμε το βράδυ και τα μεσάνυχτα ξαπλωμένοι ανάσκελα στην αμμουδιά μετρούσαμε δυνατά σε διάφορες γλώσσες, αγγλικά, ολλανδικά, γαλλικά, σουηδικά, γερμανικά, ακόμα και σέρβικα, τ’ αστέρια!
Ζυμώσεις
Έκανα μια αναδρομή στο πολύ πρόσφατο παρελθόν μου, προσπαθώντας να βρω τι με ενοχοποιούσε για να πάω κάπως προετοιμασμένος. Κι αν δεν ήταν αυτό; Και ήταν το άλλο; Το χειρότερο; Το μυαλό μου αρνιόταν να το τοποθετήσει πρώτο. Με βόλευε η ενοχή για το ροκ. Η ενοχή για τα πολιτικά ήταν πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμη. Δεν ήμουν οργανωμένος, αλλά ήξερα ότι η πολιτική στη ζωή μου δεν είχε μπει μόνο μέσα από το ροκ, αλλά και από τη Νομική Σχολή. Από το πρώτο έτος είχα μπλεχτεί με μια παρέα συμφοιτητών που τους άρεσε η τρέλα μου με τη μουσική και το ενδιαφέρον μου για τα νεανικά κινήματα στην Ευρώπη, την Αμερική και τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά αυτοί ήταν επικεντρωμένοι στην εσωτερική πολιτική κατάσταση, που ήταν πολύ πιο ριψοκίνδυνο.
Μερικοί ήταν πολιτικοποιημένοι από τις οικογένειές τους, μερικοί, όπως έμαθα αργότερα, ήταν και οργανωμένοι και σίγουρα σχετίζονταν με κάποιες πολιτικές ομάδες που χρόνο με το χρόνο δυνάμωναν κι έκαναν πιο αισθητή την παρουσία τους στο πανεπιστήμιο. Στη Νομική, αντί να παρακολουθούμε στο αμφιθέατρο τα βαρετά μαθήματα για την πολιτική δικονομία και το οικογενειακό δίκαιο, καταφεύγαμε στην καφετέρια που υπήρχε στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, ψηλά στη Μασσαλίας, δηλαδή δυο βήματα από τη Σχολή. Δεν ξέρω αν είχε επιλεγεί η Ένωση με το σκεπτικό ότι οι μπάτσοι δεν θα τολμούσαν να τριγυρίζουν μέσα στα πόδια των Αμερικάνων, όπως μου είχε πει εμπιστευτικά ένας από τους συμφοιτητές μου, ή επειδή εκείνα τα χρόνια, 1968-69-70-71, οι καφετέριες ήταν ελάχιστες σ’ εκείνη την περιοχή γύρω από τη Νομική. Εκεί, τα πρωινά κυρίως, γίνονταν συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση, για το ρόλο της Ευρώπης, για τους αυτοεξόριστους στο Παρίσι, το Βερολίνο ή τη Φλορεντία, για τους ντόπιους διανοούμενους που είναι πολιτικοποιημένοι και κρατούν μια σωστή στάση, για κάποιους παλιούς πολιτικούς που κινούνταν παρασκηνιακά, για τους καθηγητές μας που ήταν φιλοχουντικοί, για τους συμφοιτητές μας που ήταν καρφιά και τέτοια σχετικά. Απ’ αυτούς μάθαινα τα ντεσού της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης.
Στους Τούρκους!
Κι αυτές οι παρέες παρακολουθούνταν συστηματικά. Γι’ αυτό όταν υπέβαλα τα χαρτιά μου στο Κέντρο Αλλοδαπών που υπαγόμασταν ως Κωνσταντινουπολίτες για διαβατήριο, συναντούσα ψυχρή αντιμετώπιση από τους αστυνομικούς κάθε φορά που επανερχόμουν για να ρωτήσω αν έχει εγκριθεί η αίτησή μου. Μέχρι μια μέρα που αντί να πάρω την αναμενόμενη αόριστη απάντηση, με οδήγησαν στο μεγάλο γραφείο του διοικητή του Κέντρου Αλλοδαπών, στον Βασίλη Λάμπρου, ο οποίος στη μεταπολίτευση, σε μια δίκη παρωδία για τα βασανιστήρια για τα οποία ήταν περιβόητος όταν υπηρετούσε στη Γενική Ασφάλεια, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών που την εξαγόρασε προς 150 δρχ. τη μέρα!
Μπροστά σ’ αυτό το τέρας με οδήγησαν, χωρίς να γνωρίζω με ποιον έχω να κάνω, που χωρίς περιστροφές μου είπε σχεδόν κραυγάζοντας να πάω να κουρευτώ και να ξυριστώ, και μετά, με κοφτό και απειλητικό ύφος με διέταξε να κόψω τις παρέες με τους χασικλήδες που παίζουν τα κλαπατσίμπανα στα κλαμπ και με τους φοιτητές στο πανεπιστήμιο που νομίζουν ότι θα ρίξουν την «επανάσταση», γιατί αν δεν γίνω άνθρωπος σωστός θα με τσακίσει και θα με στείλει πίσω στην Τουρκία! Αυτός ο υπέρ-πατριώτης, αφού μου έκανε κήρυγμα για το έθνος και την «επανάσταση» που έβαζε τάξη στον τόπο και καταπολεμούσε την αναρχία και τον κομμουνισμό, κι αφού με ρώτησε γιατί ζητάω διαβατήριο να πάω στην Ευρώπη, επανέλαβε ότι αν δεν συμμορφωθώ και συνεχίσω να νταλαβερίζομαι με λεχρίτες μουζικάντηδες και κόκκινους φλούφληδες θα με τιμωρήσει στέλνοντας με στους Τούρκους! Χτυπούσε το χέρι του πάνω στο έπιπλο κι εγώ στεκόμουν ακινητοποιημένος. Το σοκ ήταν μεγάλο, αλλά φεύγοντας από το Κέντρο σκεφτόμουν ότι την είχα γλιτώσει φτηνά και ότι ευτυχώς δεν μου ζήτησε ονόματα, κάτι που θα με έφερνε σε πάρα πολύ δύσκολη θέση αν και είχα προετοιμαστεί να πω ότι ξέρω μόνο τα μικρά ονόματα κάποιων φοιτητών που ενδιαφέρονται για τη ροκ μουσική. Σκέψη αφελής από έναν άβγαλτο στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα.
Αργότερα, στο σπίτι, πιο ήρεμος, σκεφτόμουν ότι αυτό το συμβάν μάλλον θα ήταν συνδεδεμένο με την κλήση που είχε προηγηθεί του Γραμματέα της Νομικής Σχολής, του γνωστού Δεδούση, να τον επισκεφτώ στο γραφείο του, στη Σόλωνος, για να μου δηλώσει με αυστηρό και κατηγορηματικό τρόπο ότι αν δεν κόψω τα μαλλιά μου όπως τα κόβουν οι αξιωματικοί του ένδοξου ελληνικού στρατού, μου απαγορεύει να απευθύνομαι για οποιοδήποτε λόγο, ούτε για πιστοποιητικά, ούτε για βιβλιάριο, ούτε για πάσο, στη γραμματεία της σχολής. Οι συναλλαγές μου θα γίνονται εφεξής μόνο δι’ εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου! Κι επειδή «δεν συνεμορφώθην» αυτή η απαγόρευση ίσχυσε για όλη την περίοδο της δικτατορίας. Έπαψε να εφαρμόζεται με την πτώση της δικτατορίας, αλλά ο Δεδούσης παρέμεινε Γραμματέας της Σχολής μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, επί δημοκρατίας!
Μην ανακατευτείς…
Τον Δεδούση δεν τον φοβήθηκα. Ανθρωπάκι μου φάνηκε. Αλλά ο Λάμπρου ήταν φοβιστικός, τραμπούκος, κίλερ! Άραγε πώς θα ήταν αυτοί στην Ασφάλεια που μου είχαν στείλει την κλήση, αναρωτιόμουν. Κι όταν έφτασε η μέρα, είχα εξετάσει όλα τα πιθανά σενάρια, είχα ενθαρρυνθεί από μερικούς συμφοιτητές που είχαν περάσει από εκεί με τα ίδια ειδοποιητήρια και ήμουν κάπως ψύχραιμος. Με πήγαν στο γραφείο του Καλύβα. Μου είπε να καθίσω κι άρχισε να με ρωτάει για τη δουλειά μου στη Λύρα, για τους καλλιτέχνες, για τον Σαββόπουλο, τον Χατζιδάκι, τι χαρακτήρες είναι, αν είναι όλοι πούστηδες, αν συζητούν πολιτικά, αν βγάζουν πολλά λεφτά και άλλα παρόμοια. Αγρίευε προς στιγμήν σαν να θυμόταν ότι κάτι τρέχει με μένα και συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο. Σαν φίδι με κοιτούσε.
Αφού είδε ότι κάνω τον πολύ άσχετο με τα πολιτικά, και προφανώς μην έχοντας κάτι πολύ σοβαρό εναντίον μου, το γύρισε κι άρχισε να μου λέει ότι του αρέσει πολύ η μουσική κι ακούει από Μπετόβεν μέχρι Ντέμη Ρούσο! Μετά έβγαλε από ένα συρτάρι μερικές μπομπίνες και με ρώτησε αν μπορώ βλέποντας τη μαγνητοταινία να καταλάβω αν περιέχει τραγούδια ή συνομιλίες! Συγκρατήθηκα για να μη γελάσω και του είπα ότι δεν είμαι ειδικός στις μαγνητοταινίες, αλλά στους δίσκους. Είναι ταινίες που κατασχέσαμε στο σπίτι ενός κομμουνιστή και θέλω να ξέρω τι έχει γράψει, γιατί αν είναι με τραγούδια να τις κρατήσω, αλλιώς να τις αφήσω στην υπηρεσία να τις ακούσουν. Στο τέλος, ξεστόμισε, με αυστηρό και βλοσυρό ύφος, κοίτα να μην ανακατευτείς γιατί θα φας το κεφάλι σου. Ξέρουμε κάθε βήμα που κάνετε και ό,τι λέτε. Κάποια στιγμή σηκώθηκε απότομα και με πήγε σε ένα διπλανό γραφείο όπου σε λίγο μπήκε ένας άλλος γνωστός ασφαλίτης, ο Σμαΐλης. Αυτός μου πρότεινε να γίνουμε φίλοι! Γράψε μερικές φράσεις σε ένα χαρτί για να έχω το γραφικό σου χαρακτήρα και θα φύγεις, μου είπε. Αν ξεκόψεις απ’ αυτούς που κάνεις παρέα, είσαι κι εργαζόμενο παιδί ενώ αυτοί είναι χαραμοφάηδες, δεν θα σε πειράξει κανένας. Αν συνεχίσεις μαζί τους, θα αλλάξει κι η συμπεριφορά μας απέναντί σου, σίγουρα όχι προς το καλύτερο.
Στην πρώτη κατάληψη της Νομικής, Φλεβάρης του 1973, βγαίνοντας μαζί με τους άλλους από το κτήριο, είδα αντίκρυ τον Σμαΐλη. Έκοβε φάτσες. Μου κούνησε το κεφάλι σε στυλ δεν με άκουσες…
Υπήρχαν αυτά, και μας βάρυναν, αλλά όταν άρχισε ο αναβρασμός στα πανεπιστήμια, λες και απογειωθήκαμε και ξεκοπήκαμε από τα εγκόσμια, ξεχάσαμε τους φόβους και τις αναστολές μας, τις εξορίες και τα βασανιστήρια που μας απειλούσαν, και περιφρονήσαμε τους ασφαλίτες και τους χαφιέδες, και την ΕΣΑ και τους συνταγματάρχες, κι εκτεθήκαμε χωρίς πλάτες, χωρίς μπακάπ. Πόθος για ελευθερία; Πατριωτισμός; Άγνοια κινδύνου; Αισιοδοξία; Νεανική τρέλα; Η δύναμη των ιδεών; Η χοντροκοπιά των χουντικών; Τα παγκόσμια πρότυπα; Ή ένα μίγμα απ’ όλα;
Ο Ναζωραίος και ο Στάλιν
Πρωτοδιάβασα Ιερώνυμο Λύκαρη σχετικά πρόσφατα, το μυθιστόρημα «Η εκδίκηση του Ναζωραίου». Αστυνομικοπολιτικό θα το έλεγα. Και πολύ οικείο. Διαδραματίζεται σε περιοχές που έχουμε ζήσει ή ζούμε, με πρόσωπα που είναι γύρω μας και σε χώρους που έχουμε πολλές φορές περάσει. Από κει και πέρα, ο αφηγητής μπλέκει ό,τι σκοτεινό και ό,τι απειλητικό μπορεί να μας περιτριγυρίζει, να μας επιτηρεί και να μας ελέγχει, μέσα από ένα κόσμο παράλληλο, μέσα από δίκτυα, σπείρες και κυκλώματα, που μόνο οι ατομικές αδυναμίες και ιδιαιτερότητες κάπως εξανθρωπίζουν, με τις αμφιβολίες, το συναίσθημα, την ανασφάλεια και την τάση για εμπλοκή και διακινδύνευση, εκ των περιστάσεων ή από κεκτημένη ταχύτητα. Σκοπιμότητες, διαφθορά, ίντριγκες, διαπλοκές, παρακρατικοί, πράκτορες, παράνομοι και νόμιμοι, αστυνόμοι και πολιτικοί, ένα τακτοποιημένο κουβάρι, με πολλή πλοκή, δράση και ζωντανές εικόνες, που όσο κι αν η φαντασία του συγγραφέα, που είναι τεχνολογικά και πληροφοριακά καταρτισμένος, το εμπλουτίζει και το υπερακοντίζει, δεν απέχει πολύ από την αθέατη πραγματικότητα, ίσως και να μην την πλησιάζει με την ταχύτητα που αυτή γίνεται όλο και πιο δυστοπική.
Στο καινούργιο του γραπτό, με τίτλο «Έβαφε ο Στάλιν τα μαλλιά του;», ο Ιερώνυμος Λύκαρης έρχεται ακόμα πιο κοντά μας πηγαίνοντας χρονικά πιο πίσω, στην περίοδο που πολιτικοποιηθήκαμε και πήραμε μέρος στην αντίσταση κατά της χούντας. Εδώ, είχα την αίσθηση ότι οι πρωταγωνιστές του, Κνίτες, Μαοϊκοί και Ρηγάδες, είναι όλοι γνωστοί μου. Και τα γεγονότα επίσης, η κατάληψη της Νομικής, το Πολυτεχνείο, η παράνομη δουλειά με τις προκηρύξεις και τα «υλικά», τα συνθηματικά, τα ψευδώνυμα, οι αμφιβολίες, τα λάθη, οι επιπλήξεις και οι αποχωρήσεις, οι σχολές, τα μαθήματα, η οικογένεια, οι χουντικοί αξιωματούχοι, στρατοκράτες και μεταλλαγμένοι πολιτικοί, το Σπουδαστικό της Ασφάλειας, οι ανακρίσεις, οι απειλές, οι εμμονές κι οι επιμονές, οι συμπτώσεις, οι απρόσμενοι παρείσακτοι, οι δεύτεροι κι από σπόντα ρόλοι, πόρνες και φονιάδες, χαρακτηριστικά συμβάντα που φωτογραφίζουν την εποχή, όλα που διαπλέκονται σε κάτι που μοιάζει, και είναι, περιπέτεια απλών κανονικών ανθρώπων. Και με μια κατάληξη του «έργου» όχι συνηθισμένη σε ένα μυθιστόρημα, που μπαίνουν ερωτήματα, απορίες, μνήμες, συσχετισμοί, αναιρέσεις, υποθέσεις και συμπεράσματα με αφορμή και πάνω σε ό,τι έχει συμβεί και καταγραφεί. Με ένα τίτλο που σου τραβάει την προσοχή και σε παραπλανεί ταυτόχρονα. Και τα δύο βιβλία κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.